Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΕΛΙΔΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΓΙΑ ΜΑΘΗΤΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΕΛΙΔΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΓΙΑ ΜΑΘΗΤΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2016

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΓΙΑ ΜΑΘΗΤΕΣ~ΣΧΟΛΙΚΗ ΒΙΑ (school bullying)

Καζαντζάκης Νίκος
(Ηράκλειο Κρήτης, 18 Φεβρουαρίου 1883 – Φράιμπουργκ Γερμανίας, 26 Οκτωβρίου 1957)

133 χρόνια από τη γέννηση του Νίκου Καζαντζάκη… η σχολική βία από τον αυταρχικό δάσκαλο προς τους μαθητές κι από τους μαθητές προς το συμμαθητή τους… η σχολική διαρροή… φαινόμενα που, δυστυχώς, δεν έχουν εξαλειφθεί ακόμα. Λεκτικός εκφοβισμός, σωματική κακοποίηση, ψυχολογικά τραύματα. Όμως η βία αφήνει ανεξίτηλα σημάδια στην ψυχή…  

«Αναφορά στον Γκρέκο»
Κεφ. Ε΄. «Δημοτικό Σχολειό»

     Στην Τετάρτη Τάξη βασίλευε και κυβερνούσε ο Διευθυντής του Δημοτικού. Κοντοπίθαρος, μ’ ένα γενάκι σφηνωτό, με γκρίζα πάντα θυμωμένα μάτια, στραβοπόδης. «Δε θωράς, μωρέ, τα πόδια του», λέγαμε ο ένας στον άλλο σιγά, να μη μας ακούσει, «δε θωράς, μωρέ, πώς τυλιγαδίζουν τα πόδια του; και πώς βήχει; Δεν είναι Κρητικός». Μας είχε έρθει σπουδασμένος από την Αθήνα κι είχε φέρει, λέει, μαζί του τη Νέα Παιδαγωγική. Θαρρούσαμε πως θα ’ταν καμιά νέα γυναίκα και την έλεγαν Παιδαγωγική μα όταν τον αντικρίσαμε για πρώτη φορά ήταν ολομόναχος η Παιδαγωγική έλειπε, θα ’ταν σπίτι. Κρατούσε ένα μικρό στριφτό βούρδουλα, μας έβαλε στη γραμμή κι άρχισε να βγάζει λόγο. Έπρεπε, λέει, ό,τι μαθαίναμε να το βλέπαμε και να το αγγίζαμε ή να το ζωγραφίζαμε σ’ ένα χαρτί γεμάτο κουκκίδες. Και τα μάτια μας τέσσερα αταξίες δε θέλει, μήτε γέλια, μήτε φωνές στο διάλειμμα και σταυρό τα χέρια. Και στο δρόμο, όταν δούμε παπά, να του φιλούμε το χέρι. «Τα μάτια σας τέσσερα, κακομοίρηδες, γιατί αλλιώς, κοιτάχτε εδώ!» είπε και μας έδειξε το βούρδουλα. «Δε λέω λόγια, θα δείτε έργα!» Κι αλήθεια είδαμε όταν κάναμε καμιάν αταξία ή όταν δεν ήταν στα κέφια του, μας ξεκούμπωνε, μας κατέβαζε τα πανταλονάκια και μας έδερνε κατάσαρκα με το βούρδουλα κι όταν βαριόταν να ξεκουμπώσει, μας έδινε βουρδουλιές στ’ αυτιά, ωσότου έβγαινε αίμα.
     Μια μέρα έδεσα κόμπο την καρδιά μου, σήκωσα το δάχτυλο:
     ― Πού είναι, κυρ δάσκαλε, ρώτησα, η Νέα Παιδαγωγική; Γιατί δεν έρχεται στο σκολειό;
     Τινάχτηκε από την έδρα, ξεκρέμασε από τον τοίχο το βούρδουλα.
     ― Έλα εδώ, αυθάδη, φώναξε, ξεκούμπωσε το πανταλόνι σου.
     Βαριόταν να το ξεκουμπώσει μόνος του.
     ― Να, να, να, άρχισε να βαράει και να μουγκρίζει.
     Είχε ιδρώσει, σταμάτησε.
     ― Να η Νέα Παιδαγωγική, είπε, κι άλλη φορά σκασμός! […]  

***    

     Τη Μεγάλη Παρασκευή μας πήγε στην εκκλησιά να προσκυνήσουμε το Σταυρωμένο. Μας γύρισε έπειτα στο σκολειό να μας ξηγήσει τι είδαμε, ποιον προσκυνήσαμε και τι θα πει Σταύρωση. Αραδιαστήκαμε στα θρανία, κουρασμένοι, βαριεστισμένοι, γιατί δε φάγαμε σήμερα παρά ξινό λεμόνι και δεν ήπιαμε παρά ξίδι, για να δοκιμάσουμε κι εμείς τον πόνο του Χριστού. Άρχισε λοιπόν ο άντρας της Νέας Παιδαγωγικής, με βαριά επίσημη φωνή, να μας ξηγάει πώς ο Θεός κατέβηκε στη γης και γίνηκε Χριστός, κι έπαθε και σταυρώθηκε, για να μας σώσει από την αμαρτία. Ποια αμαρτία; καλά-καλά δεν καταλάβαμε μα καταλάβαμε καλά πως είχε δώδεκα μαθητές κι ένας τον πρόδωκε, ο Ιούδας.
     ― Κι ήταν ο Ιούδας, σαν ποιον; σαν ποιον;
     Σηκώθηκε από την έδρα ο δάσκαλος κι άρχισε να προχωράει αργά, απειλητικά, από θρανίο σε θρανίο και μας κοιτούσε, έναν ένα.
     ― Ήταν ο Ιούδας σαν τον… σαν τον…
     Είχε απλώσει το δείχτη του χεριού του και τον μετακινούσε από τον ένα μας στον άλλο, ζητώντας να βρει με ποιον από μας έμοιαζε ο Ιούδας. Κι εμείς ζαρώναμε και τρέμαμε μην μπας και σταθεί το δάχτυλο το φοβερό απάνω μας. Κι άξαφνα ο δάσκαλος έσυρε φωνή και το δάχτυλό του στάθηκε σ’ ένα χλωμό φτωχοντυμένο παιδάκι με όμορφα ρουσόξανθα μαλλιά. Ήταν το Νικολιό, που ’χε φωνάξει πέρυσι στην Τρίτη Τάξη: «Σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί».
     ― Να, σαν το Νικολιό! φώναξε ο δάσκαλος. Απαράλλαχτος. Έτσι χλωμός, έτσι ντυμένος κι αυτός, κι είχε κόκκινα μαλλιά, κόκκινα κόκκινα, σαν τις φλόγες της Κόλασης!
     Να το ακούσει το κακόμοιρο το Νικολιό, ξέσπασε σε θρήνο κι εμείς όλοι, που είχαμε γλιτώσει από τον κίντυνο, τον αγριοματιάζαμε με μίσος και συμφωνήσαμε κρυφά από θρανίο σε θρανίο, άμα βγούμε έξω να τον σπάσουμε στο ξύλο, που πρόδωκε το Χριστό.
     Ευχαριστημένος ο δάσκαλος που έτσι μας έδειξε χεροπιαστά, καθώς το ορίζει η Νέα Παιδαγωγική, πώς ήταν ο Ιούδας, μας σκόλασε κι εμείς βάλαμε στη μέση το Νικολιό, κι ως βγήκαμε στο δρόμο αρχίσαμε να τον φτύνουμε και να τον δέρνουμε, πήρε αυτός δρόμο κλαίγοντας, μα εμείς τον κυνηγούσαμε με τις πέτρες, τον προγκούσαμε «Ιούδα! Ιούδα!», ωσότου έφτασε σπίτι του και τρύπωξε μέσα.
     Το Νικολιό δεν ξαναφάνηκε στην τάξη, δεν ξαναπάτησε στο σκολειό. Ύστερα από τριάντα χρόνια που είχα γυρίσει από τη Φραγκιά στο πατρικό σπίτι κι ήταν Μεγάλο Σάββατο, χτύπησε η πόρτα και φάνηκε στο κατώφλι ένας χλωμός, αδύνατος άντρας, με κόκκινα μαλλιά, με κόκκινα γένια έφερνε σ’ ένα χρωματιστό μαντίλι τα καινούργια παπούτσια που ’χε παραγγείλει για όλους μας ο πατέρας για τη Λαμπρή. Στάθηκε δειλιασμένος στο κατώφλι, με κοίταξε, κούνησε το κεφάλι.
     ― Δε με γνωρίζεις; έκαμε δε με θυμάσαι;
     Κι ως να μου το πει, τον γνώρισα.
     ― Το Νικολιό! Φώναξα και τον άρπαξα στην αγκαλιά μου.
     ― Ο Ιούδας… έκαμε αυτός και χαμογέλασε με πικρία.   

(Νίκου Καζαντζάκη μυθιστόρημα «Αναφορά στον Γκρέκο», εκδόσεις Ελένης Ν. Καζαντζάκη, Αθήνα 1982, κεφ. Ε΄, σελ. 58-61) 

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΓΙΑ ΜΑΘΗΤΕΣ ~ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ

Καζαντζάκης Νίκος
(Ηράκλειο Κρήτης, 18 Φεβρουαρίου 1883 – Φράιμπουργκ Γερμανίας, 26 Οκτωβρίου 1957)
  
«Αναφορά στον Γκρέκο»
Κεφ. ΣΤ΄. «Ο θάνατος του παππού»

 

     Θα ’μουν ακόμα στο Δημοτικό, όταν ένας βοσκός ήρθε τρεχαπετάμενος από το χωριό και με πήρε να με πάει στον παππού μου, που ψυχομαχούσε, λέει, και με ζήτησε να μου δώσει την ευκή. Θυμούμαι, κάψα, Αύγουστος μήνας, εγώ πήγαινα καβάλα σ’ ένα γαϊδουράκι, πίσω ο βοσκός κρατούσε μια διχαλόβεργα και στην άκρα είχε ένα καρφί και κάθε τόσο νιμάτιζε κι αιμάτωνε το ζο, κι αυτό πονούσε, κλοτσούσε κι έτρεχε. Κι εγώ γύριζα στον αγωγιάτη και τον παρακαλούσα:

     ― Δεν το λυπάσαι; Λυπήσου το, πονάει!

     ― Οι ανθρώποι μόνο πονούνε, μου αποκρίνονταν∙ οι γαϊδάροι είναι γαϊδάροι.

     Μα γρήγορα ξέχασα τον πόνο του ζου, γιατί περνούσαμε τώρα από αμπέλια κι ελιές, και τα τζιτζίκια με ξεκούφαιναν. Γυναίκες τρυγούσαν ακόμα κι άπλωναν τα σταφύλια στους οψιγιάδες να γίνουν σταφίδα∙ μοσκοβολούσε ο κόσμος […]

 

     Είχα ζαλιστεί πια από την κούραση, από τον ήλιο κι από τα τζιτζίκια, κι όταν έφτασα στο σπίτι του παππού μου και τον είδα να κείτεται στη μέση της αυλής και να τον τριγυρίζουν τα παιδιά του και τ’ αγγόνια, χάρηκα∙ γιατί είχε βραδιάσει πια, είχε δροσίσει ο κόσμος, κι ο παππούς μου είχε σφαληχτά τα μάτια και δε με πήρε χαμπάρι∙ κι έτσι γλίτωσα από τη χοντρή του χερούκλα που όπου άγγιζε το δέρμα μου κοκκίνιζε.

     ― Νυστάζω, είπα σε μια γυναίκα που με πήρε στην αγκαλιά της και με κατέβασε από το γαϊδούρι.

     ― Κάμε υπομονή, μου αποκρίθηκε αυτή, όπου να ’ναι ο παππούς σου θα ξεψυχήσει∙ να ’σαι κοντά του, να σου δώσει πρώτα την ευκή.

     Δώρο θαματουργό, ένα παιχνίδι ακριβό μου φάνταζε πως ήταν η ευκή αυτή που κίνησα από τόσο μακριά για να την πάρω∙ θα ’ταν η τρίχα του δράκου, που λεν τα παραμύθια, την κρατάς φυλαχτό, και στη μεγάλη ανάγκη την καις κι έρχεται ο δράκος και σε γλιτώνει. Περίμενα λοιπόν ν’ ανοίξει τα μάτια του ο παππούς και να μου δώσει την τρίχα.

     Τη στιγμή εκείνη έσυρε φωνή ο παππούς και κουλουριάστηκε απάνω στην προβιά που του ’χαν στρώσει.

     ― Είδε τον άγγελό του, είπε μια γριά∙ όπου να ’ναι θα παραδώσει την ψυχή του.

     Έκαμε το σταυρό της, πήρε ένα κομμάτι κερί κι άρχισε να το ζεσταίνει με την ανάσα της και να το πλάθει στα δάχτυλά της να το κάμει σταυρό, να σφραγίσει τα χείλια του πεθαμένου.

      Ένας από τους γιους του, με αγκαθωτά κορακάτα γένια, σηκώθηκε, μπήκε μέσα κι έφερε ένα ρόδι και του το ’βαλε στη φούχτα, να το πάρει στον Άδη.

     Ζυγώσαμε όλοι και τον κοιτάζαμε∙ μια γυναίκα έκαμε να σύρει μοιρολόι, μα ο γιος με τα’ αγκαθωτά γένια της έφραξε το στόμα:

     ― Σώπα!

     Άνοιξε τα μάτια ο παππούς, έγνεψε∙ όλοι ζύγωσαν ακόμα πιο κοντά∙ στον πρώτο γύρο οι γιοι του, πίσω τ’ αγγόνια τ’ αρσενικά, πιο πίσω οι θυγατέρες κι οι νυφάδες. Άπλωσε ο γέρος τα χέρια του∙ μια γριά του ’βαλε ένα μαξιλάρι πίσω από το σβέρκο. Ακούστηκε η φωνή του γέρου:

     Έχετε γεια, μωρέ παιδιά, είπε∙ έφαγα τα ψωμιά μου, πάω. Γέμισα την αυλή παιδιά κι αγγόνια, γέμισα τα πιθάρια μου λάδι και μέλι, γέμισα τα βαρέλια μου κρασί, παράπονο δεν έχω. Έχετε γεια!

     Κούνησε τα χέρια, αποχαιρετούσε. Γύρισε αργά, κοίταξε όλους, έναν ένα∙ εγώ είχα ξεχάσει την ευκή, ήμουν κρυμμένος πίσω από δυο τρία ξαδέρφια μου και δε με είδε. Κανένας δε μιλούσε∙ άνοιξε πάλι ο γέρος το στόμα:

     ― Στυλώστε τ’ αυτιά, μωρέ παιδιά, ακούστε τις στερνές παραγγελιές μου: Έχετε το νου σας στα ζωντανά, στα βόδια, στα πρόβατα, στα γαϊδούρια∙ μη θαρρείτε, έχουν ψυχή κι αυτά, ανθρώποι είναι κι αυτά, μόνο που φορούν προβιές και δεν μπορούν να μιλήσουν∙ ανθρώποι παλαιικοί ’ναι, δίνετέ τους να τρώνε. Έχετε το νου σας και στα λιόδεντρα και στ’ αμπέλια, να τα κοπρίζετε, να τα ποτίζετε, να τα κλαδεύετε, αν θέτε να σας κάνουν καρπό∙ παλαιικοί ανθρώποι είναι κι αυτά, μα πολλά παλαιικοί, και δε θυμούνται∙ μα ο άνθρωπος θυμάται, και γι’ αυτό, μαθές, είναι άνθρωπος. Ακούτε; Για μπας και μιλώ σε κουφούς;     

     ― Ακούμε, γέρο, ακούμε… απηλογήθηκαν μερικές φωνές […]

 

     Είχα γλιστρήσει στην πρώτη γραμμή, ο θάνατος πάντα, είπαμε, ήταν ένα παράξενο μυστήριο και με τραβούσε, ζύγωσα να δω από κοντά τον κύρη της μάνας μου να πεθαίνει.

     Με πήρε το μάτι του.

     ― Ε, καλώς το, έκαμε, καλώς το Καστρινάκι, σκύψε να σου δώσω την ευκή μου.

     Η γριά που κρατούσε κι έπλαθε το κερί μου φούχτωσε το κεφάλι και το χαμήλωσε∙ ένιωσα τη βαριά χερούκλα απάνω σε όλο μου το πανωκαύκαλο:

     Έχε την ευκή μου, αγγόνι Καστρινό, είπε, και να γενείς μια μέρα άνθρωπος.

     Κούνησε τα χείλια του να πει κι άλλα, μα ’χε πια εξαντληθεί, σφάλιξε τα μάτια.

     ― Κατά πού, μωρέ, βασιλεύει ο ήλιος; ρώτησε με ξέψυχη φωνή∙ γυρίστε με κατά κει!

     Δυο γιοι τον έπιασαν, τον γύρισαν κατά τη δύση.

     ― Έχετε γεια! μουρμούρισε∙ φεύγω!

     Έβγαλε βαθύ στεναγμό, τέντωσε τα πόδια, και κύλησε το κεφάλι του από το μαξιλάρι και χτύπησε στις πέτρες της αυλής.

     ― Πέθανε; ρώτησα ένα αξαδερφάκι μου.

     ― Ούου, πάει αυτός! μου αποκρίθηκε∙ πάμε να φάμε!

 

* Ο παππούς, πατέρας της μητέρας του Μαρίας Χριστοδουλάκη από το χωριό Ασυρώτοι, το σημερινό Κρυονέρι του Δήμου Κουλούκωνα νομού Ρεθύμνου.

 

(Νίκου Καζαντζάκη μυθιστόρημα «Αναφορά στον Γκρέκο», εκδόσεις Ελένης Ν. Καζαντζάκη, Αθήνα 1982, κεφ. ΣΤ΄, σελ. 64-67)

 

Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2016

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΓΙΑ ΜΑΘΗΤΕΣ ~ ΟΙ ΔΩΔΕΚΑ ΘΕΟΙ

Αποκριές
Κόντογλου Φώτης
(Αϊβαλί 1895 – 1965 Αθήνα)

Οι Αποκριές κι οι Δώδεκα Θεοί

     Τώρα με τις Αποκριές, ας πούμε κι εμείς κάποιο αποκριάτικο, να χαράξει τα’ αχείλι μας, ύστερ’ από τα τόσα σοβαρά και λυπηρά πράγματα που μας τριγυρίζουνε. Θα σας πω ό,τι θυμάμαι από τις Αποκριές της πατρίδας μου.
     Τ’ Αϊβαλί ήτανε μια πολιτεία κάμποσο μεγάλη, γιατί είχε σαράντα χιλιάδες, όλο Έλληνες. Τούρκους ντόπιους δεν είχαμε, μονάχα όσοι ήτανε υπάλληλοι στο Διοικητήριο, στην Αστυνομία και στο Κουμέρκι, δηλαδή στο Τελωνείο. Οι κακόμοιροι ήτανε τόσο μαλακοί, που δεν τους λογάριαζε κανένας, και μιλούσανε στους Έλληνες σα να ’τανε αφεντικά τους.
     Τις Αποκριές έπρεπε να ’σαι εκεί πέρα, να δεις Ελληνισμό! Εκατοστές φουστανελάδες, με φέρμελες και με γιαταγάνια, με βαρύτιμες κάπες, με ασημοκαπνισμένα άρματα, με χρυσοκέντητα γελέκα, με άτια αραβικά, στολισμένα με σέλες και με γκέμια ασημοπλουμισμένα.
     Τη μέρα της Αποκριάς, όλη η πολιτεία αντιλαλούσε από τραγούδια κλέφτικα, σα να ’τανε στρατόπεδο. Στον Απάνω Μαχαλά είχε λημέρι ο Τζαβέλας με τα παλληκάρια του, στα Ταμπακαριά ο Μπότσαρης, στο Παζάρι ο Κολοκοτρώνης, στην Κάτω Χώρα ο Νικηταράς, στον Άγιο Νικόλα ο Θανάσης Διάκος, στον Προφήτ’ Ηλία ο Βλαχάβας, στον Παλιό Μπαξέ ο Καραϊσκάκης, στα Γκιόλια ο Αντρούτσος, στον Ποταμό ο Γεροδήμος, στο Καντηλί ο Φωταμάρας, στη Μητρόπολη ο Παύλος Μελάς, στ’ Αγγελή τον Γιαλό ο Μιαούλης, στου Πολύδωρου ο Κανάρης, κι άλλοι, ένα σωρό.
     Άλλοι φορούσανε φέσια και μακριές φουστανέλες, καβαλαρέοι, άλλοι είχανε δεμένα τα μαλλιά τους με μαύρα μαντίλια και φορούσανε ντουλαμάδες, παλληκαρόπουλα που ήτανε σα βόλι το μάτι τους, με μαύρα κλωστρά γένεια. Πετούσανε τα γιαταγάνια στον αγέρα και τα πιάνανε χορεύοντας. Αλαλαγμός από πίσω τους, μικρά παιδιά ντυμένα φουστανελάκια, βλαχοπούλες, Σουλιωτοπούλες, παπάδες και διάκοι κι αναγνώστες, αρματωμένοι με πιστόλες, με σπαθιά, με τρομπόνια. Αφήνω τους θαλασσινούς, Υδραίους, Σπετσώτες, Αϊβαλιώτες.
     Άλλοι πάλι ήτανε ντυμένοι αρχαίοι Έλληνες, Μακεδόνες, ο Μέγ΄-Αλέξαντρος, ο Θεμιστοκλής, ο Ευρυβιάδης, ο Αχιλλέας, ο Έχτορας, ο μάντις Τειρεσίας, ο Επαμεινώνδας, ο Πελοπίδας, ο Βελισσάριος κι άλλοι.
     Όλοι τούτοι ήτανε διάφορες κομπανίες, και ξοδεύανε πολλά χρήματα «περί ονόρε». Παριστάνανε διάφορα έργα: «Το χρυσόμαλλον δέρας», «Πάταξον μεν, άκουσον δε», «Ο Αχιλλέας και ο Πάτροκλος», «Ο τυφλός Βελισσάριος», «Ο Τρωικός πόλεμος», «Ο Αραβικός πόλεμος».
     Ήτανε κι άλλα αμέτρητα «παιχνίδια», όπως τα λέγανε. Τα ευρωπαϊκά ήτανε: «Το φρικτόν λάθος», «Τα δράματα εν Νισύρ», «Ο πόλεμος των Μπόερς», «Ο Ροβινσών»,«Ο Αγγλικός στόλος», «Ο Καζαμίας», «Ο Σαντεκλαίρ», κι ένα σωρό άλλα.
     Στ’ αρχαία πρωτοστατούσε ο Μαλτζής, κοσμηματογράφος μερακλής καλλιτέχνης, που έκανε και τα «φόντα», τις ενδυμασίες, και τις μουτσούνες. Στα μοντέρνα πρωτοστατούσανε διάφοροι, ο Καταξηνός, ο Μπακλάς, ο Πρεβιδόρος κι άλλοι.
     Οι «Δώδεκα Θεοί» ήτανε από τα πιο σπουδαία. Τα ρούχα τους ήτανε ραμμένα κατά τις ζωγραφιές του Ερωτόκριτου, ο θώρακας κι η περικεφαλαία που φορούσε ο Άρης, τα φουστάνια που φορούσανε οι θεές, όλα με γκραίκες (=μαίανδρους) στολισμένα. Οι μουτσούνες πολύ επιτυχημένες, σαν ζωντανές, ζωγραφισμένες από έναν σπουδαίον ζωγράφο, τον Γιώργη Αγραφιώτη, που πήρε βραβείο στο Βουκουρέστι.
     Το πρωί κατά τις εννιά η ώρα, ξεκινούσανε από την Απάνω Χώρα, για να δώσουνε παράσταση στα καλά τα σπίτια.
     Μπροστά από τη συνοδεία πηγαίνανε δυο αγγελούδια ως είκοσι χρονών, τυλιγμένα με γάζες, και βαστούσανε σε δυο κοντάρια την επιγραφή: «Οι Δώδεκα Θεοί». Από πίσω ερχόντανε οι θεοί, ο Δίας με την Ήρα, ο Άρης με την Αφροδίτη, ο Πλούτωνας με την Ευρυδίκη κι άλλοι. Παραπίσω ερχόντανε κάποιοι άλλοι αρχαίοι, αλλά ανθρώποι.
     Σαν φτάνανε σ’ ένα σπίτι που θα παραστήνανε, οι υπηρέτες βάζανε σε ημικύκλιο τα θρονιά, για να καθίσουνε οι θεοί. Στη μέση καθότανε στον χρυσό θρόνο του ο Δίας, ένας άντρας θεόρατος, βαστώντας στο ’να χέρι το σκήπτρον και στ’ άλλο τον κεραυνό, και πατώντας απάνω σ’ έναν αϊτό μπαλσαμωμένον. Οι άλλοι, από δω κι από κει, με την τάξη τους.
     Μ’  όλο που ήτανε όλοι οι θεοί αγράμματοι, και τα ρούχα και τα θρονιά και τα πέδιλα κι όσα βαστούσανε, ήτανε κανωμένα κατά τη φαντασία τους, μ’ όλα ταύτα είχανε κάποιο πράγμα αληθινό κι απροσποίητο, που δεν το βλέπεις στα καλά τα θέατρα, που τα ’χει μαρμαρώσει ο ακαδημαϊσμός.
     Άξαφνα έβγαινε μπροστά στο συνέδριο ο Έρωτας, κι από την αντικρυνή μεριά ένας άνθρωπος αρχαίος, παλληκάρι ως εικοσιπέντε χρονών, με μουστάκι στριμμένο και μ’ έναν άσπρο μανδύα, που τον βαστούσε κλεισμένον με το χέρι του απάνω στο στήθος.
     Ο άλλος, ο Έρωτας, φώναζε:

     Εγώ είναι ο Έρωντας, με τα πτερά ες τεν ράχην,
   οπού κρατώ στας χείρας μου σαγίτα και φαρμάκι!

     Κι άλλα πολλά.
   Ύστερα έβγαζε μια σαγίτα και την έβαζε στο δοξάρι, κι έκανε πως σημαδεύει τον Εραστή απάνω στην καρδιά, λέγοντας διάφορες καυχησιές, όλα τραγουδιστά.
     Ο Εραστής, μόλις τον εύρισκε, τάχα, η σαγίτα, άνοιγε γλήγορα τον μανδύα, που τον βαστούσε κλεισμένον, κι έπιανε την καρδιά του, σα να λιγοθυμούσε, και με τρόπο γύριζε απ’ όξω το ρούχο του, που ήτανε καταματωμένο με κόκκινα μελάνια, και κραύγαζε:
    
     Μη με κτεπάς ες τεν πλεγήν!

     Και άλλα τέτοια αρχαία ελληνικά.
     Κι αφού έκανε τα παράπονά του για τη δοξαριά, κι ο Έρωτας έλεγε και κείνος τα δικά του, τους κρίνανε οι θεοί, κι ο Ζευς έβγαζε την απόφαση.
     Σημείωσε πως κοίταζες τα χέρια του Έρωντα, κι ήτανε θαλασσοψημένα, «τα δε άκρα των ονύχων καταβεβρωμένα ταις κατά θάλατταν εργασίαις», γιατί ο Έρωντας ήτανε ο Πέτρος ο Κλόκας, ψαράς ως τριανταπέντε χρονών, και πίσω από τη γαλατένια μουτσούνα του Έρωντα κρυβότανε το μούτρο του, που ήτανε σαν το μαύρο κριάρι, από τα γένεια κι από τα μουστάκια. Ο δε εραστής ήτανε ο Γιάννης ο Μπραντούσκας, ταμπάκης το επάγγελμα, ως σαράντα χρονών, βλογιοκομμένος, ο καλούμενος Τρίφτης, από τις τρύπες της βλογιάς.
     Στις πρώτες παραστάσεις, οι Δώδεκα Θεοί ήτανε σοβαροί, γιατί πίνανε μονάχα από μισό ποτήρι, όσο κι αν τους βιάζανε, για να βαστάνε «μεγαλοπρέπεια». Ίσαμε το μεσημέρι, τα πηγαίνανε καλά, κι οι θεατές παρακολουθούσανε με μεγάλη συγκίνηση την παράσταση.
     Κατά το μεσημέρι κι ύστερα, φτάνανε στην Κάτω Χώρα, που βρισκόντανε οι μεγάλες οι ταβέρνες, που δεν τις φαντάζεται όποιος δεν είδε ταβέρνα αϊβαλιώτικη. Μεζέδες, του πουλιού το γάλα! Στρείδια, χταπόδια μελίχλωρα, μύδια, πίνες, κυδώνια, χτένια, καλαμάρια, χαβιάρια παντερμαλίδικα, κάπαρη, κρίταμα, κι από κρέατα ό,τι ζητήξει η καρδιά σου. Κι από κρασιά, ούζα, μαστίχα αϊβαλιώτικη, μοσχοβολούσε ο κόσμος.
     Χασμωδία μεγάλη! Όλο παλληκαράδες, θαλασσινοί, στεριανοί, κοντραμπατζήδες. Ζεϊμπέκικα φασκιωμένα με κάτι κόκκινες ζωνάρες, παίζανε ζουρνάδες και κάτι νταβούλια σαν και κείνα που ’χε στο στρατό του ο Ταμερλάνος κι ο σουλτάν-Μεμέτης στην πολιορκία της Πόλης, ντουβ, ντουβ, ντουβ, αλαλαγμός και βουητό που σηκωνόντανε κι οι πεθαμένοι τρομαγμένοι! Άλλος χόρευε ζεϊμπέκικο με τα μαχαίρια και κόλλαγε τα μετζίτια στο κούτελο του Τούρκου, που έκενε τεμενά, και σήκωνε το ζουρνά ψηλά με τα μάγουλα φουσκωμένα, κι έβγαζε μια τσιρίδα που ήτανε να τρελαθεί άνθρωπος! Άλλος χόρευε καρσιλαμά, άλλος το πιγκί με δυο κάμες, άλλος τον Κιόρογλου, Ναβαθαία σωστή!
     Όπου, φτάξανε κι οι Δώδεκα Θεοί, και γίνηκε θρίαμβος. Κρασιά, μεζέδες, ούζα!
     «Θα τα κάνουμε γιάγουμα!»
     «Όχι, κουμπάρε», έλεγε σοβαρά ο Δίας, «θα γίνουμε ρεζίλι παραπέρα! Μοναχά μια πιρουνιά κι ένα πιοτό!»
     «Τι πιρουνιά, βρε, και ξεπιρουνιά; Θα τα κάνουμε ούλα Έλυμπο!»
     Φασαρία, κακό μεγάλο!
     Στην αρχή πίνανε οι θεοί καμιά δεκαριά ούζα, ως που ερχόντανε στο «τσακίρ κέφι». Από κει και πέρα, να ο ένας, να ο άλλος, γινόντανε τάπα στο μεθύσι.
     Σε λίγο καταφτάνανε και κάποιοι άλλοι αρχαίοι Έλληνες, ο Μανώλης ο σαπουντζής, μια ανθρωπάρα σαν θηρίο, που παράσταινε «τον δίκαιον Αριστείδην», ο Ηλίας ο χαλβατζής, που παράσταινε «τον μάντιν Τειρεσίαν», ο καπετάν-Κωνσταντής, που ταξίδευε στη Μπραλα, και που παράσταινε «τον πτωχόν Φωκίωνα», κι ο Αλέκος ο βαρελτζής, που παράσταινε «την μητέρα των Γράκχων», με κάποιες άλλες αρχαίες, που σηκώνανε τις μουτσούνες κι είχανε κάτι μουστάκες σαν του Πετρόμπεγη.
     Δεν πέρασε πολλή ώρα, κι ο Ζευς έπιασε και χόρευε τον Κιόρογλου με δυο μαχαίρες να φοβάσαι. Η Αθηνά χόρευε ζεϊμπέκικο με τον Απόλλωνα, ο Ποσειδών χόρευε καρσιλαμά με την Αφροδίτη, κι η Ήρα, πριν σηκωθεί να χορέψει με τον Ήφαιστο, απίθωσε το μπαλσαμωμένο το παγώνι, που είχε κοντά της πάνω στο κεφάλι του Τούρκου που χτυπούσε το νταβούλι. Ο Ερμής μάλωσε με τον Έρωντα, κι έσπασε το κηρύκιο απάνω στο κεφάλι του!
     Μ’ αυτό το χάλι, είχανε το κουράγιο να ξαναπαραστήσουνε. Σιάξανε όπως-όπως τις μουτσούνες, συνεφέρανε τα ρούχα τους, κι ετοιμαστήκανε να πάνε παραπέρα, κατά την Αγία Τριάδα.
     «Βρε παιδιά», έλεγε ο Δίας, «ρεζίλι θα γίνουμε! Έχουμε ακόμα πολλά σπίτια να παραστήσουμε! Θα παραξηγηθούμε!»
     Βγήκανε στο πλατύ σοκάκι, κι αγωνιζόντανε να βαστάξουνε «αξιοπρέπεια». Μα πηγαίνανε σαν γύφτικος γάμος, ένας ορτσάριζε από δω, άλλος σκαμπανέβαζε από κει, άλλος διπλάρωνε στον τοίχο, ο Ποσειδών αγαντάριζε απάνω στην τρίαινα.
     Πήγανε λίγο παραπέρα, φτάξανε σ’ ένα πλουσιόσπιτο να παραστήσουνε. Ως να βάλουνε το θρόνο του Δία, είδανε και πάθανε.
     Στο μεταξύ φάνηκε από τον άλλον δρόμο ο «Ολλανδικός στόλος», με ναύαρχο τον Κωστή, τον επιλεγόμενον Πατάτ’ Αρίδα, που έδινε διαταγές μ’ ένα χωνί, με το τρικαντό στο κεφάλι, απάνω στη γέφυρα της ναυαρχίδας.
     Σε λίγο φάνηκε μιαν άλλη συνοδεία, τα «Δράματα ν Νισύρ», που είχανε σμίξει τα κεφάλαιά τους με τον «Ροβινσών», και παριστάνανε μαζί.
     Στο μεταξύ οι θεατές δε στεκόντανε με το σέβας που είχανε πριν από το μεσημέρι στο Δωδεκάθεο. Οι πιο πολλοί θεοί παραμιλούσανε από το μεθύσι. Τις μουτσούνες τις είχανε φάγει, γιατί είχανε λιώσει γύρω στα στόματά τους από τα κρασιά κι από τα φαγιά. Της Αφροδίτης και της Άρτεμης τα μουστάκια βγαίνανε από την τρύπα της μουτσούνας, και μάλιστα η Αφροδίτη τα ’στριβε και σιγοτραγουδούσε απάνου στην παράσταση. Ο Έρωντας παράσταινε χωρίς μουτσούνα, ενώ ο Εραστής έστριβε τσιγάρο την ώρα που τον σημάδευε με το δοξάρι ο Έρωντας. Πεντάρα δεν έδινε κείνη την τραγική στιγμή!
     Τότε γίνηκε ένας αλαλαγμός. Ο «Ολλανδικός στόλος» έπεσε απάνω στο Δωδεκάθεο, ενώ ο ναύαρχος Πατάτ’ Αρίδας φώναζε με τον τηλεβόα: «Εις τάξιν χειρισμού!». Ο Ροβινσώνας, με την ομπρέλα και το μουσκέτο εις τας χείρας, βρέθηκε καθισμένος απάνω στον φοβερό θρόνο του Διός, ενώ η ολλαντέζικη ναυαρχίδα μπατάρισε απάνω στο δωδεκάθεο, κι όπως ήτανε το αμπάρι σκεπασμένο με καραβόπανα, πεταχτήκανε όξω οι μηχανικοί κι οι φουστροι, βαστώντας στα χέρια τους πέντ’-έξι ραφτομηχανές του Σίγγερ, που τις γυρίζανε σαν ταξίδευε το θωρηχτό, για ν’ ακούγονται, τάχα, τα πιστόνια που δουλεύανε. Τα «Δράματα ν Νισύρ», ο «Ολλανδικός στόλος», ο «Ροβινσώνας Κρούσος» κι οι «Δώδεκα Θεοί» ανακατωθήκανε, γινήκανε ένα μίγμα, αλάμ ταρλάμ (=φύρδην μίγδην).  
     Οι θεατές, που βαστιόντανε με το ζόρι, αλαλάζανε, προ πάντων η μαρίδα κι η αλαναρία. Βροχηδόν σφεντονιστήκανε απάνω στους Δώδεκα Θεούς σάπια λεμόνια, κουτσόσκουπες, λαχανόριζες, ψόφιες γάτες, σάπιες πατάτες!

     Την άλλη μέρα το πρωί, Καθαρή Δευτέρα, οι Δώδεκα Θεοί σιδερώνανε όπως-όπως τα ρούχα τους, μερεμετίζανε τις μουτσούνες, οι θεές παραγεμίζανε με καινούργια κουρέλια τα στήθια τους, και πηγαίνανε στου Παυλίδη να βγάλουνε φωτογραφία.
     Τέτοιες φωτογραφίες αποκριάτικες έβλεπες λογιών-λογιών στους καφενέδες. Τις μουτσούνες τις είχανε σηκωμένες, κι έβλεπες κάθε θεό, ποιος ήτανε στ’ αληθινά. Ο Ζευς ήτανε ο Χαράλαμπος Παλιόβοδας, χασάπης, ο Ποσειδών ένας ζαχαροπλάστης λεγόμενος Μιχάλης Τηγανίτης, ο Ερμής ένας βαρκάρης ονομαζόμενος Γιάννης Σιδερής, η Ήρα ένας σιδεράς με κούρδικα μουστάκια λεγόμενος Μανώλης Ψύλλος, η Αθηνά ένας χαλβατζής ονομαζόμενος Αργύρης, η Αφροδίτη ένας καραβομαραγκός λεγόμενος Νικόλας Μπούμπας, με κάτι μουστάκια χοντρά και με κάτι τρίχες σαν ξυλόπροκες στα χέρια και στα ποδάρια του.
     Όλη την Καθαρή Δευτέρα τρώγανε και πίνανε σε καμιά ακρογιαλιά ή σε κανένα νησί.
     Τη νύχτα, γυρίζανε στ’ Αϊβαλί, αράζανε το κακι και τραβούσανε στα σπίτια τους σαν ξυλάρμενα καράβια. Ως να πάνε διακόσα πατήματα, γινότανε μεσάνυχτα. Περπατούσανε με τα χέρια ο ένας στον ώμο τ’ αλλουνού και τραγουδούσανε, σκνίπα στο μεθύσι:

      Καλέ κοπέλα, 
      με την ομπρέλααα,
      στο γάμο πάγω, 
      σαν θέλεις έλαααα!
      Ταμ κούκου! Ταμ κούκου!

(Κόντογλου Φώτης, «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου», εκδ. Αστήρ Παπαδημητρίου, Αθήνα 1983, σσ. 144-150)

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΓΙΑ ΜΑΘΗΤΕΣ ~ ΠΡΩΤΗ ΑΓΑΠΗ

Αργύρης Εφταλιώτης

(Μήθυμνα Λέσβου, 1 Ιουλίου 1849 – 25 Ιουλίου 1923, Αντίμπ Γαλλίας)

     

Πρώτη αγάπη

 

     Πρέπει να ήμουν ως δώδεκα χρονών και πρέπει να ήταν εκείνη ως έντεκα. Δε την έβλεπα μήτε στην εκκλησιά, μήτε στον κλήδωνα, μήτε στη βρύση, μήτε στο παραθύρι. Η μάνα της κι η μάνα μου δεν είχανε πολλές φιλίες.

     Εκεί που την έβλεπα δεν είμαστε οι δυο μοναχοί. Είμαστε οχτώ-δέκα αγόρια της προκοπής, αποφασισμένα να μάθουμε τι θα πει παρέμφατο και νο φέρουμε τον πολιτισμό στο χωριό. Και πέντ’-έξι κορίτσια, που ερχόντανε δυο ώρες τη μέρα και κάθιζαν από το άλλο πλάγι του γέρου δάσκαλου και τεχνολογούσανε με μία χάρη, που σ᾿ έκαναν, ήθελες δεν ήθελες, να την αγαπάς τη γραμματική.

     Τη χάρη φυσικά την είχανε, γιατί ήταν όλες μικρούλες, όχι πως ήτανε κι όμορφες όλες. Για το δικό μου το γούστο, όμορφη ήτανε μία μοναχή κι αυτή ήταν η... αγαπητικιά μου!

     Τι λόγο ξεστόμισα! Από πού κι ως πού αγαπητικιά! Μήτε λέξη δεν της είπα ποτές. Μήτε με το δαχτυλάκι μου δεν τ᾿ άγγιξα τ᾿ αφράτο το χέρι της. Μήτ᾿ η αναπνοή μου δεν μπορούσε να πάει κοντά της και να τη χαϊδέψει. Το μόνο που πηδούσε κάποτες από τα χείλη μου στα χειλάκια της ήτανε το ρήμα "λείπω", σαν το κλίναμε ο καθένας απ᾿ ένα χρόνο με τη σειρά και ταίριαζε να είμαι εγώ στερνός στη δική μας τη σειρά κι εκείνη πρώτη στων κοριτσιών. "Ἐλελείμεθα, λέλειφθε" πήγαινε να πει και σκόνταβε και χαμογελούσε και τότες πια εγώ, που περίμενα μέρες και μέρες αφορμή να της δώσω ένα, ας είναι και συμμαζεμένο, χαμόγελο, έλαμπα ολοπρόσωπος καθώς την κοίταζα, χωρίς φόβο να μη το νιώσει ο δάσκαλος το τρομερό μυστικό μας. Έπεφταν τότες τα μάτια της στο βιβλίο απάνω, κοκκινίζανε τα δυο μάγουλά της κι άρχιζε το πλαγινό κορίτσι τον άλλο χρόνο.

     Μάτια και πάλι μάτια! Δίχως εσάς, μήτε πρώτη, μήτε στερνή αγάπη δε θα είχαμε! Οι ματιές μου σαν έμπαινε στην παράδοση, οι ματιές της σαν έβγαινε να πάει σπίτι, αυτές ήταν οι όρκοι μας, τα τραγούδια μας, τα φιλιά μας, αυτές ήτανε και τα ραβασάκια μας. Με τον καιρ και χωρίς ν’ αλλάξουμε αναμεταξύ μας μια λέξη, την κάμαμ᾿ επιστήμη τη τέχνη αυτή των ματιών. Ήτανε λογής-λογής οι ματιές της. Η ματιά της αδιαφορίας, που μου την έσκιζε τη καρδιά, του θυμού, που μ έκαιγε σαν τ αστροπελέκι. Η άπιστη η ματιά σε κανέναν άλλο, που μ έλιωνε σαν το κερί και μ αφάνιζε. Ύστερα πάλι η ήρεμη και γλυκιά ματιά της αγάπης, που ξανάβαζε τη ψυχή μου στο τόπο της και σύχαζα. Οι δικιές μου οι ματιές, όσο πολυσήμαντες κι αν ήτανε κι αυτές, δεν είχαν όμως τέτοιες τρομερές αλλαγές. Η ίδια η αφοσίωση, ο ίδιος ο καημός, το ίδιο βάσανο, πάντα.

     Τρεις μήνες πρέπει να πέρασαν έτσι. Ξυπνούσ᾿ από το πρώτο το λάλημα και την ώρα δεν έβλεπα να πάω σκολειό. Η μάνα μου με καμάρωνε και μ έβλεπε από τώρα Δεσπότη.

     Ήμουνε πρώτος-πρώτος στο σκολειό πάντα κι ωστόσο δε το κατάφερα να τη βρω μοναχή μία φορά, μήτε πηγαινάμενη, μήτε φτασμένη. Αυτό ήταν η λαχτάρα μου τώρα, αυτό ήτανε τ όνειρό μου. Να τη δω μοναχή, ας είναι και μία στιγμή. Να της πω μια και καλή πως πεθαίνω, πως έσβησα, άλλη σωτεριά δεν έχ᾿ η ζωή μου παρά τη παντοτινή της αγάπη. Τα λεγα όλ αυτά με τις φλογερές τις ματιές μου, μα η αχόρταγη η καρδιά γύρευε λόγια. Αυτή δεν ήξερε τι θα πει μέτρο και γνώση, αυτή όλο μου φώναζε: «Μπρος! Έχει κι άλλες απόλαψες η αγάπη

     Μα πώς να της δώσω να καταλάβει, πως θέλω να της μιλήσω! Εδώ οι ματιές δε σώνουν. Εδώ χρειάζεται ραβασάκι. Χίλιες φορές το γραψα και το ξανάγραψα. Το παιρνα μαζί μου αποφασισμένος να μη ντραπώ, να μη φοβηθώ μήτε δάσκαλο, μήτε πρωτόσκολο, μόνο να της δώσω κρυφά το χαρτάκι σ ένα βιβλίο, καλαμάρι, ό,τι τύχει. Ήρχουνταν η ώρα και κόβουνταν η καρδιά μου! Δεν αποκοτούσα! Κι έπαιρνα μαζί μου το χαρτί βγαίνοντας και το κανα κομμάτια και καταριόμουνε την ώρα που γεννήθηκα τέτοιος ανωφέλητος φοβητσιάρης.

     Ήταν ότι άρχιζε καλοκαίρι σα σηκώθηκα ένα πρωί και πήγα μπροστά στη Παναγιά και το καμα όρκο, πως θα της δώσω εκείνη τη μέρα το ραβασάκι κι α δε της το δώσω, να πέσει φωτιά να με κάψει.

     Πήγα σκολειό πρώτος πάλι. Έρχουνται όλα τ αγόρια, όλα τα κορίτσια. Μαυρίζουνε τα μάτια μου να κοιτάζω τη πόρτα, του κάκου! Η μικρή μου δε φαίνεται! Διαβάζει ο δάσκαλος τον κατάλογο, έρχεται στην Αργυρώ... σιωπή.

     «Πού είναι η Αργυρώρωτά ο δάσκαλος μία συντρόφισσά της.

     Η μάνα της αρρώστησε κι έμεινε σπίτι. Βαριά καρδιά που την έπαιρνα μαζί μου γυρίζοντας σπίτι το μεσημέρι εκείνο! Τι να κάμω, πού να πάω, να βραδιάσει γλήγορα και να ξημερώσει!

     Ξημερώνει, ξαναπηγαίνω σκολειό... τα ίδια! Περνά μια βδομάδα, δυο βδομάδες... ένας μήνας ήτανε περασμένος σαν είπε μία μέρα ένα κορίτσι του δασκάλου, πως πέθανε η μάνα της Αργυρώς και πως δε θα ξανάρθει πια σκολειό η μικρή.

 

     Πρέπει να μουν ως εικοσιπέντε χρονών τότε που πρωτογύρισα από τη ξενιτιά να δω τους δικούς μου. Ήρθαν όλοι οι παλιοί οι φίλοι κι όλες οι παλιές οι φιλενάδες να με δουν. Ήρθε από την άλλη άκρη του χωριού κι η Αργυρώ, παντρεμένη κοπέλα με δυο παιδιά. Της μίλησα και μου μίλησε πρώτη φορά. Της είπα και μου πε χίλια πράματα, για τα παιδιά της, την ομορφιά και ξυπνάδα τους, τη χαρά μου που βρίσκω τη γριά μου τόσο καλά. Για όλ᾿ αυτά χύθηκ ένας ποταμός λόγια και για τη πρώτη μας την αγάπη, την αξέχαστη εκείνη την αγάπη, καθώς τότες, έτσι και τώρα, δεν είπαμε μήτε λέξη!

 

(Από τη συλλογή διηγημάτων «Νησιώτικες Ιστορίες», εκδόσεις Εστία)