Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΙ - ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - ΠΑΣΧΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΙ - ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - ΠΑΣΧΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 25 Μαΐου 2017

ΤΣΙΜΝΑΔΗ ΕΙΡΗΝΗ - ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ


Προσευχή στην Παναγιά
        
     Μια προσευχή, που έλεγαν παλιά στο Παλαιοχώρι τρεις φορές το πρωί, τρεις το μεσημέρι και τρεις το βράδυ όλη τη σαρακοστή προ του Πάσχα, μας έστειλε η Νίκη Τσιμναδή - Φραγκάτου. Την άκουσε από τη μητέρα της Ρηνούλα Κουρτέλη - Τσιμναδή (γενν. 1934), κι εκείνη την έμαθε από τη δική της μητέρα, την Αικατερίνη Κουρτέλη, το γένος Παντέμη, που γεννήθηκε το Μάιο του 1904 στο Παλαιοχώρι Λέσβου και πέθανε το Νοέμβριο του 1980. Διακρινόταν για την ικανότητά της να απομνημονεύει πολλά τραγούδια, παλιοχωριανά δίστιχα αλλά και πολύστιχα δημοτικά.
                                                     

 
Αικατερίνη Παντέμη – Κουρτέλη (1904 - 1980)


  Παλαιοχώρι Λέσβου

  Προσευχή στην Παναγιά                              

    
   Ω! Παναγιά Πανάχραντε
   κι Υπερευλογημένη,
   στον κόσμο δεν ευρέθηκες
   πρώτη και διαλεγμένη.

   Σε νεραντζιές γεννήθηκες,
   σε λεμονιές ανετράφεις,
   σε μέγα σπήλαιο σκοτεινό
   εγέννησες τον Άρη Ιησού Χριστό.

   Τρεις μέρες είχε να μιλήσει,
   τρεις να λαλήσει,
   τρεις και απάνω
   μίλησε και είπε:

─ Κοιμάσαι, μάνα μου;
   Κοιμάσαι,  μητέρα μου;
   Κοιμάσαι,
   μια βασίλισσα του κόσμου;

─ Όχι, γιε μου, δεν κοιμούμαι
   μόνο ξυπνητή λογιούμαι.
   Όνειρο είδα φοβερό
   κι εντρεγιέμαι (τρέμω, φοβάμαι, τρομάζω) να στο πω.

─ Πες μου το, μάνα,
   πες  μου το,
   πες μου το,
   μια βασίλισσα του κόσμου.

─ Γιε μου, σένα σε είδα σε καλό,
   καλό στον Ιορδάνη ποταμό.
   Σκύλοι Οβραίοι σε κυνηγούν,
   σε έπιασαν,
   σου σταύρωσαν τα δυο σου χέρια,
   σου κάρφωσαν  τα δυο σου ποδαράκια,
   ξύδι και χολή σε ποτίσανε,
   στου Πιλάτου την πόρτα σε ρίξανε.

─ Αληθινή  είσαι, μάνα μου,
   αληθινή είσαι, μητέρα μου.
   Όποιος μπορεί και το ειπεί τρεις το πρωί,
   τρεις το βραδύ και τρεις το μεσημέρι,
   από φωτιά να μην καεί,
   από νερό να μην πνιγεί,
   την ώρα της κρίσεως
   να έβγει κερδισμένος.


Αικατερίνη Παντέμη-Κουρτέλη, Ειρήνη Κουρτέλη-Τσιμναδή, Νίκη Τσιμναδή-Φραγκάτου

                   *****
Ανάλυση της προσευχής


     Η «Προσευχή στην Παναγιά» είναι ανώνυμο θρησκευτικό δημοτικό τραγούδι του Παλαιοχωρίου, χωριού της περιφέρειας Πλωμαρίου στη νότια Λέσβο. Αποτελείται από 40 στίχους σε 8 στροφές, έξι τετράστιχες και δύο οκτάστιχες, χωρίς συγκεκριμένο αριθμό συλλαβών ανά στίχο και χωρίς ορισμένο μέτρο. Από τον αριθμό των στίχων του (40), μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε και αφηγηματικό, όπως το «Μοιρολόι της Παναγιάς». Κάποιοι στίχοι ομοιοκαταληκτούν, αλλά δεν ακολουθείται παντού ένα συγκεκριμένο μετρικό σχήμα. Η προσευχή λέγεται σε ρυθμό απαγγελίας, γνωστό από την αρχαία ποιητική μας παράδοση, που στη Λέσβο επιβιώνει από τα χρόνια του Όμηρου. Συνδέεται με συγκεκριμένη χρονική περίοδο, τη σαρακοστή προ του Πάσχα, πριν από τη σταύρωση, την οποία βλέπει σε όνειρο-εφιάλτη η Μητέρα του Χριστού και το αφηγείται στο γιο της. Ο Χριστός-βρέφος το επιβεβαιώνει, φανερώνοντας πως γνώριζε τη θεία αποστολή του. Το περιεχόμενο της προσευχής είναι κατά κάποιο τρόπο ένα προμάντεμα, ένα αληθινά προφητικό όνειρο της Παναγιάς, που προοικονομεί το μαρτύριο του σταυρικού θανάτου του Ιησού για τη σωτηρία των ανθρώπων, συνδέοντας δυο γεγονότα σταθμούς της χριστιανικής θρησκείας και τις αντίστοιχες εορτές: τη Γέννηση και τη Σταύρωση του Ιησού, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα.

     Επειδή είναι η πρώτη καταγραφή, επιφυλασσόμαστε να κάνουμε συμπληρώσεις ή τροποποιήσεις, αν η έρευνα παρουσιάσει μελλοντικά άλλα στοιχεία.
     
     Η πρώτη τετράστιχη στροφή αποτελεί ύμνο προς την Παναγιά και εισαγωγή συνάμα. Κάνουν επίκληση χαρακτηρίζοντάς την «Πανάχραντη» (πάναγνη, παν+άχραντη = αμόλυντη, παναγία) κι «Υπερευλογημένη» (υπέρ+ευλογούμαι), μοναδική και ανώτερη από κάθε άλλη γυναίκα, διαλεγμένη να γίνει η μητέρα του Θεανθρώπου (έμμεση αναφορά στον Ευαγγελισμό της Παναγίας, όπου είναι αφιερωμένη η εκκλησία Παλαιοχωρίου). Το κλητικό επιφώνημα «Ω», οι σύνθετες ονομασίες με τις επιτατικές λέξεις παν- και υπέρ- ως πρώτα συνθετικά, η εμφαντική άρνηση «δεν ευρέθηκες», η σημασία των λέξεων «πρώτη» και «διαλεγμένη», εκφράζουν ευσέβεια και έπαινο και συνάμα είναι αρχή και λόγος της προσευχής. Το αρνητικό «δεν», φαινομενικά δείχνει περιττό, χρησιμοποιείται όμως για να τονίσει την ασύγκριτη αξία της Παναγιάς, σε σχέση με τις άλλες γυναίκες.  

                 

     Στη δεύτερη τετράστιχη στροφή, με δυο όμορφες οπτικές-οσφρητικές εικόνες, περιγράφεται συνοπτικά η γέννηση και το μεγάλωμα της Παναγιάς, ενώ με μια τρίτη επιβλητική οπτική εικόνα -«μέγα σπήλαιο σκοτεινό»- και τα επίθετα «μέγα» και «σκοτεινό» αναγγέλλεται η γέννηση του Ιησού Χριστού. Τα τρία ρήματα «γεννήθηκες», «ανετράφεις», «εγέννησες» καλύπτουν όλο το χρόνο, μέχρι το θαυμαστό γεγονός. Οι δυο πρώτες στροφές είναι πρόλογος και εισαγωγή στο κύριο θέμα, το προφητικό όνειρο της Παναγιάς και την ερμηνεία του από το Χριστό. 
        

     Στην τρίτη τετράστιχη στροφή, η τριπλή επανάληψη του ιερού αριθμού «τρεις» δηλώνει πως το βρέφος που γεννήθηκε φανέρωσε γρήγορα τη θεία του φύση, σε τρεις μόνο μέρες, πρώτα στη μητέρα του, με το λόγο: λογισμό και ομιλία. Με τα δυο συνώνυμα ρήματα «μίλησε και είπε», δίνεται με έμφαση το «πρώτο θαύμα» του Χριστού. Άλλωστε είναι χαρακτηριστικό ότι ο Χριστός χαρακτηρίζεται ως Λόγος.

            

     Οι επόμενες πέντε στροφές, τρεις τετράστιχες (4η, 5η, 6η) και δύο οκτάστιχες (7η, 8η), είναι διάλογος Γιου - Μητέρας, Χριστού και Παναγιάς. Αγάπη και τρυφερότητα, αγωνία και πόνος…  

                

     Στην τέταρτη τετράστιχη στροφή, με τρεις ερωτήσεις όπου επαναλαμβάνεται το ρήμα «κοιμάσαι», ο Χριστός-βρέφος ανοίγει το διάλογο. Από τις τρεις προσφωνήσεις, οι δύο δηλώνουν τη στενή συγγενική σχέση των θείων προσώπων: «μάνα μου», «μητέρα μου». Με την τρίτη προσφώνηση, ο Γιος δίνει έναν τίτλο τιμής στη σεβαστή Μάνα: «μια βασίλισσα του κόσμου», δηλαδή εσύ που είσαι μοναδική βασίλισσα του κόσμου, πρώτη και ξεχωριστή. Έτσι, με το λόγο του Χριστού, καθιερώνεται η Μαρία ως μάνα του Θεανθρώπου και ως γυναίκα. Ορατή η σύνδεση της 4ης στροφής με την 1η στροφή, όπου οι ευσεβείς Χριστιανοί εξυμνούν και εξυψώνουν την Παναγία.

                

     Στην πέμπτη τετράστιχη στροφή, η Παναγιά απαντά στο Χριστό πρώτα αρνητικά στην ερώτησή του αν κοιμάται (1ος στίχος) και μετά καταφατικά χρησιμοποιώντας τον αντιθετικό σύνδεσμο «μόνο» (2ος στίχος): όχι, δεν κοιμούμαι – αλλά ξυπνητή συλλογίζομαι («λογιούμαι»). Αιτία των λογισμών της ένα φοβερό όνειρο, που φοβάται να το πει, μήπως και βγει αληθινό. Η κλητική προσφώνηση «γιε μου», το ρήμα «λογιούμαι», το χαρακτηριστικό επίθετο «φοβερό», το σπάνιο ρήμα «εντρεγιέμαι» (= φοβούμαι, τρέμω, τρομάζω) εκφράζουν τα έντονα συναισθήματα της Μάνας – Παναγιάς, με κυρίαρχο το φόβο μην πάθει κάτι το αγαπημένο της παιδί. Κοντά σ’ αυτά, προβάλλεται η πίστη στα όνειρα και η ιδέα πως, αν δεν φανέρωναν ένα κακό όνειρο που είδαν, ίσως να μην έβγαινε αληθινό. Η ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία του πρώτου με το δεύτερο στίχο («κοιμούμαι»   «λογιούμαι») και του τρίτου με τον τέταρτο («φοβερό»«να στο πω») δημιουργεί ένα ιδιαίτερο αισθητικό αποτέλεσμα, δίνοντας μουσικότητα στα λόγια της Παναγιάς. Επίσης, ακουστική εντύπωση προκαλούν τα τονισμένα –Ό– στην αρχή του πρώτου και του τρίτου στίχου («Όχι» «Όνειρο»), καθώς θυμίζουν το επιφώνημα που εκφράζει πόνο.

               

     Στην έκτη τετράστιχη στροφή, οι προτροπές του Γιου προς τη Μάνα να του πει το όνειρο που είδε, με τρεις επαναλήψεις της φράσης «πες μου το» και την κλητική προσφώνηση «μάνα», δίνουν έμφαση και ένταση στο λόγο. Η προσφώνηση «μια βασίλισσα του κόσμου», όπως και στην τέταρτη στροφή, κινεί ιδιαίτερα την προσοχή του ακροατή, καθώς ο λόγος είναι ελλειπτικός και ξενίζει κάπως η λέξη «μια» στην αρχή του τέταρτου στίχου.

                   

     Η έβδομη στροφή είναι οκτάστιχη. Σ’ αυτήν η Παναγία περιγράφει στην ουσία δυο όνειρα, ένα καλό κι ένα κακό ή, σωστότερα, ένα συνεχόμενο όνειρο που καλύπτει χρονικά τη ζωή του Χριστού από τη βάπτισή του μέχρι τη Σταύρωσή του. Η χριστιανική παράδοση αναφέρει ότι ο Χριστός βαπτίστηκε στα τριάντα του χρόνια και σταυρώθηκε στα τριάντα τρία του. Η προσφώνηση «γιε μου» στην αρχή του πρώτου στίχου δείχνει τη συναισθηματική φόρτιση της Μάνας-Παναγιάς και δίνει επισημότητα στο λόγο της. Φανερώνει πρώτα το καλό, επαναλαμβάνοντας δυο φορές τη λέξη «καλό». Η αναφορά στον Ιορδάνη ποταμό μας παραπέμπει στο γεγονός της βάπτισης του Ιησού στον Ιορδάνη ποταμό από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Στη συνέχεια, ασύνδετα και με ελλειπτικό λόγο, αναφέρει το κακό όνειρο: η καταδίωξη του Ιησού από Εβραίους, που σαν λυσσασμένοι σκύλοι θέλουν να τον θανατώσουν, η σύλληψη και η σταύρωσή του με καρφιά, το ξύδι κι η χολή που τον πότισαν όταν ζήτησε νερό, η δίκη του στο σπίτι του Πιλάτου, οι ταπεινώσεις κι η καταδίκη του από τους εχθρούς του. Με έξι ενεργητικά ρήματα («κυνηγούν», «έπιασαν», «σταύρωσαν», «κάρφωσαν», «ποτίσανε», «ρίξανε»), ένα σε ενεστώτα και πέντε σε αόριστο, σε ασύνδετο λόγο που φανερώνει ταραχή και φόβο, η Παναγιά περιγράφει το φοβερό όνειρο που είδε για τη μελλοντική τύχη του νεογέννητου γιου της. Το χαρμόσυνο γεγονός της γέννησης το σκιάζει με τα φτερά του φόβου ένας μαρτυρικός και ατιμωτικός θάνατος πάνω στο σταυρό. Είναι τέτοια η ένταση που δημιουργούν τα πολλά ενεργητικά ρήματα και ο ασύνδετος λόγος, ώστε ζωντανεύουν μπρος τα μάτια μας τα πάθη του Χριστού…

               

     Η όγδοη –τελευταία– οκτάστιχη στροφή, περιλαμβάνει δύο ενότητες: α) Η πρώτη ενότητα αποτελείται από τους δύο πρώτους στίχους της στροφής, όπου ο Χριστός επιβεβαιώνει δύο φορές, με τη φράση «αληθινή είσαι…», ότι το φοβερό όνειρο της μητέρας του θα βγει αληθινό. Είναι ίσως οι δυο πιο λακωνικοί και πιο δραματικοί στίχοι, λόγια του ίδιου του Χριστού, που προοιωνίζουν τη Σταύρωσή του. Στις λαϊκές δοξασίες τις σχετικές με τη γέννηση, οι άνθρωποι πίστευαν πως στις τρεις μέρες το σπίτι επισκέπτονται οι τρεις Μοίρες (στην αρχαία Ελλάδα ονομάζονταν Κλωθώ, Λάχεσις, Άτροπος), για να μοιράνουν το νεογέννητο. Παλιά στο Παλαιοχώρι η μάνα στόλιζε το βρέφος και τοποθετούσε στο τραπέζι ένα δίσκο στρωμένο με δαντελένιο δισκόπανο, που πάνω είχε έναν φωκά γλυκό κουταλιού (γυάλινο βάζο γλυκού με σκέπασμα και ανάγλυφα σκαλίσματα), τρία κουταλάκια και τρία ποτήρια νερό, για να κεραστούν οι Μοίρες, να καλοκαρδίσουν και να καλομοιράνουν το νεογέννητο. Κάποιες μητέρες έμεναν άγρυπνες, για να κρυφακούσουν τι θα όριζαν οι Μοίρες για το μέλλον του παιδιού τους. Η συνήθεια να το βάζουν το βρέφος στη ντουλάπα, πληροφορία που άκουσα μικρή και με εντυπωσίασε πολύ, δεν γνωρίζω πόσο διαδεδομένη ήταν… Εδώ το ρόλο των Μοιρών παίζει το προφητικό όνειρο της Παναγιάς.         
     β) Η δεύτερη ενότητα αποτελείται από τους υπόλοιπους έξι στίχους και είναι ο επίλογος. Ο Χριστός ορίζει ότι, όποιος λέει την προσευχή τρεις φορές πρωί, μεσημέρι και βράδυ, θα είναι προστατευμένος από πυρκαγιά κι από πνιγμό και στη Δευτέρα Παρουσία κερδισμένος. Εδώ η προσευχή λειτουργεί ως φυλαχτό και αποτρεπτικό, ως ασπίδα προστασίας της ζωής του πιστού Χριστιανού από τους κινδύνους κι ως μέσο σωτηρίας της ψυχής του. Ο λόγος αγιάζει και σώζει το χριστιανό. Παρόμοια δοξασία είχαν και για το εκτενέστερο (110 στίχων περ.) "Μοιρολόι της Παναγιάς", που πίστευαν ότι ήταν καλό να το λένε οι γυναίκες τρεις φορές κάθε μέρα της Σαρακοστής. 

*****
    
     Πολύ σύντομα, τρεις μέρες μετά την πρώτη ανάρτηση της παραπάνω έμμετρης προσευχής στην Παναγιά, η Σοφία Μάρκου - Πρωτογύρου από το Παλαιοχώρι μας υπαγόρευσε τηλεφωνικά την παρακάτω παραλλαγή της. Δεν θυμάται πότε και από ποιον την πρωτοάκουσε, παρά μόνο ότι την ήξερε και η αείμνηστη γειτόνισσά της Μαρίτσα Χάλακα - Μαυραγάνη. Την απαγγέλλουν από στήθους, στοιχείο που ίσως μας παραπέμπει σε σχολικά χρόνια. Η Σοφία δεν περιορίζει το χρόνο μόνο στην προ του Πάσχα Σαρακοστή, μας είπε ότι είναι καλό να τη λένε τρεις φορές κάθε μέρα.

  Παλιοχωριανή παραλλαγή
  Προσευχή στην Παναγιά

   Η Παναγία γέννησε
   σε μια σπηλιά αποκάτω,
   δίπλα των προβάτων.
   Αγγέλοι την υμνούσανε,
   βοσκοί την προσκυνούσανε.
  
   Τριών ημερών παιδάκι
   σηκώθηκε, μιλούσε.
─ Κοιμάσαι, μάνα μου;
   Κοιμάσαι,  μητέρα μου;
   Κοιμάσαι, βασίλισσα του κόσμου;

─ Κοιμούμαι, παιδάκι μου,
   και βλέπω όνειρο φριχτό
   και θαυμαστό
   και πώς να σου το πω;

─ Πες το, μανούλα μου,
   πες το μου,
   κι εγώ θα σ’ το ξεδιαλύνω.

─ Στο Γολγοθά
   θα σε σταυρώσουνε,
   ακάνθινο στεφάνι
   θα σου φορέσουνε.

─ Αληθινό, μανούλα μου,
   το όνειρό σου.
   Κι όποιος το πει τρεις φορές την ημέρα,
   από φωτιά να μην καεί,
   από νερό να μην πνιγεί
   κι απ’ όλα τα κακά να φυλαχτεί
   και την ώρα της κρίσεως
   να μην κριθεί.      
   Σοφία Μάρκου - Πρωτογύρου

*****
              

Παραλλαγές από άλλα μέρη   

     Με την Κρήτη και την Κύπρο, το νησιωτικό ελλαδικό χώρο γενικότερα, έχουμε πολλά κοινά στα παραδοσιακά τραγούδια, στα έθιμα και στη μαγειρική. Το Αιγαίο, πανάρχαια κοιτίδα των Ελλήνων, ανοίγει θαλάσσιους δρόμους που ενώνουν, αντί να χωρίζουν. Θαρρείς πως ταξιδεύουν με τον αγέρα οι ήχοι των τραγουδιών κι οι ομιλίες των νησιωτών και σκορπίζονται παντού, στα μικρά και στα μεγάλα νησιά του Αρχιπελάγους μας.
     Έτσι, αναζητώντας να βρω αν υπάρχει παρόμοια προσευχή σε άλλα μέρη της πατρίδας μας, βρήκα τρεις παραλλαγές, δύο κρητικές, με 16 στίχους και τίτλο «Το όνειρο της Παναγιάς» η πρώτη, με 31 στίχους και τίτλο «Το όνειρο τση Παναγιάς» η δεύτερη, και μία κυπριακή με 28 στίχους και τίτλο «Κυπριακή προσευχή». Διαβάστε παρακάτω τις τρεις παραλλαγές και βρείτε τις ομοιότητες και τις διαφορές τους.    

                           

  Κρήτη
  Το Όνειρο της Παναγιάς

 


   Η Παναγία η Δέσποινα εν ώρα (;) σπηλαίου

   εγέννησε κι έκαμε παιδί.

   Σ’ τσι τρεις ημέρες απάνω τση μίλησενε:

Κοιμάσαι, μάνα μου, κοιμάσαι, μητέρα μου,

   κοιμάσαι, βασίλισσα του κόσμου, γ-ή αγρυπνείς;

Δεν κοιμούμαι, υιέ μου, Θε  μου βοήθησέ μου,

   μα είδα όνειρον κακό και δειλιώ να σου το πω.

Πε μου το, μάνα μου, πε μου το, μητέρα μου,

   πε μου το, βασίλισσα του κόσμου, και μη δειλιάς.

Ενειρεύτηκα πως σ’ εκρεμάσανε οι σκύλοι οι γ-Ιουδαίοι

   πέντε καρφιά σου βάλανε:

   δυο στα πόδια, δυο στα χέρια κι ένα μέσα στην καρδιά.

Αληθινή ’σαι, μάνα μου, και συ και τ’ όνειρό σου

   κι απού το πει τρεις αργά, τρεις ταχιά και τρεις το μεσημέρι,

   από γκρεμό μη γκρεμιστεί κι από μαχαίρι μη σφαεί,

   από πηγάδι μην πνιγεί κι από φωθιά να μην καεί.

    
   (Πηγή: http://www.kritikoi.gr/main_titles/cretan_poetry/asmata/cretan_poetry401.html)

*****

Κρήτη

Γητειά για την προστασία του ανθρώπου από τη φωτιά, από το νερό και για τη συγχώρηση των αμαρτιών του

  Το Όνειρο τση Παναγιάς

   Η Παναγία η υπέραγνη, η υπερευλογημένη,
   στη Μερσινιά γεννήθηκε
   στη λεμονιά από κάτω.
   Σ’  ένα μεγάλο σπήλαιο,
   Παγωμένο, δροσερό,
   Γέννησε το Σωτήρα μας τον Ιησού Χριστό.
   Σε τρεις μέρες εμίλησε,
   σε τρεις ελάλησε.
─ Κοιμάσαι, μητέρα μου,
   κοιμάσαι, μάνα μου,
   κοιμάσαι, μια κυρία όλου του κόσμου;
─ Δεν κοιμούμαι, γυιε μου,
   αλλ’ αγρυπνώ, καλέ μου,
   κι όνειρο βλέπω και τρομάζω
   πώς να σου το πω.
─ Πες μου το, μητέρα μου,
   πες το, μάνα μου,
   πες το μια κυρία όλου του κόσμου.
─ Οι Οβραίοι σε πιάσανε,
   στου Πιλάτου τα σκαλιά Σε πετάξανε.
   Τα δυο Σου χεράκια σταυρώσανε.  
   Τα δυο Σου ποδαράκια καρφώσανε.
   Ξύδι και χολή Σε ποτίσανε
   και στο πηγάδι μέσα Σε ρίξανε.
─ Ναι μάνα μου,
   ναι μητέρα μου,
   ναι μια κυρία όλου του κόσμου.
   Όλα αυτά θα τα πάθω εγώ για τη σωτηρία του κόσμου.
   Όποιος βρεθεί και πει τ’ όνειρο τση μάνας μου τρεις φορές τη μέρα,
   από φωθιά δεν καίγεται, από νερό δεν πνίγεται, και σε ώρα κρίσεως 
   ο Θεός του συχωρά τσι αμαρτίες του.

(Πηγή: Σταύρος Νικ. Χριστοδουλάκης, «ΓΗΤΕΙΕΣ. Λαϊκή θεραπευτική της Κρήτης», εκδόσεις Μπατσιούλας, Αθήνα 2011, σελ. 331-332)




Εικόνα από το Διαδίκτυο

                    

  Κύπρος

  Κυπριακή προσευχή   


Μητέρα μου, Θεομητέρα μου, πώς κοιμάσαι, πώς περνάς,
   πώς του ήλιου ηδεάσαι και πώς μοναχή περνάς;

Όχι, γιε μου, Μονογένη, μήτε κοιμάμαι, μήτε ξυπνώ,
   μήτε του ήλιου ηδεώμαι, μήτε μοναχή περνώ.
   Έχω Πέτρον, έχω Παύλον, έχω δώδεκα Αποστόλους
   και Σταυρό στην κεφαλή μου κι Άγιο Πνεύμα στην ψυχή μου.
   Αποκείθεν μου, αποδώθεν μου, τα φτερά του Αρχιστρατήγου
   και κοιμούμαι αμέριμνα.
   Εψές όνειρο σε είδα πως σε τρέχαν οι Εβραίοι, 
   οι παράνομοι, οι σκύλοι.
   Πάνω σε πήραν, κάτω σ’ εφέραν, στον Ιορδάνη ποταμό σε πιάσαν,
   στον Πιλάτον σ’ εδικάσαν.
   Πέντε κάρφους σε καρφώσαν, δυο στα πόδια, δυο στα χέρια
   κι ένα στο κεφάλι σου, καρδούλα μου,
   και έτρεξε τ’ άχραντό σου αίμα.
   Στραβοί ήταν εκεί κι εμβλέψασι, κουτσοί κι επερπατήσαν
   και γέροι εκατό χρονών εσώσαν κι εβουρήσαν
   πως αναστήθη ο Χριστός στον κόσμον το κηρύξαν.
   Καληώρα του όπου το λαλεί τρεις φορές την ημέρα.
   Πέφτει λαμπρό, δεν καίγεται μήτε νερό τον παίρνει.
   Την ώρα του θανάτου του η Δέσποινα κοντά του,
   η Δέσποινα με το κερί, Χριστός με το καντήλι
   κι ο Μιχαήλ Αρχάγγελος με το επιτραχήλι.
   Κακότυχοι αμαρτωλοί οπού ’ναι κολασμένοι,
   που δεν πάν’ εις την εκκλησιά την ώρα που σημαίνει.
   Βρίσκουν μεγάλην αφορμήν πως είν’ αζουρωμένοι.
   Μεγαλοδύναμος Θεός τ’ αδύνατα αγαπά τα
   και καθαρή καρδιά θέλει και πάλι συγχωρά τα.

    


                 

  *Ευχαριστώ τη Ρηνούλα, τη Νίκη και τη Σοφία κι εύχομαι να είναι πάντοτε προφυλαγμένες από κάθε κακό.

                       Πέμπτη 25 Μαΐου 2017, Αναλήψεως του Κυρίου
Βουνάτσου Μ. Μυρσίνη

Τρίτη 8 Απριλίου 2014

ΜΟΙΡΟΛΟΪ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

                                      

ΠΑΛΙΟΧΩΡΙΑΝΟ ΜΟΙΡΟΛΟΪ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Ψηφιδωτό της Σταύρωσης του Χριστού
Πηγή: Μονή Δαφνίου, επιμέλεια Παύλος Λαζαρίδης, εκδόσεις "HANNIBAL" - Αθήνα
                                   
     Παλιά στο Παλαιοχώρι Λέσβου, οι γυναίκες θεωρούσαν καλό να λένε το μοιρολόι της Παναγιάς τρεις φορές τη μέρα, όλη τη Σαρακοστή. Έκαναν τις δουλειές τους το βράδυ κι έλεγαν της Παναγιάς το καταλόγι, πολλές φορές δακρύζοντας για τον πόνο της Μάνας του Χριστού.
     Το παλιοχωριανό μοιρολόι της Παναγιάς είναι πολύστιχο, σε στίχο δεκαπεντασύλλαβο και αργό ελεγειακό ρυθμό, συγκινητικό και παραστατικό, με μελωδία σε ήχο πρώτο και αναφορές στην εκκλησιαστική μουσική, κατά το αρχαιότροπο ύφος του παραπονετικού σκοπού (παραπουν’κός). Είναι ο θρήνος της Παναγιάς για τη σταύρωση του Υιού της. 
     Διαβάστε το σε τρεις παραλλαγές, με ελάχιστες διαφορές. Η πρώτη παραλλαγή είναι βασισμένη περισσότερο στην καταγραφή του Γιάννη Π. Μαυραγάνη, που του το είχε δώσει γραμμένο η αείμνηστη συγχωριανή μας Μαρία Καμπούρη-Πανανή, η οποία διακρινόταν για την αγαθότητα και ευλάβειά της. Η δεύτερη παραλλαγή είναι της Αγάθης Χρυσάφη και η τρίτη, στο παλιοχωριανό ιδίωμα, της Δέσποινας Γανώση-Παυλίδου.
                       
Παλιοχωριανό Μοιρολόϊ - Πρώτη παραλλαγή   

               
 ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟЇ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
                        από Μαρία Καμπούρη-Πανανή/Γιάννη Π. Μαυραγάνη
                                                          
  Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
  σήμερα εσταυρώσανε των πάντων βασιλέα.
  
  Καλό είναι τ’ άγιος ο Θεός, καλό είναι κι ας το πούμε,
  κι όποιος το λέει σώνεται κι όποιος τ’ ακούει αγιάζει
  κι όποιος το καλαφουγκρασθεί στην Παράδεισο θα πάει,        [5]
  στην Παράδεισο και στην εκκλησιά και στ’ άγιο μοναστήρι.

  Εκεί που κάθου η Παναγιά μόνη και μοναχή της
  την προσευχή της έκανε για το μονογενή της,
  ακού’ βροντές, βλέπει αστραπές και ταραχές μεγάλες.
  Βγαίνει να ιδεί στην πόρτα της, να ιδεί στη γειτονιά της.          [10]
  Βλέπει τον ουρανό θαμπό και τ’ άστρα βουρκωμένα
  και το φεγγάρι το λαμπρό στο αίμα βουτηγμένο.
  Βλέπει το Γιάννη να ’ρχεται κλαμένος, βουρκωμένος,
  κλαμένος και βρεχάμενος και παραπονεμένος.
Τι έχεις, Γιάννη, κι έρχεσαι κλαμένος, βουρκωμένος,             [15]
  κλαμένος και βρεχάμενος και παραπονεμένος;
  Ο δάσκαλός σου σ’ έδειρε ή τα χαρτιά σου εχάσες;
Νε δάσκαλός μου μ’ έδειρε, νε τα χαρτιά μου εχάσα.
  Δεν έχω στόμα να σου πω, μιλιά να σου μιλήσω
  μήδ’ η καρδιά μου το βαστά να σου τ’ ομολογήσω.                  [20]
Για κάνε στόμα, πες μου το, μιλιά και μίλησέ το,
  για κάνε σίδερο καρδιά και ομολόγησέ το.
Το δάσκαλό μου πιάσανε οι άνομοι Εβραίοι,
  οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι.
  Σαν κλέφτη τον επιάσανε και σαν φονιά τον πάνε,                   [25]
  σαν να χωρίζει αντρόγυνο, έτσι τον τυραννάνε.
  Η Παναγιά, σαν τ’ άκουσε, έπεσε κι ελιγώθει.
  Πέντε σταμνιά τη ραίνανε, τρία γυαλιά του μόσχου,
  τέσσερα το ροδόσταμα, ώσπου να συνεφέρει.
  Σαν ήρθε και συνέφερε, αυτά τα λόγια λέγει:                            [30]
Ας έρθει η Μάρθα κι η Μαριώ και του Λαζάρου η μάνα,
  να πάμε να τον εύρουμε, πριν να τόνε σταυρώσουν,
  πριν να τον βάλουν στα καρφιά και τόνε θανατώσουν.
  Παίρνουνε δίπλα το στρατί, στρατί το μονοπάτι
  και το στρατί τις έβγαλε μπρος σ’ ένα μαστοράκι.                     [35]
Ώρα καλή σου, μάστορα, τι είν’ αυτά που κάνεις;
Εβραίοι παραγγείλανε τρία καρφιά να κάνω,
  μα εγώ το συλλογίστηκα και θα τα κάνω πέντε.
Για πες μου, πες μου, μάστορα, τα πέντε τι τα θέλεις;
Τα δυο στα δυο τα γόνατα, τ’ άλλα στα δυο του χέρια,            [40]
  το πέμπτο το φαρμακερό να μπει μες στα τζιγέρια.
  Η Παναγιά, σαν τ’ άκουσε, έπεσε και λιγώθει.
  Σταμνιά νερό τη ραίνανε, τρία γυαλιά του μόσχου,
  τέσσερα το ροδόσταμα, ώσπου να συνεφέρει.
  Σαν ήρθε και συνέφερε, αυτά τα λόγια λέγει:                           [45]
Βρε ατσίγγανε και βρε χαρτσιά και βρε καταραμένε,
  αφού σου είπανε τριά, γιατί τα κάνεις πέντε;
  Άντε βρε παλιατσίγγανε, εσύ κι η φαμελιά σου,
  ξύλα να βάζεις στη φωτιά κι αχλιά ποτέ μην κάψεις
  μηδέ παρά μηδέ ψωμί ποτέ μην αποτάξεις                              [50]
  μηδέ παστό στο σπίτι σου, ποτέ να μη χορτάσεις.
  Παίρνουνε δίπλα το στρατί, στρατί το μονοπάτι
  και το στρατί τις έβγαλε μπρος σ’ ένα τσομπανάκι.
Ώρα καλή σου, βόσκο μου, μαζί με τα παιδιά σου,
  μαζί με τη γυναίκα σου κι όλη τη συντροφιά σου.                   [55]
  Για πες μου, πες μου, βόσκο μου, μην είδες συ το γιο μου;
Εχτές τον επερνούσανε εξάγκωνα δεμένο
  και σαν τον είδα, Παναγιά, έκλαψα το καημένο.
  Η Παναγιά, σαν τ’ άκουσε, έπεσε και λιγώθει.
  Σταμνιά νερό τη ραίνανε, τρία γυαλιά του μόσχου,                 [60]
  τέσσερα το ροδόσταμα, ώσπου να συνεφέρει.
  Σαν ήρθε και συνέφερε, αυτά τα λόγια λέγει:
Σαν πέτρα, πέτρα το τυρί, σαν το νερό το γάλα,
  σαν τα μυρμήγκια του βουνού να μπαίνουν μες στη μάντρα,
  το ένα χίλια να γεννά, τα δυο πέντε χιλιάδες                            [65]
  και τ’ άλλα τα υπόλοιπα αμέτρητες χιλιάδες.
  Παίρνουνε δίπλα το στρατί, δίπλα το μονοπάτι
  και το στρατί τις έβγαλε μπρος στου ληστού την πόρτα.
  Βρίσκουν τις πόρτες σφαλιχτές και τα κλειδιά παρμένα
  και τα μικρά παράθυρα σφιχτά παραντωμένα.                        [70]
Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.
  Η πόρτα από το φόβο της άνοιξε μοναχή της,
  μ’ από τ’ ασκέρι το πολύ, το γιο της δεν γνωρίζει.
  Βλέπει δεξιά, βλέπει ζερβά, βλέπει τον Άγιο Γιάννη.
Τον Ιησού θέλω να δω εις το σταυρό τι κάνει.                         [75]
  Για πες μου, πες μου Γιάννη μου και μαθητή του γιου μου,
  ποιος είναι μένα ο γιόκας μου και σε ο δάσκαλός σου;
Βλέπεις εκείνον το γυμνό και τον αναμαλλιάρη,
  οπού φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι,
  που του βγάλανε το στέφανο, του βάλανε αγκαθένιο,            [80]
  οπού φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο;
  Αυτός είναι ο γιόκας σου και με ο δάσκαλός μου.
Σταυρέ μου, για γονάτισε, σταυρέ για κλίνε κάτω,
  να πιάσω εγώ το γιόκα μου, να τον γλυκοφιλήσω,
  να βγάλω τη χρυσή ποδιά, το αίμα να σκουπίσω,                   [85]
  να βγάλω κι απ’ τα μάτια μου νερό να τον ποτίσω.
  Γιόκα μου, τα ματάκια σου γιατί τα ’χεις κλεισμένα;
  Γιόκα μου, που σ’ ανέθρεψα με μέλι και με γάλα
  και τώρα ήρθα να σε δω σε βάσανα μεγάλα.
Πάνε, μανούλα μ’, στο καλό και στην καλή τη στράτα.        [90]
  Κάμε το Γιάννη γιόκα σου και μένα ξέχασέ με.
Εγώ, γιε μου, δεν σε γέννησα, εγώ, γιε μ’, δεν σε ’ποίκα,
  που σου ’χα κούνιες αργυρές, σκοινιά μαλαματένια,
  που ’χα και σε κουνούσανε οι δώδεκα παρθένες;
  Πού είναι γκρεμνός να γκρεμνιστώ, φωτιά να πέσω πάνω     [95]
  και ποταμός απέραντος, να πέσω να πεθάνω.
Εσύ, Μάνα, σαν γκρεμνιστείς, γκρεμνιέται όλος ο κόσμος,
  γκρεμνιούνται μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες,
  γκρεμνιούνται κι οι καλόπαντρες για τους καλούς τους άντρες.
  Εσύ, Μανούλα μ’, σαν καείς, καίγεται όλος ο κόσμος,          [100]
  καίγονται μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες,
  καίγονται κι οι καλόπαντρες για τους καλούς τους άντρες.
  Εσύ, Μανούλα μ’, σαν πνιγείς, πνίγεται όλος ο κόσμος,
  πνίγονται μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες,
  πνίγονται κι οι καλόπαντρες για τους καλούς τους άντρες.   [105]
  Πήγαινε, Μάνα, στο καλό και στην καλή τη στράτα.
  Σαν κράξουνε οι πετεινοί και σημάνουν οι καμπάνες,
  τότε και συ, Μανούλα μου, να ’χεις χαρές μεγάλες,
  τότε απάντεχέ με, Μάνα μου, με τις χρυσές λαμπάδες.
   
  Καλό είναι τ’ άγιος ο Θεός, καλό είναι κι ας το πούμε,          [110]
  κι όποιος το λέει σώνεται κι όποιος τ’ ακούει αγιάζει
  κι όποιος το καλαφουγκρασθεί στην Παράδεισο θα πάει,
  στην Παράδεισο και στην εκκλησιά και στ’ άγιο μοναστήρι.
                    
(Από το βιβλίο του Γιάννη Π. Μαυραγάνη «Παλαιοχώρι Πλωμαρίου Λέσβου. Παράδοση – Ιστορία – Η Ζωή και τα Έθιμα», Αθήνα 1995, σελ. 248-250) 

 Δεύτερη παραλλαγή  
                    
 ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟЇ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
   από την Αγάθη Χρυσάφη
                                                     
  Καλό ’ναι τ’ άγιος ο Θεός, καλό είναι κι ας το πούμε.
   Όποιος το λέει σώνεται, όποιος τ’ ακού’ αγιάζει
   κι όποιος το καλαφουγκραστεί σ’ Παράδεισο θα πάει,      
   σ’ Παράδεισο κι σκ’ ακκλησιά και στ’ άγια μοναστήρια.

   Εκεί που κά’ται η Παναγιά μόνη και μοναχή της
   την προσευχή της έκανε για το μονογενή της,
   ακού’ βροντές, ακού’ αστραπές και ταραχές μεγάλες.
   Βγαίνει στην πόρτα της να δει, να δει τη γειτονιά της.  
   Βλέπει τον ουρανό θαμπό και τ’ άστρα βουρκωμένα
   και το φεγγάρι το λαμπρό στο αίμα βουτημένο.
   Βλέπει το Γιάννη να ’ρχεται κλαμένο, βουρκωμένο,
   κλαμένο και βροχάμενο και παραπονεμένο,
   βαστά και στο χεράκι του μαντήλι ματωμένο
   και στ’ άλλο το χεράκι του μαλλιά της κεφαλής του.
 Τι έχεις, Γιάννη, κι έρχεσαι κλαμένος, βουρκωμένος,  
   κλαμένος και βροχάμενος και παραπονεμένος;
   Ο δάσκαλός σου σ’ έδειρε ή το χαρτί σου εχάσες;
 Ο δάσκαλος δεν μ’ έδειρε ούτε χαρτί μου εχάσα.
   Δεν έχω στόμα να στο πω, γλώσσα να σου μιλήσω
   ούτε η καρδιά μου το βαστά να σου τ’ ομολογήσω.
 Για κάνε γλώσσα πες μου το, μιλιά και μίλησέ μου,
   για κάνε σίδερο καρδιά και ομολόγησέ μου. 
 Το δάσκαλό μου πιάσανε οι άνομοι Εβραίοι,
   οι άνομοι παράνομοι, οι τρισκαταραμένοι.
   Σαν κλέφτη τον επιάσανε και σα φονιά τον δέσαν.  
   Η Παναγιά, σαν τ’ άκουσε, έπεσε κι ελιγώθει.
   Σταμνιά νερό της ρίχνουνε, τρία κανάτια μόσχου
   και τρία το ανθόνερο, ώσπου να συνεφέρει.
   Και όταν εσυνέφερε, αυτό το λόγο λέει:
 Ας έρθει η Μάρθα κι η Μαριάμ και του Προδρόμου η μάνα,
   και του Λαζάρου γη αδελφή, να πάμ’ όλες αντάμα,
   να πάμε να τον εύρουμε, προτού τον εσταυρώσουν,
   προτού τον βάλουν στα καρφιά και μου τον θανατώσουν.
   Παίρνουνε δίπλα το στρατί, στρατί το μονοπάτι
   και το στρατί τις έβγαλε μπρος σ’ ένα τσομπανάκι.
 Ώρα καλή σου, τσόμπανε.   Καλώς την άγια μάνα.
 Μην είδες, γιε μ’, τον γιόκα μου και το μονογενή μου;
 Βλέπεις εκείνο το βουνό το καταραχνιασμένο,
   που ’ν’ από μέσα σκοτεινό κι απέξω ανταριασμένο;
   Εκεί πάνω τον έχουνε το γιο σου σταυρωμένο.
   Σαν πεύκο τον εστήσανε και τον επελεκούσαν
   και τ’ αποπελεκούδια του στην κάμινο πετούνε.
   Βγάζουνε γηρανιό καπνό και κόκκινη φωτίτσα
   και των Οβραίων οι θωριές εροδοκοκκινίζαν.  
 Τα δέκα χίλια να γενούν, τα χίλια δυο χιλιάδες
   τ’ άλλα τα περισσότερα χίλιες μελιγουνάδες,
   τα πέντε δέκα να γινούν, τα εκατό διακόσια,
   τ’ άλλα τα περισσότερα να γίνουν άλλα τόσα.
   Παίρνουνε δίπλα το στρατί, στρατί το μονοπάτι
   και το στρατί τις έβγαλε μπρος σ’ ένα μαστουράκι.
 Ώρα καλή σου, μάστουρα, μαζί με τα παιδιά σου,
   μαζί με τη γυναίκα σου κι όλη τη φαμελιά σου.
   Θα σε ρωτήσω, μάστορα, τι είν’ αυτά που κάνεις;
 Τα μη σε μέλει μη ρωτάς τι ’ναι αυτά που κάνω.
 Μένα μου πρέπει να ρωτώ, έχω καημό μεγάλο.
 Βριγιοί μου παραγγείλανε καρφιά να τους εκάνω.
   Μου παραγγείλαν τέσσερα, εγώ τα κάνω πέντε.
 Βρε ατσίγγανε και βρε χαρτσιά και βρε καταραμένε,
   σαν παραγγείλαν τέσσερα, γιατί τα κάνεις πέντε;
 Τα δυο στα δυο του γόνατα, τα δυο στα δυο του χέρια,
   το πέμπτο το φαρμακερό θα βάνουν στα τζιγέρια.
   Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε, έπεσε και λιγώθει.
   Σταμνιά νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχου
   και πέντε το ανθόνερο, ώσπου να συνεφέρει.
   Και όταν εσυνέφερε, αυτό το λόγο λέει.
 Βρε ατσίγγανε και βρε χαρτσιά και βρε καταραμένε,
   αφού σου είπανε τριά, γιατί τα κάνεις πέντε;
   Άντε βρε παλιατσίγγανε, εσύ κι η φαμελιά σου,
   ξύλα να βάζεις στη φωτιά, αχλιά ποτές μην κάνεις,
   παρά μες στο μπουτσάκι σου ποτές να μην ’ποτάξεις,
   πουκάμισο στη ράχη σου ποτές να μην αλλάξεις,
   ψωμί πά’ στο τραπέζι σου ποτές να μη χορτάσεις,
   χώρα σε χώρα να γυρνάς, ποτές χωριό μην κάνεις.   
   Παίρνουν το δίπλα το στρατί, στρατί το μονοπάτι
   και το στρατί τις έβγαλε μπρος στου ληστή την πόρτα.
   Βλέπει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα
  και τα μικρά παράθυρα σφιχτά παραντωμένα.
 Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου,
   να βρέξω τ’ αχειλάκι μου νερό με το βαμβάκι.   
   Κι η πόρτα απ’ το φόβο της άνοιξε μοναχή της.
   Θωρεί δεξιά, θωρεί ζερβά, βλέπει τον Άγιο Γιάννη.
 Μην είδες, γιε μ’, τον γιόκα μου και σε το δάσκαλό σου;      
 Βλέπεις εκείνον το γυμνό και τον ανεμαλλιάρη,
   οπού φορά στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι,
   οπού φορά στη μέση του αβάτινο ζωνάρι.  
 Βριγιοί μου, σας παρακαλώ, κάνετε ελεημοσύνη,
   να τον εκατεβάσετε με την ταπεινοσύνη.
   Σταυρέ μου, για χαμήλωσε, γιε μου, κατέβα κάτω,
   να σε φιλώ στο μάγουλο, ώσπου να σε χορτάσω.
 Άιντε, Μαρία μου, διάβαινε και διάφορο μην έχεις.
 Γιόκα μου, ’γω σε γέννησα, πώς δεν με λέγεις μάνα
   και δεν εκοιλοπόνεσα και τράβηξα μεγάλα;
   Οπού ’χα κούνιες αργυρές, σχοινιά μαλαματένια,
   είχα και σε κουνούσανε οι δώδεκα παρθένες;
 Άιντε, μανούλα μ’, στο καλό και στην καλή σου ώρα
   κι ο δρόμος σου να σου  φανεί τριαντάφυλλα και ρόδα.
 Πού ’ναι γκρεμός να γκρεμνιστώ, φωτιά να πέσ’ απάνω,
   πού ’ναι κι άδικος θάνατος, να πέσω να πεθάνω;
 Εσύ, μάνα μ’, σαν γκρεμνιστείς, γκρεμνιέται όλος ο κόσμος,
   γκρεμνιούνται μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες,
   γκρεμνιούνται κι οι καλόπαντρες για τους καλούς τους άντρες.
   Βάλε κρασί στο μαστραπά κι αφράτο παξιμάδι
   και κάνε μια παρηγοριά, να κ’ εύρ’ όλος ο κόσμος,
  να κ’ εύρουν μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες,
   να κ’ εύρουν κι οι καλόπαντρες για τους καλούς τους άντρες.
   Άιντε, μανούλα μ’, διάβαινε και διάφορο δεν έχεις,
   μόνο το Μέγα Σάββατο τότες να μ’ απαντέχεις.
   Σαν κράξουνε οι πετεινοί και ψάλλουν οι παπάδες,
   τότε, μάνα μ’, μ’ απάντεχε με κάτασπρες λαμπάδες.

Επιτάφιος Ευαγγελίστριας Παλαιοχωρίου Λέσβου. Φωτογραφία Ευαγγελίας Καραμπέτσου - Κουτλή.

  Τρίτη παραλλαγή
                      
   ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟЇ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
                               από τη Δέσποινα Γανώση - Παυλίδου
                    
  Ήρτι η μιγάλ’ Σαρακουσκή τσι γοι αγιασμένις μέρις,
   που λειτουργούν γοι ακκλησιές τσι ψέλνουν οι παπάδις.
   Ψέλνουν τουν άγιου του Χριστό τσι τ’ άγιου Κύριε ελέησον.
  
   Καλό ’νι τ’ άγιους ου Θεός, καλό ’νι τσ΄ ας του πούμι,
   όποιους του λέει σώνιτι, τσ’ όποιους τ’ ακού’ αγιάζει
   τσ’ όποιους του καλαφουγκραστεί σκ’ Παράδεισου θα πάει,      
   σκ’ Παράδεισου κι σκ’ ακκλησιά τσι στ’ άγιου μοναστήρι.

   Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
   την προσευχή της έκανε για το μονογενή της.
   Ακού’ βρουντές, ακού’ αστραπές τσι ταραχές μιγάλις.
   Βγαίνει στην πόρτα της να δει, να δει τη γειτονιά της.  
   Βλέπει τον ουρανό θαμπό τσι τ’ άστρα βουρκουμένα
   τσι του φιγγάρι του λαμπρό στου αίμα βουτηγμένο.
   Θωρεί και δεξιότερα, βλέπει τουν Άγιου Γιάννη,
   βαστά τσι στου χειράκι του μαντήλι ματουμένου
   τσι στ’ άλλου του χειράκι του μαλλιά απ’ την κεφαλή του.
 Τι έχεις, Γιάννη μ’, τσ’ έρχισι κλιαμένους, βουρκουμένους,  
   κλιαμένος τσι βρουχάμινους τσι παραπουνιμένους;
   Η δάσκαλούς σου σ’ έδειρε ή του χαρτί σου ’χάσις;
 Μη δάσκαλούς μου μ’ έδειρι μη του χαρτί μου ’χάσα.
   Δεν έχου στόμα να στου πω, μιλιά να σου μιλήσω
   μήδι η καρδιά μου του βαστά να σου τ’ ουμουλουγήσω.
 Για κάνε στόμα, πες μου το, μιλιά τσι μίλησέ μου,
   για κάνε σίδηρου καρδιά τσι ξιφανέρουσέ του. 
 Τον δάσκαλό μου πιάσανε οι άνομοι Εβραίοι,
   οι άνομοι παράνομοι, οι τρισκαταραμένοι.
   Η Παναγιά, σαν τ’ άκουσι, έπισι κι ελιγώθει.
   Τριά σταμνιά ρουδόσταμα κι τέσσιρα του μόσχου
   κι πέντι το ανθόνιρου, ώσπου να συνεφέρει.
   Απάνου που συνέφιρι, αυτά τα λόγια λέει:
 Ας έρθει η Μάρθα κι η Μαριάμ και του Προδρόμου η μάνα,
   τσι του Λαζάρου γη αδελφή, να πάμι ούλις αντάμα,
   να πάμι να τουν εύρουμι, πριν να τουν εσταυρώσουν,
   πριν να τουν βάλουν στα καρφιά τσι τουν εθανατώσουν.
   Παίρνουν του δίπλα του στρατί, στρατί του μονοπάτι
   τσι του στρατί τις έβγαλι μπρος σ’ ένα μαστουράκι.
 Ώρα καλή σου, μάστουρα, μαζί μι τα πιδιά σου,
   μαζί μι τη γυναίκα σου κι μι τη φαμελιά σου.
   Θα σε ρουτήσου, μάστουρα, τι ’ναι αυτά που κάνεις;
 Τα μη σε μέλει μη ρωτάς τι ’ναι αυτά που κάνω.
 Μένα με μέλει και ρωτώ κι έχω καημό μεγάλου.
 Βριγιοί μου παραγγείλανε καρφιά να τους εκάνω.
   Μου παρατζείλαν τέσσιρα, μα ’γώ τα κάνου πέντι.
 Σα σ’ παρατζείλαν τέσσιρα, γιατί τα κάνεις πέντι;
 Τα δυο στα δυο του γόνατα, τα δυο στα δυο του χέρια,
   τσι τ’ άλλου του φαρματσιρό να μπει μες στα τζιγέρια.
   Η Παναγιά, σαν τ’ άκουσι, έπισι και λιγώθει.
   Τριά σταμνιά ρουδόσταμα κι τέσσερα του μόσχου
   τσι πέντι του ανθόνιρου, ώσπου να συνιφέρει.
   Απάνου που συνέφιρι, αυτά τα λόγια λέγει.
 Βρ’ ατσίγγανι τσι βρε χαρτζιά τσι βρε καταραμένι,
   ξύλα να βάζεις στη φωτιά, αχλιά πουτέ μην κάψεις,
   ψουμί πά’ στου τραπέζι σου πουτέ να μη χουρτάσεις,
   παρά μες στο μπουγάκι σου πουτέ μην αποτάξεις
   μήδι πά’ στη ραχίτσα σου πουκάμισου ν’ αλλάξεις,
   Παίρνουν του δίπλα του στρατί, στρατί του μονοπάτι
   τσι του στρατί τις έβγαλι μπρος σ’ ένα τσουμπανάκι.
 Ώρα καλή σου, τσόμπανι.  Καλώς την άγια μάνα.
   Μπας τσ’ είδις, γιε μ’, του γιόκα μου τσι του μουνουγενή μου;
 Βλέπεις του κείνου του βουνό του καταραχνιασμένου,
   που ’νι απού μέσα σκουτεινό τσ’ απόξου ανταριασμένου;
   Εκεί πάνου τουν έχουνι του γιο σου σταυρουμένου.
   Σαν πεύκου τουν εστήσανε τσι τουν επιλικούνι
   τσι τ’ απουπιλικούδια του στην κάμινο πιτούνε.
   Οξύ καπνό εβγάζουνι τσι γηρανιά φουτίτσα
   και των Οβραίων οι θωριές εροδοκοκκινίζαν.
   Η Παναγιά σαν τ’ άκουσι, έπισι και λιγώθει.
   Τριά σταμνιά ρουδόσταμου, ώσπου να συνιφέρει.
   Απάνου που συνέφιρι, αυτά τα λόγια λέγει.
 Τα πέντι χίλια να γινούν, τα δέκα δυο χιλιάδις
   τ’ άλλα τα περισσότερα αμέτρητες χιλιάδες.
   Παίρνουν του δίπλα του στρατί, στρατί του μουνουπάτι
   τσι του στρατί τις έβγαλι μπρος στου ληστού την πόρτα.
   Ήταν η πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα
   τσι τα παραθυράκια του σφιχτά παραντουμένα.
 Άνοιξι πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.
   Κι η πόρτα απ’ του φόβου της άνοιξι μοναχή της.
   Σα μπαίνει μέσα η Παναγιά, κανέναν δε γνωρίζει.
   Απ’ τους Οβραίους τους πολλούς κι απού τους ’Βραιολόγους
   Κανέναν δεν εγνώρισι, μόνου τουν Άγιου Γιάννη.
 Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γιου μου,
   μπας τσ’ είδις με του γιόκα μου τσι σε του δάσκαλού σου;      
 Βλέπεις τουν κείνον του γυμνό τσι τουν ανιμαλλιάρη,
   οπού φουρεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι,
   οπού φορεί στη μέση του αβατινό ζουνάρι;  
 Βριγιοί μου, σας παρακαλώ, κάνιτι ελεημοσύνη,
   να τουν εκατιβάσιτι μι την ταπεινουσύνη.
   Σταυρέ μου, για γονάτισε, σταυρέ μου κλίνε κάτου,
   να σε φιλώ στα μάγουλα, ώσπου να σι χουρτάσου.
 Άιντε, Μαριά μου, διάβινι κι διάφουρου δεν έχεις.
 Γιόκα μ’, ’γω δε σε γέννησα και δε με λέγεις μάνα
   και δεν σι κοιλοπόνεσα κι τράβηξα μεγάλα,
   που σου ’χα κούνιες αργυρές, σχοινιά μαλαματένια,
   οπού σε νανουρίζανε οι δώδικα παρθένες;
 Άιντε, μανούλα μ’, στου καλό τσι στην καλή σου ώρα.
 Πού ’νι γκριμός να γκρημνιστώ, φουτιά να πέσου απάνου,
   πού ’νι ο άδικος θάνατος, να πέσου να πιθάνω.
 Εσύ, μάνα μ’, σαν γκρεμνιστείς, γκρεμνιέται ούλους η κόσμους,
   γκρεμνιόντι οι μάνες για μουρά τσι τα μουρά για μάνις,
   γκρεμνιόντι τσι οι καλόπαντρες για τους καλούς τους άντρες.
   Βάλι κρασί στου μαστραπά κι αφράτου παξιμάδι
   και κάνε μια παρηγοριά, να κ’ εύρει ούλους η κόσμους,
   να κ’ εύρουν μάνις για πιδιά τσι τα πιδιά για μάνις,
   να κ’ εύρουν τσι οι καλόπαντρες για τους καλούς τους άντρες.
 Ποιος είδι γιο στου μακιλιό τσι μάνα στου τραπέζι.
 Άψαλτη κι αλειτούργητη να ’νι η Άγια Άννα,
   που δεν την παρηγόρησι την πικραμένη μάνα.
 Άιντε, μανούλα μ’, στου καλό κι διάφορο δεν έχεις,
   μόνο το Μέγα Σάββατο τότε να μ’ απαντέχεις,
   σαν κράξουνε οι πετεινοί και ψάλλουν οι παπάδες,
   τότε, μάνα μ’, μ’ απάντεχε με τις χρυσές λαμπάδες. 

   Σημειώσεις:
   1. Ευχαριστούμε τις συγχωριανές μας Αγάθη ΧρυσάφηΔέσποινα Γανώση-Παυλίδου και Ευαγγελία Καραμπέτσου-Κουτλή, που με προθυμία μας βοηθούν να διασώσουμε την παράδοση του χωριού μας.  


 Καλή Σαρακοστή και Καλή Ανάσταση

  Πανεπιστήμιο Αιγαίου - Εργαστήρι Πολιτισμικής Επικοινωνίας και Τεκμηρίωσης
“Μουσικά σταυροδρόμια στο Αιγαίο: Λέσβος (19ος-20ός αιώνας)”
Ηχογραφήσεις: Νο 37-Μυτιλήνη, Νο 38-Μεσότοπος, Νο 39-Μπορός Πλωμαρίου, Νο 40-Αγιάσος
Το καταλόγι της Παναγιάς
Νεοχώρι (Μπορός) Πλωμαρίου |1996, θρήνος (καταλόγι) της Παναγίας -Τραγουδάει η Γαρυφαλλιά Γιαννούλου -Προέλευση: «Κιβωτός του Αιγαίου» – Μουσικά σταυροδρόμια στο Αιγαίο. Λέσβος 19ος-20ός αιώνας - 

Ανοίξτε την ηχογράφηση Νο 39
http://soc-arksrv3.aegean.gr/music/musicians_sounds.php?unq=&
             
Πηγές:
1. Πανεπιστήμιο Αιγαίου – Εργαστήρι Πολιτισμικής Επικοινωνίας και Τεκμηρίωσης, Μουσικά σταυροδρόμια στο Αιγαίο: Λέσβος (19ος-20ός αιώνας)», σελ. 524-530.
2. Γιάννη Π. Μαυραγάνη «Παλαιοχώρι Πλωμαρίου Λέσβου. Παράδοση – Ιστορία – Η Ζωή και τα Έθιμα», Αθήνα 1995, σελ. 248-250.
3. Περιοδικό «Τα Παλιοχωριανά» του Συλλόγου Παλαιοχωριτών Λέσβου "Η Μελίντα", τεύχος 29ο (Ιαν.-Μάρτ. 1988), σελ. 447. 
                        
ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΜΥΡΣΙΝΗ Μ. ΒΟΥΝΑΤΣΟΥ
      

ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΡΟΝΗ ΑΗΔΟΝΙΔΗ ΚΑΙ ΤΗ ΝΕΚΤΑΡΙΑ ΚΑΡΑΝΤΗ
Πηγή: http://www.YouTube.com/watch?v=oigMnOy09IA (ανοίξτε και τον υπερσύνδεσμο)                                                                                                                                
***
                                           




Η ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΕΡΜΗΝΕΥΕΙ ΣΕ ΗΧΟ ΠΡΩΤΟ ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΊ΄ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Πηγή: http://www.YouTube.com/watch?v=FwLZfyVwf8I (ανοίξτε και τον υπερσύνδεσμο): 

***
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΣΑΣ: "Μοιρολόι ψηφίστηκε τι σημαίνει;" 
- Δεν καταλαβαίνω σε τι αναφέρεται η ερώτησή σας. Υποθέτω ότι μεταφράστηκε λαθεμένα η φράση "σε αργό ελεγειακό ρυθμό", που σημαίνει ότι η μελωδία του είναι αργή και θρηνητική. Το επίθετο "ελεγειακός" (= θρηνητικός, πένθιμος) παράγεται από τη λέξη "ελεγεία", που είναι ένα από τα 4 είδη της αρχαίας ελληνικής λυρικής ποίησης και μεταφορικά σημαίνει θρήνος, μοιρολόι [μοιρολόι<μοιρολογώ<μοιρολόγος<μοίρα+λέγω].

 
Σημείωση: Άλλη ανάρτησή μας στην παρακάτω διεύθυνση: