Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΧΟΛΙΚΑ - ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΧΟΛΙΚΑ - ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2023

ΣΥΝΘΕΤΑ ΣΕ -ούχος

Για μαθητές και φιλομαθείς

ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΣΕ -ούχος (β΄ συνθετικό το ρ. έχω)

Ονόματα ουσιαστικά ή επίθετα, που δηλώνουν αυτόν που έχει κάτι που το θέμα του α΄ συνθετικού σημαίνει.

Παραδείγματα:

ο, η πτυχιούχος (πτυχίο+έχω)= πρόσωπο που έχει αποκτήσει πτυχίο. Πρόταση: «Είναι πτυχιούχος Νομικής»

αλκοολούχος, -ος, -ο (αλκοόλ + έχω) = ο περιέχων αλκοόλ. Πρόταση: «Αγόρασε διάφορα αλκοολούχα ποτά».     

ΣΥΝΘΕΤΑ ΜΕ ΤΟ Ρ. ΕΧΩ

- αδειούχος (άδεια)                                 - λιθανθρακούχος (λιθάνθρακας)

- αεριούχος (αέριο)                                 - μαγγανιούχος (μαγγάνιο)

- αζωτούχος (άζωτο)                               - μαγνησιούχος (μαγνήσιο)                   

- ακανθούχος (η άκανθα)                        - μεριδιούχος (το μερίδιο)

- αλατούχος (αλάτι)                                 - μεριδούχος (η μερίδα)

- αλευρούχος (τα άλευρα)                       - μερισματούχος (μέρισμα)

- αλκαλιούχος (αλκάλιο)                         - μεσεγγυούχος (μεσέγγυος)

- αλκοολούχος (αλκοόλ)                          - μεταλλούχος (μέταλλο)

- αμυλούχος (άμυλο)                                - μολυβδούχος (μόλυβδος)

- αμμωνιούχος (αμμωνία)                         - νικελιούχος (νικέλιο)

- ανθρακούχος (άνθρακας)                        - οικοπεδούχος (οικόπεδο)

- αντιμονιούχος (αντιμόνιο)                      - οινοπνευματούχος (οινόπνευμα)

- αξιωματούχος (αξίωμα)                          - ομολογιούχος (ομολογίες)

- αξονούχος (άξονας)                                 - οξυγονούχος (οξυγόνο)

- απολυτηριούχος (απολυτήριο)                - οπιούχος (όπιο)

- αργιλούχος (άργιλος)                              - οφικιούχος (οφίκιο)

- αργυρούχος (άργυρος)                            - οφιούχος (όφις)

- αριστούχος (άριστα)                                - παραγκούχος (παράγκα)

- αρσενικούχος (αρσενικό)                         - παραπηγματούχος (παράπηγμα)

- αρωματούχος (άρωμα)                             - περιπτερούχος (περίπτερο)

- ασβεστιούχος (ασβέστιο)                         - πετρελαιούχος (πετρέλαιο)

- ασβεστούχος (ασβέστης)                          - πηδαλιούχος (πηδάλιο)                                

- ασφαλτούχος (η άσφαλτος)                      - πιστούχος (πίστη)

- αυτοκινητούχος (αυτοκίνητο)                   - πιτυρούχος (πίτουρο)

- βαθμούχος (βαθμός)                                 - πολιούχος (πόλη)

- βαριούχος (βάριο)                                     - πολυκατοικιούχος (πολυκατοικία)

- βελονούχος (βελόνα)                                - πρατηριούχος (πρατήριο)

- βιταμινούχος (βιταμίνες)                           - προνομιούχος (προνόμια)

- βοηθηματούχος (βοήθημα)                        - προσοντούχος (προσόντα)

- βορικούχος (το βορικό)                              - πρωτεϊνούχος (πρωτεΐνη)

- βρομιούχος (το βρόμιο)                              - πτυχιούχος (πτυχίο)

- γαιανθρακούχος (γαιάνθρακας)                  - πυριτιούχος (πυρίτιο)

- γαιούχος (οι γαίες)                                      - ραδιούχος (ράδιο)

- γαλακτούχος (γάλα)                                    - ρετσινούχος (το ρετσίνι)

- γηπεδούχος (γήπεδο)                                   - ρητινούχος (η ρητίνη)

- γλυκερινούχος (γλυκερίνη)                          - σακχαρούχος (σάκχαρα)

- δαδούχος (δάδα)                                           - σιδηρούχος (σίδηρος)

- δανειούχος (δάνειο)                                      - σιναπούχος (σινάπι)

- διαμερισματούχος (διαμέρισμα)                   - σιτηρούχος (σιτηρά)

- δικαιούχος (δίκαιο)                                       - σκηνούχος (σκηνή)

- δικαιωματούχος (δικαίωμα)                          - σκηπτρούχος (σκήπτρο)

- διπλωματούχος (δίπλωμα)                            - σοκολατούχος (σοκολάτα)

- δολαριούχος (δολάριο)                                 - σπερματούχος (σπέρμα)

- δωρεούχος (η δωρεά)                                    - συμβασιούχος (σύμβαση)

- ενεχυρούχος (ενέχυρο)                                  - συνταξιούχος (σύνταξη)

- εξοδούχος (έξοδος)                                        - ταλαντούχος (τάλαντο)

- επιδοματούχος (επίδομα)                               - τερεβινθούχος (τερέβινθος)

- επωμιδούχος (επωμίδα)                                  - τιμαριούχος (τιμάριο)

- εριούχος (έριο)                                                - τιτανιούχος (τιτάνιο)

- ευνούχος (ευνή=κλίνη)                                   - τιτλούχος (τίτλος)

- εφαπαξιούχος (εφάπαξ)                                  - τροπαιούχος (τρόπαιο)

- ζαχαρούχος (ζάχαρη)                                      - τρυπανούχος (τρύπανο)

- θειούχος (θείο)                                                - τσιφλικούχος (τσιφλίκι)

- ιριδιούχος (ιρίδιο)                                           - υδατανθρακούχος (υδατάνθρακας)

- ιωδιούχος (ιώδιο)                                            - υδατούχος (ύδωρ)

- καλιούχος (κάλιο)                                           - υδραργυρούχος (υδράργυρος)

- καλωδιούχος (καλώδιο)                                  - υδρογονούχος (υδρογόνο)

- καμφορούχος (καμφορά)                                - υδροθειούχος (υδρόθειο)

- καπελούχος (καπέλο)                                      - φθοριούχος (φθόριο)

- κασσιτερούχος (κασσίτερος)                          - φωσφορούχος (φώσφορος)

- κεφαλαιούχος (κεφάλαιο)                               - φωταεριούχος (φωταέριο)

- κλαδούχος (κλάδος)                                        - χαλκούχος (χαλκός)

- κλειδούχος (κλειδιά)                                       - χαρισματούχος (χαρίσματα)

- κληρούχος (κλήρος)                                        - χλωριούχος (χλώριο)

- κορτιζονούχος (κορτιζόνη)                              - χλωροφορμιούχος (χλωροφόρμιο)

- κραταιούχος (κράτος/κραταιός)                      - χρυσούχος (χρυσός)

- κυανιούχος (κυάνιο)                                        - χρωμιούχος (χρώμιο)

- λεμβούχος (η λέμβος)                                      - χωματούχος (χώμα)

- λεωφορειούχος (λεωφορείο)                            - ψευδαργυρούχος (ψευδάργυρος)

- λευκωματούχος (λεύκωμα)

 

ΠΟΛΥΛΕΚΤΙΚΑ ΣΥΝΘΕΤΑ

- αρσενικοθειούχος (αρσενικό + θειούχος)                - οξυχλωριούχος (οξύ + χλωριούχος)

- αρχιευνούχος (αρχή + ευνούχος)                             - πολυεκατομμυριούχος (πολύ + εκατομμυριούχος)

- αρχικλειδούχος (αρχή + κλειδούχος)                       - πρωτευνούχος (πρώτος + ευνούχος)

- δισεκατομμυριούχος (δις + εκατομμυριούχος)        - τετραχλωριούχος (τετράς + χλωριούχος)

- διχλωριούχος (δις + χλωριούχος)                             - υπερχλωριούχος (υπέρ + χλωριούχος)

- μεγαλοκεφαλαιούχος (μεγάλος + κεφαλαιούχος)    - υποχλωριούχος (υπό + χλωριούχος)

- μεγαλοσυνταξιούχος (μεγάλη + συνταξιούχος)       - χαμηλοσυνταξιούχος (χαμηλή + συνταξιούχος) 

- μικροσυνταξιούχος (μικρή + συνταξιούχος)

 

ΑΣΚΗΣΕΙΣ

1. Παρατηρήστε πόσες λέξεις από τον παραπάνω πίνακα σας είναι γνωστές και δείτε το α΄ συνθετικό και τη σημασία τους. Κάποιες τις έχετε συναντήσει σε ιατρικές εξετάσεις, νομικά κείμενα, βιβλία Χημείας, Διαιτολογίας και άλλα.    

2. Συμπληρώσετε τον πίνακα με άλλα σύνθετα σε -ούχος.

3. Γράψετε σύντομες προτάσεις ή ένα κείμενο, χρησιμοποιώντας όσες περισσότερες λέξεις μπορείτε από τον παραπάνω πίνακα.

4. Ηλεκτρονικά λεξικά Νέας Ελληνικής Γλώσσας θα βρείτε στην ιστοσελίδα «ΠΥΛΗ για την Ελληνική Γλώσσα»: https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/index.html.

5. Αναζητήσετε στο λεξικό τη σημασία της λέξης "ιζηματούχος" ή φτιάξτε μόνοι σας τον ορισμό της.

6. Γίνετε γλωσσοπλάστες. Γνωρίζοντας ότι τα ουσιαστικά σε -ούχος δηλώνουν το πρόσωπο που έχει κάτι, φτιάξτε δικές σας λέξεις,  έστω και αδόκιμες ή αστείες, π.χ. βιβλιάριο+έχωβιβλιαριούχος, δίκυκλο+έχωδικυκλούχος, ποδήλατο+έχωποδηλατούχος.

Μυρσίνη Μ. Βουνάτσου

Κυριακή 21 Απριλίου 2013

ΓΛΩΣΣΑ - ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ

◉◉-◉◉-◉◉ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ - ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ◉◉-◉◉-◉◉
             
Πρόταση: ονομάζεται το συντομότερο τμήμα του λόγου που εκφράζει μια σκέψη, μια επιθυμία ή ένα συναίσθημα. Αποτελείται από δύο μέρη: α) το Ονοματικό Μέρος (Ο.Μ.) και β) το Ρηματικό Μέρος (Ρ.Μ.).
Κύριοι όροι μιας πρότασης: α) το υποκείμενο (Υ ή ΟΣ1) και β) το κατηγόρημα (=απλή μορφή του Ρ.Μ.).
α) Υποκείμενο του ρήματος (ΟΣ1): λέγεται το ονοματικό σύνολο (ΟΣ1) που φανερώνει ποιος - ποια – ποιο ενεργεί ή δέχεται μια ενέργεια ή βρίσκεται σε μια κατάσταση. Το υποκείμενο βρίσκεται στο Ονοματικό Μέρος της πρότασης.
                  
Το υποκείμενο μπορεί να είναι:
  1. Ουσιαστικό
  2. Αντωνυμία
  3. Ουσιαστικοποιημένο επίθετο
  4. Κάθε άλλο μέρος του λόγου ή πρόταση ολόκληρη, όταν χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό (με άρθρο).
 
Το υποκείμενο των προσωπικών ρημάτων τίθεται πάντα σε πτώση ονομαστική και συμφωνεί με το ρήμα στο πρόσωπο και τον αριθμό (προσωπική σύνταξη).
                                         
Το υποκείμενο των απρόσωπων ρημάτων είναι απαρέμφατο (απρόσωπη σύνταξη).
                    
β) Κατηγόρημα: είναι ό,τι λέγεται στην πρόταση για το υποκείμενο. Κατηγόρημα είναι απλή μορφή του Ρ.Μ.
Το Κατηγόρημα μπορεί να έχει τις παρακάτω μορφές (4):
   1. Ρ: Ρήμα αμετάβατο: όταν η ενέργεια του υποκειμένου του ρήματος δεν μεταβαίνει σε κάποιο άλλο πρόσωπο ή ζώο ή πράγμα (δηλ. το αμετάβατο ρήμα δεν έχει αντικείμενο).
   2. Ρ+Α: Ρήμα μεταβατικό μονόπτωτο: όταν η ενέργεια του υποκειμένου μεταβαίνει σε ένα άλλο πρόσωπο ή ζώο ή πράγμα, που το ονομάζουμε αντικείμενο (Α ή ΟΣ2).
   3. Ρ+Α1+Α2: Ρήμα μεταβατικό δίπτωτο: όταν η ενέργεια του υποκειμένου του ρήματος μεταβαίνει σε δύο αντικείμενα, από τα οποία το ένα λέγεται άμεσο (Α1) και το άλλο έμμεσο (Α2).
   4. σ.Ρ+Κ: Ρήμα συνδετικό: το ρήμα αυτό ( σ.Ρ ) συνδέει το υποκείμενο με το κατηγορούμενο (Κ), το οποίο αποδίδει μια ιδιότητα-γνώρισμα στο υποκείμενο του συνδετικού ρήματος.
                                  
Ενεργητικά ρήματα λέγονται τα ρήματα που φανερώνουν ότι το υποκείμενό τους ενεργεί. Είναι δύο ειδών:
   α) αμετάβατα ενεργητικά ρήματα, που δείχνουν ότι το υποκείμενο ενεργεί, αλλά η ενέργειά του δεν μεταβαίνει σε άλλο πρόσωπο ή πράγμα.
   β) μεταβατικά ενεργητικά ρήματα, τα οποία δείχνουν ότι το υποκείμενο ενεργεί και η ενέργειά του μεταβαίνει σε άλλο πρόσωπο ή πράγμα, που το ονομάζουμε αντικείμενο.
                 
Αντικείμενο ονομάζουμε το πρόσωπο ή πράγμα, στο οποίο μεταβαίνει η ενέργεια του υποκειμένου του μεταβατικού ρήματος. Το αντικείμενο των μεταβατικών ρημάτων τίθεται  π ά ν τ α  σε πλάγιες πτώσεις: Γενική, Δοτική, Αιτιατική.
 
Κατηγορούμενο είναι το όνομα που δίνει μια ιδιότητα στο υποκείμενο ενός συνδετικού ρήματος.
Το κατηγορούμενο μπαίνει π ά ν τ α στην ίδια πτώση με το υποκείμενο που προσδιορίζει.
Το κατηγορούμενο, αν είναι ε π ί θ ε τ ο, συμφωνεί με το υποκείμενο κατά γένος, αριθμό και πτώση. Αν όμως είναι ο υ σ ι α σ τ ι κ ό, τότε συμφωνεί με το υποκείμενο υποχρεωτικά κατά την πτώση και σπανιότερα κατά το γένος ή κατά τον αριθμό.
         
Συνδετικά ρήματα είναι τα εξής: εμ, γίγνομαι, λέγομαι, καλομαι, φαίνομαι, κλέγομαι, τυγχάνω, διατελ, διορίζομαι, ποβαίνω, αρομαι, νομάζομαι, θεωρομαι, φύομαι κ.ά.
Διάβασε: Αρχαία Ελληνική Γλώσσα, σελ. 76-78, 155-156 και Νεοελληνική Γλώσσα, σελ. 92-95, 116-119, 166-169 κ. ά.