Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

ΡΙΤΣΟΥ ΓΙΑΝΝΗ “ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ”

 Για να θυμόμαστε
ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ «ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ»

Την Πρωτομαγιά του 1936 έγιναν μεγάλες κινητοποιήσεις των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη κι άλλες πόλεις, ζητώντας εφαρμογή της συλλογικής σύμβασης. Πρώτος νεκρός ο 26χρονος Τάσος Τούσης. Η φωτογραφία της μάνας του πάνω από το νεκρό παιδί της υπήρξε πηγή έμπνευσης, για να γράψει ο Ρίτσος τον «Επιτάφιο». Τα πρώτα τρία  από τα 20 άσματα δημοσιεύτηκαν στις 12 Μαΐου 1936 με τίτλο «Μοιρολόι», λίγες μέρες αργότερα το τέταρτο και στις 8 Ιουνίου 1936 συμπληρωμένος (14 άσματα), με τίτλο «Επιτάφιος», από τις εκδόσεις του «Ριζοσπάστη». Με την οριστική μορφή του (20 άσματα) πρωτοδημοσιεύτηκε το 1956 από τις εκδόσεις «Κέδρος», που θα κάνει και τις επόμενες επανεκδόσεις του. Το 1959 το έργο του Ρίτσου, με τη μελοποίησή του από το Μίκη Θεοδωράκη,  κι έγινε πασίγνωστο και πολυτραγουδισμένο.    

Η μάνα του δολοφονημένου 26χρονου καπνεργάτη Τάσου Τούση θρηνεί πάνω απ’ το άψυχο σώμα του παιδιού της.
Η φωτογραφία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» στις 10/5/1936.


(Θεσσαλονίκη. Μάης του 1936. Μια μάνα, καταμεσίς του δρόμου, μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της βουΐζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών, των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της):


[Ο Θάνατος]                                    Ι
Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,

Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;

Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
που μάντευες τι πέρναγε κάτου απ’ το τσίνορό μου,

Τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα
και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;

Πουλί μου, εσύ που μοὔφερνες νεράκι στην παλάμη
πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;

Στη στράτα εδώ καταμεσής τ’ άσπρα μαλλιά μου λύνω
και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.

Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει
κι είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.

Δε μου μιλείς κι η δόλια εγώ τον κόρφο, δες, ανοίγω
και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιε μου, μπήγω.


[Η Απόγνωση]                         ΙΙ
Κορώνα μου, αντιστύλι μου, χαρά των γερατειώ μου,
ήλιε της βαρυχειμωνιάς, λιγνοκυπάρισσό μου,

Πώς μ᾿ άφησες να σέρνουμαι και να πονώ μονάχη
χωρίς γουλιά, σταλιά νερό καὶ φως κι ανθό κι αστάχυ;

Με τα ματάκια σου έβλεπα της ζωής κάθε λουλούδι,
με τα χειλάκια σου έλεγα τ᾿ αὐγερινό τραγούδι.

Με τα χεράκια σου τα δυο, τα χιλιοχαϊδεμένα,

όλη τη γης αγκάλιαζα κι όλ’ ήτανε για μένα.

Νιότη απ’ τη νιότη σου έπαιρνα κι ακόμη αχνογελούσα,
τα γερατειά δεν τρόμαζα, το θάνατο αψηφούσα.

Και τώρα πού θα κρατηθώ, πού θα σταθώ, πού θἄμπω,
που απόμεινα ξερό δεντρί σε χιονισμένο κάμπο;

Γιε μου, αν δε σου ’ναι βολετό να ’ρθεις ξανά σιμά μου,
πάρε μαζί σου εμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.

Κι αν είν᾿ τα πόδια μου λιγνά, μπορώ να πορπατήσω
κι αν κουραστείς, στον κόρφο μου, γλυκά θα σε κρατήσω.


[Το Νεκρό Σώμα ]                  ΙΙΙ
Μαλλιά σγουρά που πάνω τους τα δάχτυλα περνούσα
τις νύχτες που κοιμόσουνα και πλάι σου ξαγρυπνούσα,

Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο και κοντυλογραμμένο,
‒καμάρα που το βλέμμα μου κούρνιαζε αναπαμένο,

Μάτια γλαρά που μέσα τους αντίφεγγαν τα μάκρη

πρωινού ουρανού, και πάσκιζα μην τα θαμπώσει δάκρυ,

Χείλι μου μοσκομύριστο που ως λάλαγες ανθίζαν
λιθάρια και ξερόδεντρα κι αηδόνια φτερουγίζαν,

Στήθια πλατιά σαν τα στρωτά φτερούγια της τρυγόνας
που πάνωθέ τους κόπαζε κι η πίκρα μου κι ο αγώνας,

Μπούτια γερά σαν πέρδικες κλειστές στα παντελόνια
που οι κόρες τα καμάρωναν το δείλι απ’ τα μπαλκόνια, 

Και γω, μη μου βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο άντρα,
σου κρέμαγα το φυλαχτό με τη γαλάζια χάντρα,
           
Μυριόρριζο, μυριόφυλλο κι ευωδιαστό μου δάσο,
πώς να πιστέψω η άμοιρη πως μπόραε να σε χάσω;


[Η Μοίρα]                                IV
Γιε μου, ποια Μοίρα στὄγραφε και ποια μου τὄχε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά στα στήθια μου ν’ ανάψει;

Πουρνό-πουρνό μου ξύπνησες, μου πλύθηκες, μου ελούστης
πριχού σημάνει την αυγή μακριά ο καμπανοκρούστης.

Κοίταες μην έφεξε συχνά-πυκνά απ’ το παραθύρι
και βιάζοσουν σα νἄτανε να πας σε πανηγύρι.

Είχες τα μάτια σκοτεινά, σφιγμένο το σαγόνι
Κι ήσουν στην τόλμη σου γλυκός, ταύρος μαζί κι αηδόνι.

Και γω η φτωχειά κι η ανέμελη και γω η τρελή κι η σκύλα,
σοὔψηνα το φασκόμηλο κι αχνή η ματιά μου εφίλα

Μια-μια τις χάρες σου, καλέ, και το λαμπρό σου θώρι
κι αγάλλομουν και γέλαγα σαν τρυφερούλα κόρη.

Κι ουδέ κακόβαλα στιγμή κι ουδ’ έτρεξα ξοπίσω
τα στήθια μου να βάλω μπρος τα βόλια να κρατήσω.

Κι έφτασ’ αργά κι, ω, που ποτές μην έφτανε τέτοια ώρα
κι, ω, κάλλιο να γκρεμίζονταν στο καύκαλό μου η χώρα.


 [Η Απουσία]                          V
Σήκω, γλυκέ μου, αργήσαμε. ψηλώνει ο ήλιος. έλα,
και το φαγάκι σου έρημο θα κρύωσε στην πιατέλα.

Η μπλε σου η μπλούζα της δουλειάς στην πόρτα κρεμασμένη
θα καρτεράει τη σάρκα σου τη μαρμαρογλυμμένη.

Θα καρτεράει το κρύο νερό το δροσερό σου στόμα,
θα καρτεράει τα χνώτα σου τ’ ασβεστωμένο δώμα.

Θα καρτεράει κι η γάτα μας στα πόδια σου να παίξει
κι ο ήλιος αργός θα καρτερά στα μάτια σου να φέξει.

Θα καρτεράει κι η ρούγα μας τ’ αδρό περπάτημά σου
κι οι γρίλιες οι μισάνοιχτες τ’ αηδονολάλημά σου.

Και τα συντρόφια σου, καλέ, που τις βραδιές ερχόνταν
και λέαν και λέαν κι απ’ τα ίδια τους τα λόγια εφλογιζόνταν

Και μπάζανε στο σπίτι μας το φως, την πλάση ακέρια,
παιδί μου, θα σε καρτεράν να κάνετε νυχτέρια.

Και γω θα καρτεράω σκυφτή βραδί και μεσημέρι
νἀρθεί ο καλός μου, ο θάνατος, κοντά σου να με φέρει.


[Ο Θρήνος]                        VI
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω

Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης

Και με το δάχτυλο απλωτό μου τἄδειχνες ένα-ένα
τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα

Και μοὔδειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι,
και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι.

Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.

Μα, γιόκα μου, κι αν μοὔδειχνες τα αστέρια και τα πλάτια,
τἄβλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.

Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκειά, ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια.

Και μοὔλεες, γιε, πως όλ’ αυτά τα ωραία θα ’ναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κι έσβησε το φέγγος κι η φωτιά μας.


                                             VII
Ήσουν καλός κι ήσουν γλυκός κι είχες τις χάρες όλες,
Όλα τα χάδια του αγεριού, του κήπου όλες τις βιόλες.

Το πόδι ελαφροπάτητο σαν τρυφερούλι ελάφι,
πάταγε το κατώφλι μας κι έλαμπε σα χρυσάφι.

Πώς θα γυρίσω μοναχή στο ερμαδιακό καλύβι;
Έπεσε η νύχτα στην αυγή και το στρατί μου κρύβει.

Ωχ, δεν ακούστηκε ποτές και δε μπορεί να γίνει
Να καίγουνται τα χείλια μου και να ’μια μπρος στην κρήνη,

Να ’μαι κοντά σου, αγόρι μου, και να σε κράζω, ωιμένα,
και συ μήτε να νοιάζεσαι για τη φτωχούλα εμένα.

Κανείς μη ’γγίξει απάνω του, παιδί μου είναι δικό μου.
Σιωπή· σιωπή· κουράστηκε, κοιμάται το μωρό μου.

Ποιος μου το πήρε; Ποιος μπορεί να μου το πάρει εμένα;
Άσπρισαν τα χειλάκια του, τα μάτια του κλεισμένα.

Δώστε μου, αïτοί, νύχια, φτερά για ναν τους κυνηγήσω
και την καρδιά τους, μύγδαλο ναν τήνε ρουκανίσω.


                                             VIII
Πού πέταξε τ’ αγόρι μου; πού πήγε; πού μ’ αφήνει;
Χωρίς πουλάκι το κλουβί, χωρίς νεράκι η κρήνη.

Δεν έμενες, καρδούλα μου, στ’ άστρο, μικρούλι σπίτι,
να σ’ έχω σαν αφέντη μου, να σ’ έχω σα σπουργίτι,

Να ταΐζω σε στη φούχτα μου σπυρί-σπυρί τη ζωή μου
Και μες στον ίσκιο σου να ζω, καμαρωτό δεντρί μου.

Καμιάς κοπέλας θησαυρό δε στάθηκες να πάρεις·
έφευγες πάντα εμπρός λαμπρός και πάντα καβαλλάρης.

Κι ήταν χαρά σου να σκορπάς, και δόξα σου να παίρνουν,
ν’ ανασηκώνεις απ’ τη γης τα όσα βογγούν και γέρνουν.

Κι όλα τα πλούτια σου, γλυκέ, στον κόσμο εχάριζές τα
Κι όλα τα χάρισες, κι εμέ μ’ αφήκες δίχως ζέστα.

Γιε μου, δεν ξέρω αν πρέπει μου να σκύβω, να σπαράζω,
για πρέπει μου όρθια να σταθώ, να σε χιλιοδοξάζω.

Πότε τις χάρες σου, μια-μια, τις παίζω κομπολόι,
Πότε ξανά, λυγμό-λυγμό, τις δένω μοιρολόι.


[Η  Ύβρις]                           ΙΧ
Ω, Παναγιά μου, αν ήσουνα, καθώς εγώ, μητέρα,
Βοήθεια στο γιο μου θἄστελνες τον Άγγελο από πέρα.

Κι, αχ, Θε μου, Θε μου, αν ήσουν Θεός κι αν ήμασταν παιδιά σου
θα πόναγες καθώς εγώ, τα δόλια πλάσματά σου.

Κι αν ήσουν δίκαιος, δίκαια θα μοίραζες την πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδί να φάει και να χορτάσει.

Γιε μου, καλά μου τἄλεγε το γνωστικό σου αχείλι
Κάθε φορά που ορμήνευε, κάθε φορά που εμίλει:

Εμείς ταγίζουμε τη ζωή στο χέρι: περιστέρι,
κι εμείς ούτ’ ένα ψίχουλο δεν έχουμε στο χέρι.

Εμείς κρατάμε όλη τη γης μες στ’ αργασμένα μπράτσα
και σκιάχτρα στέκουνται οι Θεοί κι αφέντη έχουνε φάτσα.

Αχ, γιε μου, πια δε μοὔμεινε καμιά χαρά και πίστη,
Και το χλωμό και το στερνό καντήλι μας εσβήστη.

Και, τώρα, επά σε ποια φωτιά τα χέρια μου θ’ ανοίγω,
τα παγωμένα χέρια μου ναν τα ζεστάνω λίγο;


[Το Μοιρολόι]                 Χ
Όλα μου τα ’δειχνες εσύ, παιδί μου κι άρχοντά μου,
κι ως τἄβλεπες όλα έφεγγαν σα να ’ταν σ’ ώρα γάμου.

Κι όλα κοντά μου τἄφερνες, γνέφια, πουλιά κι αστέρια,
ποὔλεγα κι έτσι νἄκανα θα τἄπιανα στα χέρια.

Και, νάσου, ένα ανοιξιάτικο ποὐρχόταν συννεφάκι
στα γόνατά σου να τριφτεί σαν άσπρο προβατάκι.

Κι έτσι στητός μου φαίνοσουν του κόσμου όλου πατέρας
και πάλι τόσο ανάλαφρος σα φως και σαν αγέρας.

Και κει που σε καμάρωνα, πλατάνι, παλληκάρι,
έτρεμα μη πνοή αγεριού στον ουρανό σε πάρει.

Πάνου απ’ τις στέγες των σπιτιών, πάνου απ’ τα δεντροκήπια
‒ χτύπος καρδιάς στων αστεριών τα πρώτα καρδιοχτύπια ‒

Κει πάνου που αχνοσβήνανε του σύθαμπου τα ρόδα
κι ανάμεσά τους βούλιαζε χρυσή του γήλιου η ρόδα.

Κι έτσι, πάει κι έλα η όψη σου, μια φως, μια σκιά, καλέ μου,
μ’ ίσκιωνε και με φώτιζε σα διάνεμα του ανέμου.


                                           ΧΙ
Έτσι άχαρη, με ομόρφαινες, κι έτσι άμαθη ―για κοίτα―
μες στη ματιά σου διάβαζα της ζωής την αλφαβήτα.

Και μάθαινα από την αρχή, πιο ωραία, τα μαθημένα
και μέτραγα στα δάχτυλα και τἄβρισκα όλα ένα.

Ένα κι η γης και ο ουρανός, το φως, το χρώμα, η βιόλα
και τούτο το ένα ήσουνα εσύ και πάλι εσύ ’σουν όλα.

Κι έψαχνα πού τα γνώρισα, πού τἄιδα, πού και πότες,
κι έτσι σκυφτή, όπως τάιζα ένα σούρουπο τις κότες,

Ένιωθα πάνω μου βαθύς ο θόλος ν’ ανασαίνει
και τ’ άστρα ως να με χτένιζαν με σιντεφένιο χτένι,

Και ξάφνου ανανοήθηκα το τι ’ταν η αναγάλλια
που μ’ έπαιρνε και μ’ έφερνε στα ουράνια αγάλια-αγάλια.

Κι είδα το πότε και το πού, τις φωτοσκιές του δάσου: ‒
στην πόρτα εστέκοσουν εσύ και μ’ έβλεπε η ματιά σου.

Τώρα τα μάτια σου έκλεισαν και γω κλείστηκα απ’ έξω
κι ούτε έχω πέτρα να σταθώ και δρόμο πια να τρέξω.


                                           ΧΙΙ
Γιε μου, αν πονάς την ορφανή που στέκει έξω απ’ τη θύρα,
άνοιξε τα ματάκια σου και μια στιγμούλα τήρα

Τούτη τη γριά την άμοιρη, τη γριά τη διακονιάρα
π’ ούδε άνθρωπος κι ούδε θεός της ρίχνει μια δεκάρα.

Και κάθεται και μύρεται στη ματωμένη ρούγα
με ξεγδαρμένη την καρδιά, σπασμένη τη φτερούγα.

Γιε μου, όλα κάνανε φτερά κι όλα μ’ αφήκαν πίσω,
δεν έχω μάτι για να ιδώ, στόμα για να μιλήσω,

Μόνο βαθιά κι απόμακρα κάτι σα βουή διαβαίνει
κι ακούω την ίδια μου φωνή και φαίνεταί μου ξένη,

Ξένη φωνή, πικρή φωνή ‒ τι λέει και ξαναλέει; ‒
και κλαίω για σε και κλαίω γι’ αυτή που την ακούω να κλαίει

Και χαίρουμαι ναν τη γροικώ για ν’ ανεβαίνει νάμα
πιο δυνατό απ’ τη ρίζα μου και πιο στριγγό το κλάμα.

Και πάλι η έρμη ντρέπουμαι, γιόκα μου, εσύ να λείπεις
κι ακόμα εγώ νἄχω φωνή ― ξόμπλι φτηνό της λύπης.


                                           ΧΙΙΙ
Γιε μου, το στόμα σου καρδιά, το φρύδι χελιδόνι,
το μάτι δρόσο και φωτιά, τανάλια το σαγόνι.

Σαν το λιοντάρι δυνατός, κι ήμερος σαν πιτσούνι
Κι η ανάσα σου ως τ’ αποσπερνό του κοπαδιού κουδούνι.

Μα ως κάτι να σε φώναζε μες στη χρυσήν εσπέρα,
πάντα σου αγνάντευες ψηλά και πάντα παραπέρα,

Σαν κάποιος φίλος μπιστικός να σφύραε, να σ’ εκάλει
για μια κρυφήν αντάμωση σ’ ανέγνωρο ακρογιάλι.

Κι έστηνα η έρημη τ’ αυτί να ιδώ, να καταλάβω
τι σ’ ήθελαν και τι ’θελες, σε ποιόνα έστριβες κάβο.

Κι έψαχνα με τα μάτια μου να ιδώ πού πάει η ματιά σου
κι ως νἄνιωθες που αμίλητη σοὔκραζα «γιε μου, στάσου»

Γύρναγες, μ’ αχνογέλαγες κι έλεγες «δω είμαι μάνα»
κι ακούγονταν απόμακρα του εσπερινού η καμπάνα.

Κι έπινα με το σάλιο μου μιας τρυφεράδας γέψη
που εγώ δε μάντευα και συ τἄχες όλα μαντέψει.


                                           XIV
Αχ, γιε μου, γιε μου, γιόκα μου, δε δύναμαι άλλο η έρμη,
χτυπούν, χτυπούν τα δόντια μου σα να με πιάνει θέρμη

Και θέλω να κουκουλωθώ πιο πάνου απ’ το κεφάλι
κι ούτε ήλιο πια να ματαïδώ, και να, πετιέμαι πάλι

Να πω, να πω τις χάρες σου, ναν τις ξαναναστήσω
σα νἄταν, γιε μου, μπορετό να σε γυρίσω πίσω.

Γιατί όσο εδώ ήσουν, γιόκα μου, θάμπος βαθύ μ’ εκράτει
κι η σιγαλιά με κλείδωνε σε μαγικό παλάτι.

Και μόνο τα δυο μάτια μου σε παίρναν το κατόπι
σα δυο πιστά, πικρά σκυλιά που τἄσκιαξαν οι ανθρώποι.

Και σύναζα όλα σου βουβά, σαν τα πουλιά μια κλώσσα,
και τώρα που μου μίσεψες μου λύθηκεν η γλώσσα

Και λέω και λέω, αγόρι μου, δίχως να ξαποστάσω,
σα να κρατώ ένα θησαυρό και τρέμω μην τον χάσω,

Και ν’ αποθέσω θέλω τον στα γόνατα της πλάσης
πιο πλούσια να γενεί η ζωή και συ να μην περάσεις.
                  













   
 Εξώφυλλο από εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ (1979)



[Ο Μετασχηματισμός]   XV
Στο παραθύρι στέκοσουν κι οι δυνατές σου οι πλάτες
φράζαν ακέρια τη μπασιά, τη θάλασσα, τις τράτες

Κι ο ίσκιος σου σαν αρχάγγελος πλημμύριζε το σπίτι
και κει στ’ αυτί σου σπίθιζε η γαζία του αποσπερίτη.

Κι ήταν το παραθύρι μας η θύρα όλου του κόσμου
κι έβγαζε στον παράδεισο που τ’ άστρα ανθίζαν, φως μου.

Κι ως στέκοσουν και κοίταζες το λιόγερμα ν’ ανάβει,
σαν τιμονιέρης φάνταζες κι η κάμαρα καράβι.

Και μες στο χλιο και γαλανό το απόβραδο ‒ έγια - λέσα ‒
με αρμένιζες στη σιγαλιά του γαλαξία μέσα.

Και το καράβι βούλιαξε κι έσπασε το τιμόνι
και στου πελάγου το βυθό πλανιέμαι τώρα μόνη

Κι ακόμα μήτε να πνιγώ, μήτε ν’ ανέβω πάνω.
κάνω από κάπου να πιαστώ και φύκι μόνο πιάνω.
  
Το φύκι σπάει κι ο ωκεανός με σέρνει στα νερά του
κι ουδέ γνωρίζω τώρα ποιο το πάνου, ποιο το κάτου.


                                           XVI
Τι έκανες, γιε μου, εσύ κακό; Για τους δικούς σου κόπους
την πλερωμή σου ζήτησες απ’ άδικους ανθρώπους.

Λίγο ψωμάκι ζήτησες και σοὔδωκαν μαχαίρι,
τον ίδρωτά σου ζήτησες και σοὔκοψαν το χέρι.
   
Δεν ήσουν ζήτουλας εσύ να πας παρακαλιώντας,
με τη γερή σου την καρδιά πήγες ορθοπατώντας

Και χύμηξαν απάνου σου τα σμουλωχτά κοράκια
και σοὔπιαν το αίμα, γιόκα μου, σου κλείσαν τα χειλάκια.

Τώρα οι παλάμες σου οι αχνές, μονάκριβέ μου κρίνε,
σα δυο πουλάκια ανήμπορα και λυπημένα μου είναι,

Που τα φτερά τους δίπλωσαν και πια δε φτερουγάνε
και τα κρατάω στα χέρια μου και δε μου κελαϊδάνε.

Ω, γιε μου, αυτοί που σ’ έσφαξαν σφαγμένα να τα βρούνε
τα τέκνα τους και τους γονιούς και στο αίμα να πνιγούνε.

Και στο αίμα τους τη φούστα μου κόκκινη ναν τη βάψω,
και να χορέψω. Αχ, γιόκα μου, δεν πάει μου να σε κλάψω.


                                           XVII
Βασίλεψες αστέρι μου, βασίλεψε όλη η πλάση,
κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο, το φέγγος του έχει μάσει.

Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει
κι εμέ το μάτι ουδέ γυρνά κι ουδέ σε παρατάει.

Και, δες, μ’ ανασηκώνουνε. χιλιάδες γιους ξανοίγω,
μα, γιόκα μου, απ’ το πλάγι σου δε δύνουμαι να φύγω.

Όμοια ως εσένα μου μιλάν και με παρηγοράνε
και την τραγιάσκα σου έχουνε, τα ρούχα σου φοράνε.

Την άχνα απ’ την ανάσα σου νιώθω στο μάγουλό μου,
αχ, κι ένα φως, μεγάλο φως, στο βάθος πλέει του δρόμου.

Τα μάτια μου σκουπίζει τα μια φωτεινή παλάμη,
αχ, κι η λαλιά σου, γιόκα μου, στο σπλάχνο μου έχει δράμει.

Και να που ανασηκώθηκα, το πόδι στέκει ακόμα.
φως ιλαρό, λεβέντη μου, μ’ ανέβασε απ’ το χώμα. 

Τώρα οι σημαίες σε ντύσανε. Παιδί μου, εσύ, κοιμήσου,
και γω τραβάω στ’ αδέλφια σου και παίρνω τη φωνή σου.


[Η Ανάσταση]                 XVIII
Τα ποὔλεγες κι ούτ’ ήθελα πιστέψω και γροικήσω
κι απόπαιρνά σε, μάτια μου, χωρίς να σε γνωρίσω,

Τα που δε μοὔπαν οι καιροί κι όλου του κόσμου οι γλώσσες,
μου τα ΄πε μόνο η μια στιγμή, ξεχωριστή στις τόσες.

Πού ’σαι, καλέ μου, να χαρείς και να σταθείς κοντά μου;
Άκου, τα λόγια σου λαλώ και πλάτυνε η καρδιά μου

Κι όλο τον κόσμο, σαν κι εσέ, δύνεται να σφαλίσει
και γέρεψε και δύνεται να πλάσει, να γκρεμίσει.

Δεν είναι ξόδι τούτο δω, πιότερο γάμος μοιάζει,
δάκρυ και γέλιο, αγάπη, οργή, το κάθε μάτι στάζει.

Γιόκα μου, το φρυδάκι σου τι σούφρωσες, για πε μου,
μήπως κακοκαρδίστηκες που φεύγω σου, καλέ μου;

Πουλί μου, χίλιες δυο ζωές με σένανε με δένουν,
κι όσοι αγαπιούνται, και νεκροί, ποτέ τους δεν πεθαίνουν.

Κι αν δε λυγάω σε προσευχή, τα χέρια κι αν δεν πλέκω,
γιε μου, το ξέρεις, πιο από πριν τώρα κοντά σου στέκω.


                                          XIX
Νἄχα τ’ αθάνατο νερό, ψυχή καινούργια νἄχα,
να σοὔδινα, να ξύπναγες για μια στιγμή μονάχα,

Να δεις, να πεις, να το χαρείς ακέριο τ’ όνειρό σου
να στέκεται ολοζώντανο κοντά σου, στο πλευρό σου.

Βροντάνε στράτες κι αγορές, μπαλκόνια και σοκάκια
και σου μαδάνε οι κορασιές λουλούδια στα μαλλάκια.

Για το αίμα ποὔβαψε τη γης αντρειεύτηκαν τα πλήθια,
― δάσα οι γροθιές, πέλαα οι κραυγές, βουνά οι καρδιές, τα στήθια.

Έσμιξε η μπλούζα το χακί, φαντάρος τον εργάτη
κι αστράφτουν όλοι μια καρδιά ― βουλή, σφυγμός και μάτι.

Ω, τι όμορφα σαν σμίγουνε, σαν αγαπιούνται οι ανθρώποι,
φεγγοβολάνε οι ουρανοί, μοσχοβολάνε οι τόποι.

Κι όπως περνάν, λεβέντηδες, γεροί κι αδερφωμένοι,
λέω και θα καταχτήσουνε τη γης, την οικουμένη.

Κι οι λύκοι αποτραβήχτηκαν και κρύφτηκαν στην τρούπα
‒ μαμούνια που τα σάρωσε βαρειά του εργάτη η σκούπα.

Ω, ποὔσαι, γιόκα μου, να δεις, πουλί, ν’ αναγαλλιάσεις,
Και, πριν κινήσεις μοναχό, τον κόσμο ν’ αγκαλιάσεις.


                                          XX
Γλυκέ μου, εσύ δεν χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.

Δες, πλάγι μας περνούν πολλοί, περνούν καβαλλαραίοι, ―
όλοι στητοί και δυνατοί και σαν κι εσένα ωραίοι.

Ανάμεσά τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο, ―
το θώρι σου στο θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.

Και γω η φτωχή και γω η λιγνή, μεγάλη μέσα σ’ όλους,
με τα μεγάλα νύχια μου κόβω τη γη σε σβώλους

Και τους πετάω κατάμουτρα στους λύκους και στ’ αγρίμια
που μοὔκαναν της όψης σου το κρούσταλλο συντρίμμια.

Κι ακολουθάς και συ νεκρός, κι ο κόμπος του λυγμού μας
δένεται κόμπος του σκοινιού για το λαιμό του οχτρού μας.

Κι ως τὄθελες (ως τὄλεγες τα βράδια με το λύχνο)
ασκώνω το σκεβρό κορμί και τη γροθιά μου δείχνω.

Κι αντίς τ’ άφταιγα στήθια μου να γδέρνω, δες, βαδίζω
και πίσω από τα δάκρυα μου τον ήλιον αντικρίζω.

Γιε μου, στ’ αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,
σου πήρα το ντουφέκι σου· κοιμήσου, εσύ, πουλί μου.

(Πηγή: Γιάννη Ρίτσου «Επιτάφιος», Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1987)



Θρήνος μάνας. Ξυλογραφία Βάσως Κατράκη.