Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΙ - ΙΣΤΟΡΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΙ - ΙΣΤΟΡΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 4 Μαΐου 2023

ΒΟΥΝΑΤΣΟΥ ΜΥΡΣΙΝΗ_ΤΟ ΠΗΓΑΔΕΛΙ

 

ΤΟ ΠΗΓΑΔΕΛΙ

 

Η εντοιχισμένη επιγραφή στο κάτω μπροστινό μέρος του πηγαδιού. Φέρει έμμετρο τετράστιχο, το όνομα του χορηγού και ημεροχρονολογία 23 Σεπτεμβρίου 1927.

 

Τη θαυμάσια φωτογραφία της παραπάνω επιγραφής, που είναι εντοιχισμένη στο Πηγαδέλι, μας έστειλε ο παλιός συμμαθητής και φίλος Γρηγόρης Δ. Κουτλής, κατόπιν σχετικού αιτήματός μας. Τον ευχαριστούμε για την άμεση ανταπόκρισή του, που μας έδωσε την ευκαιρία να ξαναθυμηθούμε τα καλοκαίρια της παιδικής μας ηλικίας στο Ραχίδι, τα νεροκουβαλήματα με πήλινα σταμνιά, μπιτόνια και μεταλλικές λαγήνες. Άλλοτε τα κουβαλούσαν τα γαϊδουράκια, αλλά πιο συχνά τα μετέφεραν στα χέρια νεαρά άτομα, κυρίως παιδιά.

Τους πρώτους τέσσερις στίχους της επιγραφής αναφέρει και ο συγχωριανός μας Γιάννης Π. Μαυραγάνης στο βιβλίο του «Παλαιοχώρι Πλωμαρίου Λέσβου», στο κεφ. «Ύδρευση – Καθαριότητα» (σελ. 99). Γράφει σχετικά: «Στην πλάκα καμιά φορά έμπαινε και κανένα τετράστιχο, όπως η πλάκα στο Π’γαδέλι…». Προσθέτει, μάλιστα, την εξής πληροφορία: «Πολλοί περαστικοί, ιδιαίτερα τα παιδιά και οι νέοι, πάνω σ’ αυτές τις πλάκες έγραφαν με μολύβι ή κάρβουνο τα ονόματά τους ή τετράστιχα, ζωγράφιζαν καρδιές, μαχαίρια και διάφορα παρόμοια».

Το υποκοριστικό «Πηγαδέλι» γιατί υπήρχε μεγαλύτερο πηγάδι σε άλλο σημείο, κοντά στο εξοχικό του Δημητρίου Γ. Αμπελικιώτη.

 

Ο Γρηγόρης Κουτλής στο Πηγαδέλι. Τη φωτογραφία αυτή έχει ως προφίλ στο Facebook.

  

Η επιγραφή είναι εγχάρακτη σε ένθετη γκρι πλάκα, γραμμένη με κεφαλαία γράμματα χωρίς κενά ανάμεσα στις λέξεις, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική συνήθεια. Αποτελείται από έξι στίχους, τέσσερις έμμετρους ιαμβικούς στίχους και δύο που περιέχουν πληροφορίες· ο πέμπτος το ονοματεπώνυμο του κτήτορα και ο έκτος το μήνα, την ημερομηνία και το έτος κατασκευής (Σεπτεμβρίου 23, έτους 1927).

                                     

Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΡΥΟ ΤΟ ΝΕΡΟ

ΔΡΟΣΥΣΟΥ ΔΙΑΒΑΤΑ

ΤΟΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΝ ΕΝΘΥΜΟΥ

ΣΤΟΥ ΒΙΟΥ ΣΟΥ ΤΗ ΣΤΡΑΤΑ.

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Ε. ΚΑΛΔΕΛΗΣ

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 23.1927

 


Μας προβλημάτισε η ταυτότητα του Παναγιώτη Ε. Καλδέλη, το πατρώνυμό του Ε. (Εμμανουήλ;). Το επώνυμο Καλδέλης είναι πολύ γνωστό στο Παλαιοχώρι. Στο Μητρώον Αρρένων Κοινότητος Παλαιοχωρίου Επαρχίας Πλωμαρίου Νομού Λέσβου, καταρτισθέν υπό της Επιτροπής του Νόμου 2295, είναι εγγεγραμμένος ο Παναγιώτης Καλδέλης του Εμμανουήλ (φύλλο 1ο, α/α 6), ο οποίος γεννήθηκε το 1843 στο Παλαιοχώρι. Στις παρατηρήσεις αναφέρεται: «Διεγράφη δυνάμει της υπ’ αριθμ. 10397 από 5/1/1937 αποφάσεως Νομαρχ. Λέσβου». Άρρενα τέκνα του ίσως ήταν ο Ιωάννης (Μητρώον Αρρένων, φύλλο 29ο, α/α 3), ο οποίος γεννήθηκε το 1877 και απεβίωσε στις 8/12/1941, και ο Δημήτριος (φύλλο 38ο, α/α 8), που γεννήθηκε το 1888 και απεβίωσε το 1947. Υπήρχαν και άλλοι δύο με το ίδιο ονοματεπώνυμο, αλλά με διαφορετικό πατρώνυμο, ίσως συγγενείς του. Το 1927, έτος κτίσεως του πηγαδιού, ο Παναγιώτης Ε. Καλδέλης θα ήταν 84 ετών. Επίσης, γεννάται το ερώτημα αν ήταν μόνο χρηματοδότης ή κατασκευαστής και χορηγός συνάμα. 

Σε σχετική ερώτηση προς την παιδική φίλη Παρασκευή Σαββέλη-Καλδέλη, εκείνη μας συμβούλεψε να ψάξουμε σε γειτονικό χωριό, στο Μπορό (Νεοχώρι) ή στο Ακράσι. Γιατί συχνά συγχωριανοί μας δημιουργούσαν οικογένειες σε γειτονικά χωριά ή στο Πλωμάρι. Πράγματι, βρήκαμε ένα δημοσίευμα της εφημερίδας «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» Μυτιλήνης (29/11/1930) στο βιβλίο του αείμνηστου λυκειάρχη Γιάννη Κοντέλλη «Το Ακράσι Λέσβου», τόμος Β΄, Μυτιλήνη 1999, όπου, στο κεφ. «Τα χωριά. Το Μπορό» (σελ. 265), αναφέρεται ο Δημήτριος Εμμ. Καλδέλης, μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου, ο οποίος πιθανόν να ήταν αδελφός του Παναγιώτη.

Επίσης, στην ιστοσελίδα του Συλλόγου Νεοχωριτών Λέσβου «Ο Μπορός», κάποιος Παναγιώτης Καλδέλης αναφέρεται ως ένας από το διευθυντικό προσωπικό του ατμοκίνητου ελαιοτριβείου Αδελφών Μαραγγέλη στο Μπορό (https://www.mporos.gr/neoxori/index.php?option=com_content&task=view&id=60&Itemid=32).

Πιο πιθανό είναι να μετοίκησε στο Πλωμάρι και να δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά εκεί. Ίσως να ήταν συγγενής της οικογένειας Καλδέλη που έχει κατάστημα ειδών κηροποιίας και μνημοσύνων στο Πλωμάρι. Στο βιβλίο Πράξεων της Φιλοπτώχου Αδελφότητος Παλαιοχωρίου «Ο Άγιος Νικόλαος» εγγράφεται πληρωμή δύο χρηματικών ενταλμάτων για το μνημόσυνο του ευεργέτη Γεωργίου Βουνάτσου: στην Πράξη 5, στις 7/3/1937 αναφέρεται πληρωμή του υπ’ αριθμ. 86 εντάλματος «εις Παν. Καλδέλην δι’ αξίαν ενός στεφάνου και μιάς ταινίας διά το μνημόσυνον Γεωργ. Βουνάτσου δρχ. 250» (σελ. 45) και αριθμ. 87 «εις Π. Καλδέλην αξίαν αγγελτηρίων μνημοσύνου Γ. Βουνάτσου δρχ. 35» (σελ. 46). Επίσης, στις 11/12/1938, Πρακτικόν 3ον, πληρωμή χρηματικού εντάλματος υπ’ αριθμ. 14 «Εις Παν. Καλδέλην αξίαν καταθέσεως στεφάνου και ταινίας εις το μνημ. Γ. Βουνάτσου Δρχ. 100» (σελ. 52).

Η ερευνήτρια Κωνσταντίνα Βάκκα-Κυριαζή, αναφέρει έναν Παναγιώτη Καλδέλη από το Πλωμάρι –δυστυχώς χωρίς το πατρώνυμό του– στο βιβλίο της «Η Λεσβιακή Φάλαγγα. Η ιστορία των προγόνων μας», στη σελ. 187/κεφ. «Ποιοι αποτελούν τη Λεσβιακή Φάλαγγα», ο οποίος ήλθε από την Αμερική ως εθελοντής για την απελευθέρωση της Λέσβου το 1912. Στον αλφαβητικό κατάλογο των ανδρών της Λεσβιακής Φάλαγγας (σελ. 230), τον αναφέρει με αύξ. αρ. 64: «Καλδέλης Παναγιώτης, Στρατιώτης Η΄ Ενωμοτία, Πλωμάρι».

  

Φιλολογικά χαρακτηριστικά του τετράστιχου: Μέτρο ιαμβικό (1 άτονη και 1 τονισμένη συλλαβή: υ_ ). Ο πρώτος και ο τρίτος στίχος 8σύλλαβοι, ο δεύτερος και ο τέταρτος 7σύλλαβοι. Ομοιοκαταληκτούν οι στίχοι β΄ και δ΄, παραπέμποντας σε πλεκτή ομοιοκαταληξία.

 

Σ’ αυ-τό – το – κρύ-ο – το – νε-ρό                  (8 συλλαβές)

δρο-σί-σου – δι-α-βά-τα                                 (7 συλλαβές)

τον – Π α-να-γιώ-την – εν-θυ-μού                  (8 συλλαβές)

στου – βί-ου – σου – την – στρά-τα.                (7 συλλαβές)

 

Ο δημιουργός της παραπάνω επιγραφής απευθύνεται σε β΄ ενικό πρόσωπο στο μοναχικό διαβάτη (κλητική προσφώνηση «διαβάτα»). Αρχίζει με τον εμπρόθετο προσδιορισμό «σ’ αυτό», που μας παραπέμπει απευθείας στο περιεχόμενο του πηγαδιού («νερό») και στην ποιότητά του («κρύο», «δροσίσου»), κατ’ επέκταση και στην αξία του πηγαδιού και της προσφοράς του χορηγού. Νοηματική συνάφεια υπάρχει και στις λέξεις «διαβάτα» (από το ρ. «διαβαίνω») και «στράτα», έννοιες που δηλώνουν κίνηση, δράση, κόπο, δίψα. Η φράση «στου βίου σου την στράτα» αποτελεί σύνηθες λογοτεχνικό μοτίβο, ενώ το ρ. «ενθυμού» σε προτρεπτική προστακτική συνδέει το έμμετρο τετράστιχο με τον επόμενο, τον πέμπτο στίχο, και φέρνει στο νου μας τη φράση «εις μνήμην» και την επιθυμία των ανθρώπων για υστεροφημία μέσω της τέλεσης ενός κοινωφελούς έργου.

 

Ας δούμε πώς είναι σήμερα το Πηγαδέλι. Τις παρακάτω φωτογραφίες βγάλαμε στις 10 Νοεμβρίου 2019, ακολουθώντας μια παράκαμψη του χωματόδρομου που οδηγεί από το Ραχίδι στο Βαλανιά.


Το Πηγαδέλι σήμερα, με φανερά τα σημάδια του χρόνου.

 

Αναζητήσαμε πληροφορίες στη βιβλιογραφία – ελάχιστες δυστυχώς – αφού τα χρόνια εκείνα, χρόνια σκληρά και «άνυδρα», πολλοί συγχωριανοί μας ήταν σχεδόν αναλφάβητοι, δοσμένοι στον αγώνα επιβίωσης από τα παιδικά τους χρόνια. Ευτυχώς η προφορική παράδοση ήταν ανοιχτό βιβλίο, που ελπίζουμε να μην κλείσει ποτέ.

 

 

Μετά την εκπόνηση του έργου με τίτλο «ΠΛΩΜΑΡΙ. ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΗΣ ΕΛΙΑΣ» («PLOMARI. OLIVE TRAILS» στα αγγλικά), έχει τοποθετηθεί στο πιο κεντρικό σημείο του Ραχιδιού πινακίδα με χάρτη και χρήσιμες πληροφορίες για τους περιπατητές. Από εκεί θα ξεκινήσουμε κι εμείς, για να πάμε στο Πηγαδέλι.

 

 

Το Ραχίδι, απλωμένο πάνω σε οροπέδιο με υψόμετρο 524 μ., ήταν παλιά το κύριο θέρετρο των Παλιοχωριανών. Κατάφυτο από αμπέλια, που τα σταφύλια τους προορίζονταν για προσωπική χρήση της οικογένειας ή για κρασί. Δεν έλειπαν κι οι συκιές, που έκαναν καματερά σύκα ή αυγόσυκα. Λόγω του υψόμετρου, τα πρώτα σταφύλια, τα ψιλόρογα, ωρίμαζαν τέλη Αυγούστου. Αρκετά πετρόχτιστα ντάμια, δυο καφενεία, του Παντελή Βαμβαδέλλη το ένα και του Εμμανουήλ Παντελέλη το άλλο, πεύκα, λιόδεντρα και θαμνώδης πυκνή βλάστηση, αλλά και βράχια ριζωμένα στη γη, που τα λέγαμε «μάρμαρα». Δυστυχώς, το Ραχίδι υπήρξε ανέκαθεν άνυδρο, αντίθετα από το Βαλανιά που έχει πλούσια νερά και σκιερά πλατάνια.

Διαβάστε στον πίνακα πληροφορίες για τις πεζοπορικές διαδρομές και βρείτε στο χάρτη το Πηγαδέλι.

 

 

Σήμερα έχουν χαραχτεί δύο αμαξιτοί χωματόδρομοι από Παλαιοχώρι προς Ραχίδι, ο ένας ανατολικά από Διακλάδωση και Πρινοβούνι κι ο άλλος δυτικά, από Αμπέλια, Άγ. Χαράλαμπο, Αγία Παρασκευή, Αγία Τριάδα, Ραχίδι.

 

 

Ο παλιός ανηφορικός χωματόδρομος από τα Πυρπιρά, που τελειώνει στο πλάι του εξωκκλησιού Αγίου Φανουρίου στο Ραχίδι, δεν χρησιμοποιείται πια, παρά μόνο από λάτρεις της πεζοπορίας. Πριν από πενήντα χρόνια όμως ήταν ο κύριος δρόμος και το ανέβασμά του επίπονο.

Όσοι παραθερίζαμε παλιά στο Ραχίδι, ανεβοκατεβαίναμε όλο τον Οκτώβρη για να πάμε στο σχολειό. Στην επιστροφή δεν παραλείπαμε να βάλουμε το χέρι μας σε δυο οπές που υπήρχαν στο πλευρό λίγο πιο κάτω από τη γούρνα των Πυρπιρών, για να διαπιστώσουμε ότι έβγαινε θερμότητα, αφού μας έλεγαν ότι τα Πυρπιρά συνδέονται υπογείως με το θαλάσσιο ηφαίστειο της Παναγίας Κρυφτής. Επειδή σήμερα οι τρύπες έχουν επιχωματωθεί κι ελάχιστοι θα το θυμούνται, καταθέτω αυτή την πληροφορία για τους μελλοντικούς ερευνητές, καθώς και τη μαρτυρία της αείμνηστης Σοφίας Μάρκου-Πρωτογύρου ότι στα γειτονικά κτήματα αναβλύζουν ζεστά νερά, και παρακαλώ όποιος γνωρίζει κάτι σχετικό να συνεισφέρει στην έρευνά μας αυτή.

 

 

Με αφετηρία την πινακίδα, περπατάμε στον αμαξιτό χωματόδρομο με κατεύθυνση προς τα δυτικά. Αριστερά και δεξιά μικρές αγροικίες, κλειστές οι περισσότερες, χέρσα αμπέλια, πρίνοι και πεύκα. Όταν περάσουμε το εξωκκλήσι της Αγίας Τριάδας στο κτήμα των αδελφών Καραμπέτσου, παίρνουμε την αριστερή παράκαμψη του δρόμου και σε ελάχιστη ώρα φτάνουμε στο Πηγαδέλι.

 

 

Πυκνή βλάστηση, δέντρα ήμερα και άγρια κι ένα στενό μονοπάτι καλυμμένο από άγρια χόρτα και ξερά φύλλα. Σιωπή κι εγκατάλειψη παντού…


   

 

Κι όμως, σαν αντικρίσουμε τα ψηλά πλατάνια και βουλιάξουν τα πόδια μας στο παχύ στρώμα από ξερά πλατανόφυλλα, θ’ αναγαλλιάσει η ψυχή μας, ζητώντας να ξαποστάσουμε σε μια ξερολιθιά σκεπασμένη με βρύα και να θαυμάσουμε τη δημιουργική δύναμη της φύσης.

  

 

Δεκάδες αποχρώσεις πράσινου ανακατεμένες με το χρώμα του γκρίζου των γερασμένων κορμών και του καστανοχάλκινου της γης και των ξερών φύλλων.

  


Μεγάλος πλάτανος μερικά μέτρα πιο πάνω από το πηγάδι.

 

Και να, λίγο πιο κάτω, σε ένα πλάτωμα του δρόμου, αντικρίζουμε το Πηγαδέλι. Μια αύρα δροσιάς χαϊδεύει την καρδιά μας, τη διψασμένη από την ξενιτιά και τη νοσταλγία για τον τόπο μας. «Σ’ αυτό το κρύο το νερό δροσίσου, διαβάτα…».

 

 

Το Πηγαδέλι, που έδωσε το όνομά του σε όλη την περιοχή, είναι σήμερα κλειδωμένο με μια σκουριασμένη κλειδαριά κι αλυσίδα. Μόνο ένας μαύρος σωλήνας υποδηλώνει κάποια υποτυπώδη γεωργική χρήση σε κοντινό κτήμα.


Γύρω τα πλατάνια φανερώνουν την ύπαρξη νερού και κάτω απαλό στρώμα τα φύλλα τους. Ξερολιθιές χτισμένες από τους προπάππους μας και σκεπασμένες με πρασινάδα, πουρνάρια και κάθε λογής αυτοφυείς πόες γεμίζουν άναρχα τον περιβάλλοντα χώρο.

 


  

Σαν θρόνος τοποθετημένος στη μέση του μονοπατιού, πλάι σ’ ένα βράχο. Το κυκλικό στόμιο του πηγαδιού προεξέχει 20 εκ. περίπου πάνω από μια πλατύτερη κι υψηλότερη ημικυκλική βάση, που μπορεί να χρησιμεύσει και για ξεκούραση των περαστικών. Ένα μεταλλικό κυκλικό σκέπασμα με τρεις λαβές είναι μόνιμα και τεχνικά προσαρμοσμένο σε μία οριζόντια μεταλλική ράβδο, ενώ μία κάθετη το στηρίζει δεξιά.

 

  


Στην πίσω πλευρά μία προστατευτική όρθια πλάτη και στη δεξιά η παραλληλεπίπεδη γούρνα για το πότισμα των ζώων. Κάποια κεφαλαία γράμματα είναι γραμμένα με χαλίκια στην πλάτη του πηγαδιού, μάλλον εκ των υστέρων. Στην μπροστινή πλευρά του είναι ένθετη η κτητορική επιγραφή, χαραγμένη σε ξεχωριστή πλάκα.

 

 

Η διάνοιξη ενός πηγαδιού ήταν σημαντικό, μακρόπνοο και δαπανηρό έργο. Πρώτα έπρεπε ο ειδικός, ραβδοσκόπος συνήθως, να εντοπίσει την υδροφόρα φλέβα. Μόλις εντοπιζόταν το νερό, γινόταν ο έλεγχος της ποιότητάς του, αν ήταν πόσιμο ή μόνο για πότισμα. Έπειτα γινόταν η διάνοιξη με κοπιαστικό σκάψιμο και απομάκρυνση του χώματος.

Στη συνέχεια άρχιζε το εσωτερικό χτίσιμο του πηγαδιού με λείες πέτρες, για να είναι αδιάβροχο και στερεό. Απαιτούσε ειδικευμένους χτίστες, για να γίνει στεγανή η εσωτερική κυλινδρική κατασκευή και να διασφαλιστεί η καθαρότητα του νερού. Καμιά φορά, έχτιζαν και εσωτερικά σκαλιά, πλάκες που προεξείχαν κι έδιναν τη δυνατότητα να κατεβεί κάποιος.

Ακολουθούσε η κατασκευή του εξωτερικού του πηγαδιού. Κατασκεύαζαν το υπερυψωμένο στόμιο σε ύψος 80 εκ. περίπου, την πλάτη στήριξης, μια παραλληλεπίπεδη γούρνα στο πλάι για πότισμα ζώων, ένα ξύλινο ή σιδερένιο σκέπασμα με λαβές, για ασφάλεια. Ένας μεταλλικός κουβάς κρεμασμένος με σκοινί ή αλυσίδα μόνιμα μέσα στο πηγάδι ή τοποθετημένος στη γούρνα, για το ανέβασμα του νερού.Και τέλος, προαιρετικά, η εντοίχιση της πλάκας με την επιγραφή που θα μαρτυρά ποιος και πότε έφτιαξε το πηγάδι κι έδωσε ζωή στον τόπο. Έργα «δροσερά» από εργατικούς δουλευτές.

 

 

Στην περιοχή αυτή είχαν διανοιχτεί κι άλλα πηγάδια για ιδιωτική ή δημόσια χρήση, αφού το οροπέδιο του Ραχιδιού φιλοξενούσε Παλιοχωριανούς παραθεριστές πολλούς μήνες του χρόνου. Βέβαια ο Βαλανιάς με τα πολλά νερά ήταν κοντά, αλλά η μεταφορά του νερού με τα μέσα της εποχής απαιτούσε κόπο και χρόνο.

Αλλά και σε άλλες περιοχές υπάρχουν πηγάδια, ακόμα και μέσα σε σπίτια στο Παλαιοχώρι. Αξίζει να κάνουμε μια παρέκβαση εδώ. Ο αείμνηστος Δημήτριος Γ. Αμπελικιώτης, ο λεγόμενος Γραμματικός γιατί υπήρξε γραμματέας της Κοινότητας, μας  έλεγε ότι υπάρχουν τρία υπόγεια ρεύματα στο Παλαιοχώρι: ένα στη Λαγκαδούρα, ένα στην Αγορά και τρίτο στην αρχή του Πέρα Μαχαλά. Και πολλοί θα γνωρίζετε ότι, μέχρι τη δεκαετία του ογδόντα, στο καφενείο του Μελανδινού Θρ. Βουνάτσου, μπροστά στο τεζιάκι, υπήρχε ένα πηγάδι σε χρήση, για το πάγωμα των αναψυκτικών. Το νερό δεν ήταν πόσιμο, αλλά δεν μύριζε ούτε στέρευε ποτέ. Κάποτε μάλιστα που ο μακαρίτης ο πατέρας μου το είχε ανοιχτό έπεσε μέσα από απροσεξία ο παπα-Θανάσης κι έβρεξε τα ράσα του. Δυστυχώς, η Αστυνομία απαίτησε το σφράγισμά του, όταν στρωνόταν το δάπεδο με μωσαϊκό.

Η Σοφία Βαμβά-Καμπούρη μας είπε ότι στο σπίτι του μακαρίτη Ιωάννη Κουτσουραδή (Κουλουκιού) πλάι στης Τζίμαινας υπάρχει πηγάδι στο κατώι. Θα επιθυμούσαμε ο σημερινός ιδιοκτήτης να μας το επιβεβαιώσει, δίνοντας περισσότερες πληροφορίες. Πρόσφατα πληροφορηθήκαμε από την Ευαγγελία Μουχτούρη-Σκαφίδα κάτι πολύ ενδιαφέρον: ότι στο πατρικό της σπίτι στη Λαγκαδούρα υπήρχε πηγάδι από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όπου βρήκαν όπλα και νομίσματα όταν το μπάζωναν. Δυστυχώς, δεν φύλαξαν τα ευρήματα.

Στη Μελίντα, ονομαστό είναι το πηγάδι των Μελανδινών, με μηχανή άντλησης νερού φερμένη από τη Σμύρνη. Πιο πέρα, λίγα μέτρα πιο πάνω από το εξοχικό κέντρο της Μαρίας και της Ελένης Μουχτούρη, ένα άλλο δημόσιας χρήσης και πιο πέρα ιδιωτικά πηγάδια μέσα σε κήπους.

Οι παλιοί Παλιοχωριανοί ήταν άξιοι κι εφευρετικοί στην αντιμετώπιση του προβλήματος της λειψυδρίας. Οι βρύσες και τα πηγάδια το μαρτυρούν…

 

 

Ας ανεβούμε ξανά στο οροπέδιο πάνω από το χωριό μας. Κι ας φανταστούμε πώς έσφυζε από ζωή, κατάφυτο από αμπέλια και πεύκα και δροσερό. Ανατολικά του Ραχιδιού το Χώμα με δικά του νερά, δυτικά ο Βαλανιάς με πανύψηλα πλατάνια και το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής. Και λίγο πιο πάνω το Πηγαδέλι.

Ο σημερινός διαβάτης που θ’ αντικρίσει το Πηγαδέλι θα δει εικόνα εγκατάλειψης και φθοράς από το χρόνο και την αδιαφορία· βαθιές ρωγμές κι αγριόχορτα φυτρωμένα πάνω στο πηγάδι, σκουριά και ξεραΐλα. Ξερές είναι κι οι καρδιές των ανθρώπων που ζουν σαν ξένοι στο φυσικό τους περιβάλλον. Ίσως, αν τοποθετούσαν οι χωριανοί πάνω στον πλαϊνό βράχο μια δεύτερη επιγραφή με πληροφορίες για το Πηγαδέλι, να ζωντάνευε λίγο η περιοχή, καθώς θα κινούσε το ενδιαφέρον κάποιων ξένων πεζοπόρων.

  


Κλείνοντας αυτό το γραπτό μας, παραφράζουμε το έμμετρο τετράστιχο της επιγραφής, προτρέποντας τον αναγνώστη να αναζητήσει περισσότερες πληροφορίες για το Πηγαδέλι.

 

  «Σ’ αυτό το κρύο το νερό

  δροσίσου, αναγνώστα.

Το Πηγαδέλι ενθυμού

    για τον Καλδέλη ρώτα.»

 

Κι εμείς σήμερα, περαστικοί της ζωής, με το σκοτάδι της λήθης των νέων καιρών στο νου, παραμένουμε αξεδίψαστοι. Όσοι γνώριζαν έχουν φύγει, όσοι γνωρίζουν είναι λιγοστοί. Κι εμείς, διαβάτες διψασμένοι για γνώση ενός κόσμου που έφυγε για πάντα, αφήνοντας μοναχά ένα όνομα και μια χρονολογία πάνω στην πλάκα, στα πόδια του πηγαδιού.

 

Μυρσίνη Μ. Βουνάτσου




Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018

ΜΝΗΜΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ Ι. ΚΟΥΤΛΗ


ΜΝΗΜΗ
Παναγιώτου Ι. Κουτλή



      Στην τελευταία επίσκεψή μου στο Παλαιοχώρι, ο εξάδελφός μου Παναγιώτης Κουτλής του Καλδή μου έδωσε το γράμμα του θείου του Παναγιώτου Ι. Κουτλή [1], που σκοτώθηκε στο πεδίο της μάχης κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, στις 5 Ιανουαρίου 1941. Πατέρας του ο Ιωάννης Π. Κουτλής [2] και μητέρα του η Μαρία [3], το γένος Καλδή Καλδέλη, και αδελφή της η Αμερισούδα Καλδέλη - Καραμπάση [4], σύζυγος του Στυλιανού Καραμπάση και μητέρα της Μαρίας Καραμπάση - Αχειλαρά, της Βικτώριας και του Ευστρατίου. Παιδί πολύτεκνης ορφανής από πατέρα οικογένειας, ο Παναγιώτης (γενν. 1916) ήταν το μεγαλύτερο από τα πέντε παιδιά: Παναγιώτης, Καλδής [5], Γρηγόριος (Γρηγόρα) [6], Αθηνά, Γεώργιος (Χαμούσα). Στο Παλαιοχώρι ασχολούνταν με αγροτικές εργασίες στα οικογενειακά ελαιοκτήματα και διατηρούσε ένα παντοπωλείο στην αγορά, εκεί που σήμερα βρίσκεται το καφενείο της Αγάθης Χρυσάφη. Η κλάση του, του 1937, επιστρατεύτηκε νωρίς: βαθμός Στρατιώτης, 22ο Σύνταγμα Πεζικού, 5ος Λόχος. Μαζί του άλλοι τέσσερις συγχωριανοί του: ο εξάδελφός του Βασίλης (Κουτλής), ο Δημήτριος Χρυσάφης (Ξαφέλης), ο Γεώργιος Κουτλής και ο Παντελής Φλουκουράκης (Φουλκαράκης;) [7].
     Η επιστολή έχει παραλήπτη τον αδελφό του Καλδή και δεν είναι η πρώτη επικοινωνία τους, μάλλον δεύτερη ή τρίτη.


Η επιστολή.
30 / 10/ 1940
  «Ἀγαπιτέ μου Ἀδελφέ μου
    Καλδῆ χέρε.
    Ἱγίαν ἔχο, τό αὐτό ποθό καί διά ἐσᾶς πάντοτε.
    Γνόριζε Ἀδελφέ μου ὅτι ἔλαβα τό πιστοπιητικό καί τά λευτά ποῦ μού ἔστειλες ἀλά ὅλα μάταια δέν ξεύρω πιός τόν σέρνη, πιστεύω δέ νά τά μάθατε καί ἐσεῖς. Καί ὅσον εἰμπορῆς νά κυτάζης τό σπίτη, τά μάτια σου δέκα. Καρδιά ὅσο ἠμπορῆς, τόρα σέ θέλο καπετάνιο. Νά σοδιαστῆς ἀπό ψόνια καί νά κλῆς τό μαγαζῆ γρίγορα τό βράδη καί νά παρακολουθῆς τόν κάθε νοικοκύρη τή κάμνη, νά κάνης τά μάτια σου δέκα, μῆν τά πέρνης τά πράγματα ἐπιπόλεα, ἄν δῆς καί δέν ἠμπορῆς νά κουμαντάρης τῆ γριά καί τά ἀδέλφια μας νά τούς πάις στῆ θία μου Ἀμερισούδα καί ὅλα τά ψόνια τού σπιτιού καί τά λευτά νά τά πάις στή θεία μου ή νά τά ἔχης κρεμασμένα στό λεμό σου με λαγάρα. λιπόν Ἀδελφέ μου, θά σέ δῶ. καρδιά καί ἐσύ καί ἐγῶ. ἐμεῖς δέ ἤμαστε μαζῆ 5 πέντε ὁ Βασίλης ὁ ἐξάδελφος μου, ὁ Δημ. Ξαφέλης, ὁ Γεόρ. Κουτλῆς καί ὁ Φλουκουράκης Παντελῆς. κιμόμαστε ἀγκαλιά τό βράδυ καί ἔτση δέν χάνομε τή ψυχρεμία μας, παρηγορῆ ὁ ἔνας τόν ἄλο.
    Ἐάν ἡμπορέσης, κάμε ἔνα πακέτο τῆ φανέλα πού ἔχο τῆ ναυτικιά πού ἀγόρασα πέρυση καί στήλε την ταχηδρομικός.
    Ἀσπασμοῦς εἰς ὅλους τοῦς φίλους καί θείους μου, ἐξαδέλφες μου, ἐξάδελφό μου Παναγ. Γρ. Κουτλῆ [8] καί ὅση ἐροτοῦν διά ἐμένα.
    Σᾶς χερετό ὁ Ἀδελφός σας
Παναγιώτης Ι. Κουτλής
καί καλήν ἀντάμοση.»
             



 … καρδιά ὅσο ἠμπορῆς, τόρα σέ θέλο καπετάνιο… 
                         


… Ἀδελφέ μου, καρδιά καί ἐσύ καί ἐγῶ…

    

         … καί καλήν ἀντάμοση.


Αδελφικές παραινέσεις προς το μικρότερο αδελφό.    
     
     Η επιστολή του Παναγιώτη εκφράζει την αγωνία του προστάτη της οικογένειας για την τύχη τους. Είναι καιρός πολέμου, ώρα κινδύνου, κι αυτός βρίσκεται πολύ μακριά από το χωριό του, την Κοινότητα Παλαιοχωρίου Λέσβου. Το ρόλο του αρχηγού της ορφανεμένης από πατέρα οικογένειας αναλαμβάνει τώρα ο δεύτερος αδελφός, ο Καλδής. Μετά την τυπική αρχή της επιστολής «Υγείαν έχω, το αυτό επιθυμώ και διά εσάς πάντοτε», ενημερώνει τον αδελφό του ότι έλαβε το πιστοποιητικό και τα λεφτά που του έστειλε ο αδελφός του Καλδής. Από αυτό συμπεραίνουμε ότι δεν είναι η πρώτη τους επικοινωνία, αφού η επιστράτευση είχε γίνει πριν από την 28η Οκτωβρίου 1940, λίγο μετά τον τορπιλισμό της "Έλλης" στο λιμάνι της Τήνου. Το πιστοποιητικό ίσως είναι Πιστοποιητικό Οικογενειακής Καταστάσεως, για να αποδείξει ότι είναι προστάτης οικογένειας. Δεν ελπίζει όμως για αποστράτευση, γι’ αυτό και λέει πως είναι «όλα μάταια». Με τη φράση «δεν ξεύρω ποιος τον σέρνει» δηλώνει την ανωμαλία και το πολεμικό κλίμα της αρχής του ελληνοϊταλικού πολέμου.
     Οι συμβουλές του θα μπορούσαν να είναι χρήσιμες και σε μας, που διανύουμε καιρούς οικονομικής και πολιτικής κρίσης:
     
     1. «Να κοιτάζεις το σπίτι, τα μάτια σου δέκα». Με τη λέξη "σπίτι" εννοεί την οικογένεια, αλλά και την οικογενειακή περιουσία, το σπίτι, το μαγαζί και τα κτήματά τους.

     2. «Καρδιά όσο ημπορείς, τώρα σε θέλω καπετάνιο». Η λέξη "καρδιά" περικλείει όλα τα αναγκαία για τη δύσκολη ώρα συναισθήματα κουράγιο, θάρρος, δύναμη, σύνεση και η λέξη "καπετάνιος" την ανάλογη συμπεριφορά που υπαγορεύουν αυτά. Προσπαθεί να κεντρίσει το φιλότιμο του αδελφού του, παρακινώντας τον να κουμαντάρει το σπιτικό τους με υπευθυνότητα, όπως ο καλός ο καπετάνιος το καράβι του στη φουρτούνα (≈ πόλεμος). Γιατί μια απρόσμενη εθνική φουρτούνα ήταν και η κήρυξη πολέμου από τους Ιταλούς κατά της Ελλάδας, μετά το τελεσίγραφο της 28ης Οκτωβρίου 1940 και το ΟΧΙ των Ελλήνων.

     3. «Να σοδιαστείς από ψώνια», τρόφιμα για την πολυμελή οικογένεια και εμπόρευμα για το παντοπωλείο. Συμβουλή να είναι προνοητικός.

       4. «Να κλείνεις το μαγαζί νωρίς το βράδυ», για ασφάλεια.

    5. «Να παρακολουθείς τι κάνει ο κάθε νοικοκύρης». Να ακολουθεί το παράδειγμα των συγχωριανών που έχουν σύνεση και εμπειρία ζωής. Η λέξη "νοικοκύρης" με τη θετική σημασία που τη χρησιμοποιούμε κι εμείς σήμερα: "καλός νοικοκύρης". Η πιο χαρακτηριστική και αξιοπρόσεκτη συμβουλή: οι άπειροι νέοι πρέπει να μιμούνται τους έμπειρους και συνετούς μεγαλύτερους.

     6. «Τα μάτια σου δέκα, μην τα παίρνεις τα πράγματα επιπόλαια». Τον συμβουλεύει να είναι πολύ προσεκτικός, να εκτιμά με σοβαρότητα την κατάσταση και να ενεργεί με σωφροσύνη, χωρίς επιπολαιότητα. Η επανάληψη της φράσης "τα μάτια σου δέκα" δίνει ιδιαίτερο τόνο και έμφαση στα λόγια του μεγαλύτερου αδελφού.

     7. «Αν δεις και δεν μπορείς να κουμαντάρεις τη γριά και τα αδέλφια μας, να τους πας στη θεία μου Αμερισούδα και όλα τα ψώνια του σπιτιού και τα λεφτά να τα πας στη θεία μου ή να τα έχεις κρεμασμένα στο λαιμό σου με λαγάρα». Είναι ενδιαφέρον ότι ως πιο έμπιστο και ικανό συγγενικό πρόσωπο επιλέγει μία γυναίκα, τη θεία Αμερισούδα Καλδέλη - Καραμπάση, ίσως γιατί η χήρα μητέρα τους ήταν άρρωστη. Εναλλακτικά, τα χρήματα μπορεί να τα κρατά πάνω του, κρεμασμένα με λαγάρα από το λαιμό, όπως συνήθιζαν και συνηθίζουν ακόμα στο χωριό όταν ταξιδεύουν.

     8. «Λοιπόν, Αδελφέ μου, θα σε δω. Καρδιά και εσύ, καρδιά και εγώ». Επαναλαμβάνει την ενθάρρυνση με τη λέξη "καρδιά" (= θάρρος, κουράγιο) προς τον αδελφό του, αλλά και προς τον ίδιο τον εαυτό του. Εκείνος στο μέτωπο του πολέμου δίνει μάχες για την υπεράσπιση της Πατρίδας, ο Αδελφός του στο Παλαιοχώρι θα δώσει τη μάχη της επιβίωσης για λογαριασμό όλης της οικογένειας. Χρειάζονται  κι οι δυο δύναμη. Γιατί, αν είναι δύσκολα τα πράγματα στο χωριό, ακόμα πιο δύσκολα και επικίνδυνα είναι στο μέτωπο. Αν μπορούν να χωρέσουν σε μια λέξη οι ελπίδες και η αγωνία για το αύριο, η λέξη "καρδιά" αρκεί για να δηλώσει την ηθική, την ποιότητα της συμπεριφοράς, την αξιοπρέπεια και τη φιλοτιμία των δύο αδελφών.

     9. «Εμείς δε είμαστε μαζί πέντε… κοιμόμαστε αγκαλιά το βράδυ και έτσι δεν χάνομε την ψυχραιμία μας, παρηγορεί ο ένας τον άλλο». Πόσο παρηγορητικό και ενθαρρυντικό είναι να είναι ο συμπολεμιστής κοντά στο συμπολεμιστή, ο συνάνθρωπος πλάι στο συνάνθρωπο στις δύσκολες ώρες! Να ένα μεγάλο μάθημα ζωής...

     10. «Και καλήν αντάμωση». Τα τελευταία λόγια του Παναγιώτη, μετά τα χαιρετίσματα σε φίλους, συγγενείς και συγχωριανούς και την παραγγελία να του στείλει τη ναυτική φανέλα του ταχυδρομικώς. Όχι τυπικό τέλος επιστολής αλλά διακαής πόθος ψυχής. Η ευχή μοιάζει τραγική, αφού δεν θα εκπληρωθεί ποτέ.
     «Ἀσπασμοῦς εἰς λους τοῦς φίλους καί θείους μου, ἐξαδέλφες μου, ἐξάδελφό μου Παναγ. Γρ. Κουτλῆ καί ση ἐροτοῦν διά ἐμένα». Με διακριτικό τρόπο τα τελευταία λόγια, για να μην εκθέσει την κοπέλα που αγαπούσε [9]. Ο Παναγιώτης αγαπούσε μια νέα του χωριού, τη Μαρία. Πριν φύγει για τον πόλεμο, την αποχαιρέτησε με το παρακάτω δίστιχο τραγούδι, από τα πιο γνωστά ακόμα και σήμερα στο χωριό, δραματικά συγκινητικό, που συνήθως το έγραφαν οι γονείς στα γράμματα προς τα ξενιτεμένα τους παιδιά. Εδώ εκφράζει την αγάπη του νέου κι ίσως ένα προαίσθημα πως θα τους χωρίσει ο θάνατος, που όμως δεν ήταν ικανός να σβήσει τη μεγάλη αγάπη του: 
          
        «Σαν έρθεις κι εύρεις λείψανα και κόκαλα στο χώμα, 
          τα νεκροπούλια ρώτησε πως σ' αγαπώ ακόμα.»
         
     Οι τέσσερις συγχωριανοί συμπολεμιστές του γύρισαν μετά τη θύελλα στο Παλαιοχώρι κι αντάμωσαν τους δικούς τους. Ο Παναγιώτης δεν γύρισε ποτέ στο χωριό του. Σκοτώθηκε στις 5 Ιανουαρίου 1941, στο πεδίο της μάχης στην τοποθεσία "Καλιβίτσι", άγαμος 25 ετών, προτού προλάβει να γεννήσει παιδιά. Άφησε το μερίδιο της πατρικής κληρονομιάς στα ορφανά αδέλφια του και την τιμή της θυσίας του σ’ όλα τα Ελληνόπουλα. Κι ένα γράμμα από το μέτωπο με λόγια παραινετικά, που αντηχούν από το Σαράντα και συγκινούν και ενθαρρύνουν κι αναθερμαίνουν την καρδιά μας:

    «Καρδιά εμείς, καρδιά κι εσείς»
                  

Από αριστερά:
Παναγιώτης Μαρής, Ιωάννης Δεληγιάννης, Κωνσταντίνος Αληγιάννης, Παναγιώτης Ι. Κουτλής.

         


Ο επίλογος δυο μήνες μετά:
ΔΕΛΤΙΟΝ ΦΟΝΕΥΘΕΝΤΟΣ (Αριθμ. Πρωτ. 91135)
«Ἔπεσεν ὑπὲρ Πατρίδος ἐπὶ τοῦ πεδίου τῆς Μάχης, Καλιβίτσι, 5 Ιανουαρίου 1941»

              
* Από λάθος γράφτηκε «Παλαιοχώρα», αντί «Παλαιοχώριον» ο τόπος καταγωγής.

            

     Χρόνια μετά, ο αδελφός του Καλδής έδωσε το όνομα του σκοτωμένου αδελφού του στο δεύτερο γιο του, τον Παναγιώτη, που μου έδωσε αυτή την επιστολή. Οι συγχωριανοί του, για να τον τιμήσουν, έχουν αναγράψει το όνομά του σε μαρμάρινη στήλη στο Ηρώο Πεσόντων [10], που βρίσκεται δίπλα στο Δημοτικό Σχολείο Παλαιοχωρίου στη συνοικία «Πέρα Μαχαλάς», στην ανατολική είσοδο του χωριού:
  
ΕΠΕΣΑΝ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ
1940-49
ΚΑΜΠΟΥΡΗΣ ΙΩΑΝ. ΔΗΜ.
ΚΟΝΤΟΠΟΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΣ Δ.
ΚΟΥΤΛΗΣ ΠΑΝ. ΙΩ.
ΜΑΪΣΤΡΕΛΗΣ ΙΩΑΝ. ΔΗΜ.
ΜΑΥΡΑΓΑΝΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Μ.
ΤΣΙΜΝΑΔΗΣ ΕΥΣΤ. ΔΗΜ.

      
     Ας είναι αιωνία η μνήμη τους…




[1]Στο φύλλο 68, αύξων αριθμ. 4 του Μητρώου Αρρένων Παλαιοχωρίου γράφει ότι ο Παναγιώτης Παναγιώτης του Ιωάννου γεννήθηκε το 1916 στο Παλαιοχώρι. Στις παρατηρήσεις αναφέρεται: «Αποβιώσας διεγράφη με τη 20586/51/14-1-52 απόφαση της Νομαρχίας Λέσβου».
[2] Στο φύλλο 29, αύξων αριθμ. 3 του Μητρώου Αρρένων Παλαιοχωρίου αναγράφεται ότι ο Κουτλής Ιωάννης του Παναγιώτου γεννήθηκε το έτος 1887 στο Παλαιοχώρι Λέσβου. Στις παρατηρήσεις, αναφέρεται: «Αποβιώσας διεγράφη με τη 20586/51/14-1-52 απόφαση της Νομαρχίας Λέσβου». Επίσης, στο Βιβλίο Ληξιαρχικών Πράξεων Θανάτου, τόμος Α΄, αύξων αριθμ. 31, έτους 1933, αναφέρεται ότι ο Ιωάννης Παν. Κουτλής, ετών 45, παντοπώλης, απεβίωσε στις 2-12-1933 στο Παλαιοχώρι από καρκινοειδή φυλλώματα κύστεως.
[3] Σε πρόσθετο φύλλο 18β του Βιβλίου Ληξιαρχικών Πράξεων Θανάτου Κοινότητας Παλαιοχωρίου, τόμος  Β΄, αύξων αριθμ. 58, έτους 1942, αναγράφεται ότι η Μαρία, χήρα Ιωάννου Κουτλή, ετών 53, επαγγέλματος οικιακά, απεβίωσε στις 22-3-1942 από εγκεφαλική συμφόρηση.
[4] Στο Γ΄τόμο του Μητρώου Ληξιαρχικών Πράξεων Θανάτου της Κοινότητας Παλαιοχωρίου Λέσβου αναγράφεται με α/α (3) 104 ο θάνατος της Αμερισούδας, χήρας Στυλιανού Καραμπάση, 92 ετών, επαγγέλματος οικιακά, στις 2-6-1960, από καρδιακή αδυναμία.
[5] Ο Καλδής Ι. Κουτλής γεννήθηκε το 1921 στο Παλαιοχώρι (Μητρώο Αρρένων Παλαιοχωρίου, φύλλο 73, αύξων αριθμ. 5).
[6] Ο Γρηγόρης Ι. Κουτλής γεννήθηκε το 1926 στο Παλαιοχώρι (Μητρώο Αρρένων Παλαιοχωρίου, φύλλο 78, αύξων αριθμ. 4).
[7] Γεννήθηκε το 1921 στο Παλαιοχώρι (Μητρώο Αρρένων Παλαιοχωρίου, φύλλο 68, αύξων αριθμ. 15, αναγράφεται ένας Φουλκαράκης Παντελής του Ιωάννου γεννήθηκε το 1916.
[8] Στο φύλλο 60, αύξων αριθμ. 6 του Μητρώου Αρρένων Παλαιοχωρίου αναφέρεται ότι ο Παναγιώτης Κουτλής του Γρηγορίου γεννήθηκε το 1908 στο Παλαιοχώρι Λέσβου.
[9] Αφού είχα αναρτήσει την επιστολή, μου τηλεφώνησε η ανεψιά του Μαρία Κουτλή - Πετρέλλη και μου έδωσε την πληροφορία αυτή, που την είχε ακούσει από τη μητέρα της Αθηνά, αδελφή του Παναγιώτη.  
[10] Βλέπε βιβλίο «Τα γλυπτά της Λέσβου» του Προκόπη Παπάλα, Μυτιλήνη 2012, σελ. 519 και πρδκ. «Παλιοχωριανά», Απρίλιος – Μάιος – Ιούνιος 2012, σελ. 4-6.

Μυρσίνη Μ. Βουνάτσου
Αθήνα, 30 Ιανουαρίου 2018