Σάββατο 28 Απριλίου 2018

ΑΝΥΠΑΝΤΡΗ ΜΗΤΕΡΑ

                       «Όμως εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
                     γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.»

        
Για μια ανύπαντρη μητέρα -ανήλικη, ορφανή, ραχιτική, άχαρη και άπορη- την παιδοκτόνο Μαρία Φαρράρ, έγραψε ο Μπέρτολτ Μπρεχτ το παρακάτω ποίημα το 1922. Μια τραγική ιστορία σε ένα ποίημα, θα μπορούσε να είναι ο τίτλος του 89στιχου ποιήματος. Ο ποιητής, βασισμένος στην απολογία της παιδοκτόνου Μαρίας Φαρράρ, περιγράφει σε τρίτο πρόσωπο το προσωπικό δράμα και το έγκλημά της. Στέκεται, σαν αυτόκλητος συνήγορος, ανάμεσα στη νεαρή παιδοκτόνο και στο ακροατήριο του δικαστηρίου-κοινωνίας κι αναφέρει με λεπτομέρειες και ρεαλισμό τις προσπάθειές της να απαλλαγεί από την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη και τον κοινωνικό στιγματισμό, προβάλλοντας στις πραγματικές τους διαστάσεις τα συναισθήματα της ανύπαντρης εγκυμονούσας. Ούτε οι δυο ενέσεις μιας κομπογιαννίτισσας γριάς ούτε το τσίπουρο με το πιπέρι ούτε οι προσευχές και τα τάματα στην Παναγιά βοήθησαν τη μικρή υπηρέτρια ν’ απαλλαγεί από την αγωνία για την αποκάλυψη της «αμαρτίας», την κατάκριση και την καταφρόνια του κόσμου. ΝΤΡΟΠΗ και ΦΟΒΟΣ που διαρκούν εννιά μήνες, ΟΔΥΝΗ και ΩΔΙΝΕΣ. Χαράματα μιας παγωμένης νύχτας, μετά από μια βασανιστική μέρα δουλειάς, στον απόπατο του σπιτιού, η Μαρία Φαρράρ έφερε στον κόσμο ένα αγοράκι. Όμως τα κλάματα του νεογέννητου τη γέμισαν τρόμο κι έξω φρενών το χτυπούσε μέχρι να βουβαθεί. Μετά πήρε κοντά της στο κρεβάτι το πεθαμένο της μωρό μέχρι να ξημερώσει και το πρωί το έκρυψε στο πλυσταριό. Η παιδοκτόνος Μαρία Φαρράρ πέθανε στη φυλακή στιγματισμένη και καταδικασμένη.

Σήμερα, Απρίλης του 2018, έναν αιώνα σχεδόν αργότερα, ας σκεφτούμε αν και πόσο έχουμε αλλάξει εμείς οι μεγάλοι, τα νεαρά παιδιά, οι συνάνθρωποί μας, το κράτος, η κοινωνία μας. Είμαστε πραγματικά ή φαινόμαστε ανθρωπιστές; Ο ποιητής μας παρακαλεί στο τέλος κάθε στροφής του ποιήματός του να μη δείξουμε καταφρόνια, «γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια». Το επαναλαμβάνει εννιά φορές, όσοι κι οι μήνες που κυοφορείται ένα βρέφος. Ας σκεφτούμε... Κι αν θελήσουμε να κάνουμε κριτική «κι έτσι να δούμε τι είμ' εγώ και τι είσαι συ», να αναζητήσουμε ευθύνες, να γράψουμε σχόλια σε ειδήσεις και να ρίξουμε το «ανάθεμα», ας προτιμήσουμε να κρίνουμε πρώτα τον εαυτό μας, τα λόγια και τις πράξεις και την ηθική μας…

Μπέρτολτ Μπρεχτ (Bertolt Brecht 1898-1956)

«Για την παιδοκτόνο Μαρία Φαρράρ»
   [Von der Kindesmörderin Marie Farrar]

1
Μαρία Φαρράρ, γεννηθείσα τον Απρίλιον,
ανήλικη, ορφανή, ραχιτική, όψεως κοινής,
λευκού έως τώρα ποινικού μητρώου,
εσκότωσε το παιδί της ως εξής:
Σ’ ένα κατώι -λέει- σαν ήταν δυο μηνών,
να το ξεφορτωθεί προσπάθησε όπως - όπως,
με δυο ενέσεις που της έκανε μια γριά.
Πόνεσε, λέει, πολύ – όμως χαμένος κόπος.
                Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
                γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

2
Πλήρωσε ωστόσο -λέει- ό,τι είχε συμφωνήσει.
Σφιχτόδενε με πάνες την κοιλιά της,
τσίπουρο έπινε με πιπέρι, αλλά το μόνο
που πέτυχε ήταν να γδαρθούν τα σωθικά της.
Το φούσκωμα φαινόταν πια ξεκάθαρα,
κι αβάσταχτα πονούσε όταν σφουγγάριζε.
Ψήλωσε, ωστόσο – λέει. Και προσεύχονταν
στην Παναγιά και τάματα της χάριζε.
               Όμως εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
               γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

3
Μα οι προσευχές της πήγανε του κάκου.
Πολλά ζητούσε, ως φαίνεται. Κι ολοένα
στον όρθρο ζαλιζόταν, κρύος την έλουζε ιδρώτας
καθώς γονατιστή παρακαλούσε την Παρθένα.
Αλλά κατάφερε να μην την πάρουν είδηση
ωσότου ζύγωσε η ώρα να γεννήσει,
γιατί κανείς ποτέ δε φανταζότανε
πως μια τόσο άχαρη κοπέλα είχε αμαρτήσει.
                Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
                γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

4
Τη μέρα κείνη -λέει- τη χαραυγή,
καθώς, σκουπίζοντας τις σκάλες, είχε σκύψει,
άγρια νύχια της ξεσκίσαν την κοιλιά.
Ωστόσο μπόρεσε τους πόνους της να κρύψει.
Ολημερίς σουρνόταν τη μπουγάδα απλώνοντας
κι έσπαζε το κεφάλι της ώσπου να νιώσει
πως έφτασε της γέννας της η ώρα. Κι έτρεμε
η καρδιά της σαν, αργά, τράβηξε να ξαπλώσει.
                Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
                γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

5
Μα την ξαναφώναξαν πριν να καλογείρει:
χιόνι είχε πέσει κι έπρεπε αυτή να το σκουπίσει.
Και σκούπιζε ως τις έντεκα. Μια ατέλειωτη ήταν μέρα.
Τη νύχτα μόνο μπόρεσε ήσυχα να γεννήσει.
Και γέννησε -όπως λέει- ένα αγόρι.
Όμοιο ήταν μ’ όλα τ’ άλλα αγόρια.
Μόνο που αυτή δεν ήταν σαν τις άλλες μάνες.
                Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
                γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

6
Αφήστε τη, λοιπόν, ν’ αποτελειώσει
την ιστορία για κείνο το παιδί
(λέει πως δε θέλει τίποτα να κρύψει),
κι έτσι θα δούμε τι είμ’ εγώ και τι είσαι συ.
Λέει πώς μόλις πήγε στο κρεβάτι,
αναγούλες τήνε πιάσανε και ρίγη.
Μονάχη, αλαφιασμένη τι θα γίνει,
με κόπο τις φωνές της κρυφοπνίγει.
                Όμως εσείς, παρακαλώ, μη δείξτε καταφρόνια,
                γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

7
Μ’ όσες της απομένανε δυνάμεις
-η κάμαρά της ήταν κιόλας παγωμένη-
σύρθηκε ως τον απόπατο (μα πότε,
δε θυμάται πια) κι εκεί, παρατημένη,
γέννησε, τα χαράματα. Κι ήτανε λέει,
ολότελα χαμένη κι ένιωθε πια να κοκαλώνει,
μόλις μπορούσε να κρατήσει το παιδί της,
γιατί μες στη σοφίτα τρύπωνε το χιόνι.
                Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
                γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

8
Και τότε, πριν στην κάμαρα γυρίσει
-και μόνο τότε- να κλαίει αρχινάει το παιδί.
Κι εκείνη φρένιασε τόσο, καθώς λέει,
που με τις δυο γροθιές της, σαν τυφλή,
το χτύπαε και το χτύπαε, μέχρι να βουβαθεί.
Και τότε, πήρε το πεθαμένο της μωρό
μες στο κρεβάτι ώσπου να ξημερώσει,
και, το πρωί, το ’κρυψε μες στο πλυσταριό.
                Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
                γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

9
Μαρία Φαρράρ, γεννημένη έναν Απρίλη,
στου Μάισσεν πέθανε τη φυλακή,
κοριτσομάνα, καταδικασμένη,
του κάθε ανθρώπου τις αδυναμίες ιστορεί.
Σεις, που γεννάται σε κρεβάτια πεντακάθαρα
και «ευλογημένος» λέτε της κοιλιάς σας ο καρπός,
μη ρίχτε στους αδύναμους τ’ ανάθεμα.
Βαρύ ήτανε το κρίμα της, μα ο πόνος της πικρός.
                Γι’ αυτό, παρακαλώ, μη δείξτε καταφρόνια,
                γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

                                                                                                           (1922)

(Μπέρτολτ Μπρεχτ «Ποιήματα», μτφ. Μάριος Πλωρίτης, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2000, σελ. 16-19)