Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 14 Νοεμβρίου 2023

Η ΖΩΗ_ΧΑΛΙΛ ΓΚΙΜΠΡΑΝ

 

 Ακούστε ένα απόσπασμα από τον…

                                                                         

«Κήπο του Προφήτη» του Χαλίλ Γκιμπράν

Μιλά για τη Ζωή

     

       Κι ένας από το πλήθος μίλησε και είπε στον Προφήτη:

    «Δάσκαλε, η ζωή αποκρίθηκε πικρά στις ελπίδες και στους πόθους μας. Οι καρδιές μας είναι ταραγμένες και δεν καταλαβαίνουμε. Σε παρακαλούμε, παρηγόρησέ μας, κι αποκάλυψέ μας το νόημα της θλίψης μας.»

      Κι η καρδιά του πλημμύρισε συμπόνια, κι είπε:

    «Η Ζωή είναι πιο παλιά απ’ όλα τα πράγματα που ζουν· όπως η ομορφιά είχε φτερά προτού ακόμα γεννηθεί τo όμορφο πάνω στη γη, κι όπως η αλήθεια είναι αλήθεια πριν εκφραστεί.

    Η Ζωή τραγουδά στη σιωπή μας κι ονειρεύεται στον ύπνο μας. Ακόμα κι όταν είμαστε νικημένοι και ταπεινωμένοι, η Ζωή στέκεται στο θρόνο της ψηλά. Κι όταν δακρύζουμε, η Ζωή χαμογελά στη μέρα, κι είναι λεύτερη, ακόμα κι όταν εμείς σέρνουμε τις αλυσίδες μας.

    Συχνά δίνουμε στη Ζωή πικρά ονόματα, αλλά μόνο όταν εμείς οι ίδιοι είμαστε γιομάτοι πίκρα και σκοτεινιά. Και βλέπουμε τη Ζωή άδεια κι ανώφελη, αλλά μόνο σαν οι ψυχές μας περιπλανιούνται στις ερημιές κι οι καρδιές μας έχουν μεθύσει από την πολλή έγνοια για τον εαυτό τους.

    Η Ζωή είναι βαθιά και ψηλή και μακρινή· και μ’ όλο που μονάχα το πιο μακρινό σας όραμα μπορεί ν’ αγγίξει τα πόδια της, αυτή είναι πάντα κοντά· και μ’ όλο που μονάχα η ανάσα της ανάσας σας μπορεί να φτάσει στην καρδιά της, η σκιά της σκιάς σας περνά από το πρόσωπό της, κι ο αντίλαλος της πιο αδύναμης κραυγής σας γίνεται άνοιξη και φθινόπωρο στα στήθια της.

   Αλλά η Ζωή είναι σκεπασμένη με πέπλο και κρυμμένη, όπως σκεπασμένος με πέπλο και κρυμμένος είναι ο πιο μεγάλος σας εαυτός. Όταν όμως η Ζωή μιλά, όλοι οι άνεμοι γίνονται λέξεις· κι όταν η Ζωή τραγουδά, οι κουφοί ακούνε και σταματούν· κι όταν η Ζωή ζυγώνει περπατώντας, οι τυφλοί τη θωρούν ξαφνιασμένοι και μαγεμένοι την ακολουθούν.»

    Και τότε εκείνος έπαψε να μιλά, και μια απέραντη σιωπή τύλιξε το πλήθος, και μέσα στη σιωπή αυτή ήταν ένα τραγούδι ανάκουστο. Κι όλοι παρηγορήθηκαν από τη μοναξιά τους και τον πόνο τους.

                                                                                                               

  ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ

ΣΤΟΥΣ ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΟΥΣ

ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΙ ΟΛΟΥ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΧΗ

ΝΑ ΑΝΤΛΗΣΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΓΝΩΣΗ

ΕΛΠΙΔΑ ΚΑΙ ΥΠΟΜΟΝΗ ΚΑΙ

ΚΟΥΡΑΓΙΟ 









 

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2022

ΓΙΑ ΝΑ ΒΡΕΞΕΙ…

  

Για να βρέξει…

 

Η πολύμηνη ανομβρία και οι συνέπειές της στην παραγωγή της ελιάς μάς θύμισαν ότι παλιά έκαναν λιτανείες στο χωριό μας και σε πολλά άλλα μέρη. Η Μυρτούλα Σκυβαλάκη-Τσιμναδή θυμήθηκε πως κάποια χρονιά, αρχές Νοέμβρη, η πομπή ξεκίνησε από τον άγιο Ευστράτιο με κατεύθυνση το Παλαιοχώρι. Η Ειρήνη Κουρτέλη-Τσιμναδή μας ανέφερε ότι έκαναν λιτανεία από το χωριό μέχρι τη Μελίντα. Εμείς αχνά θυμόμαστε μια λιτανεία γύρω από το χωριό μας, με ενδιάμεσο σταθμό το νεκροταφείο. Είναι πανάρχαια και πανανθρώπινη η ιδέα, σε όλες τις θρησκείες, πως ο Θεός στέλνει στους ανθρώπους το καλό, ως ανταμοιβή για τα καλά τους έργα, αλλά και τις συμφορές, ως τιμωρία για τις αμαρτίες τους. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν το νεφεληγερέτη Δία, οι Ινδιάνοι χορεύουν το χορό της βροχής. Πότε κατακλυσμός, πότε ανομβρία, πότε καλοκαιρία… Ο άνθρωπος παλιά κατέφευγε στην προσευχή και στο έλεος του Θεού. Ο σημερινός άνθρωπος έχει εγκαταστήσει στην ατμόσφαιρα σύστημα που ρυθμίζει τον καιρό, μιλά για κλιματική αλλαγή και δεν κάνει πια λιτανείες…    

                                                                                                                                                              

Στράτης Μυριβήλης (1890-1969) 

 

Η λιτανεία

         

Το κείμενο αυτό είναι απόσπασμα από το 44ο κεφάλαιο του μυθιστορήματος «Η Παναγιά η Γοργόνα», που εκδόθηκε ολοκληρωμένο το 1949. Η υπόθεσή του διαδραματίζεται σε έναν παραλιακό χώρο, στη Μουριά και στη Σκάλα Συκαμιάς, κοντά στη Μυτιλήνη, και παρακολουθεί την απλή ζωή των κατοίκων της περιοχής λίγο μετά τη Mικρασιατική καταστροφή (1922). O τίτλος του αναφέρεται στην εκκλησία της περιοχής, την Παναγιά τη Γοργόνα, που σύμφωνα με το μύθο του έργου πήρε το όνομά της από μια εικόνα της Παναγίας ζωγραφισμένης ως γοργόνας. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα ο τόπος αντιμετωπίζει έντονο πρόβλημα λειψυδρίας, επειδή έχει καιρό να βρέξει. Tο γεγονός απειλεί με καταστροφή τους ελαιώνες του χωριού, οι οποίοι αποτελούν το κύριο έσοδο των κατοίκων. Για να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο οι κάτοικοι, αποφασίζουν να κάνουν λιτανεία και να παρακαλέσουν το Θεό να βρέξει.

 

Έτσι οι άνθρωποι του ελιώνα1 αποφάσισαν να προσπέσουν στο Θεό. Οι δεσποτάδες του νησιού έστειλαν χαρτί σ’ όλες τις επαρχίες, να γίνουν λιτανείες σ’ όλα τα χωριά, παράκλησες για τη βροχή, που την κρατούσε ο Θεός μακριά από τα χώματα των αμαρτωλών.

Βγήκε ντελάλης στο χωριό, βγήκε και στη Σκάλα και το φώναξε, πως την Κυριακή ν’ ανέβουν όλοι στη Μουριά, να βγουν στα χωράφια να παρακαλέσουν.

Ξημέρωσε η Κυριακή και χτύπησαν οι δυο οι καμπάνες της Αγια-Φωτεινής πάνω στο βουνό, χτύπησε και το σιδερένιο σήμαντρο της Αγια-Σωτήρας του νεκροταφείου. Σα να παρακαλούσαν μαζί με τους ζωντανούς κι όλες οι χιλιάδες οι παλιοί ζευγάδες2 και ξοχαραίοι3 που ξεκουράζονταν εκεί από τη δούλεψη του ελιώνα. Ύστερα χτύπησε και το καμπανάκι από τα Ράχτα, της Παναγιάς της Γοργόνας το καμπανάκι, να σηκωθούν κι οι αλειτούργητοι οι ψαράδες ν’ ανέβουν στη λιτανεία.

Σηκώθηκαν λοιπόν και τούτοι, βάλαν τις καλές τους τις βράκες, βάλαν τις μαύρες μαλλένιες4 κάλτσες και τα γιορτερά παπούτσια, κι ανέβηκαν.

Από την εκκλησιά της Αγια-Φωτεινής, τ’ απολείτουργα5, ξεκίνησε η συνοδειά. Μπροστά οι παπάδες, ο ένας με το χρυσό Βαγγέλιο, ο άλλος με τ’ ασημένιο. Στις τέσσερις γωνιές οι τέσσερις Ευαγγελιστάδες στο σμάλτο, δεμένο ένα γύρω με ρουμπίνια σα ροδοπαπούδες. Τα παλικάρια βαστούσαν τα κονίσματα, το μεγάλο το κόνισμα της Σαμαρείτιδας με το νερό στο σταμνί της. Και το άλλο με τη βρύση την εφτάκρουνη6, που έχει τις γούρνες άσπρες, μαρμαροπελεκητές, και τα νερά τρέχουν από τη μία γούρνα στην άλλη. Στην πάνω-πάνω γούρνα είναι η Παναγία με τα χέρια σηκωμένα για παρακάλεση.

Βγήκαν και τα λάβαρα με μαύρο κρέπι7 στον ασημένιο σταυρό, να δει ο Θεός τη θλίψη του κόσμου, και άστραφταν οι χρυσές φούντες στον ήλιο. Ήταν μαζί και τ’ αγόρια με τα φανάρια και τα ξεφτέρια8, ντυμένα με τ’ άσπρα άμφια, ζωσμένα σταυρωτά με το κόκκινο ωμοφόρι9.

Ξεκίνησε η πομπή για τα χωράφια, έβγαινε κι έβγαινε ο κόσμος από το πρόκλιτο10 και σωσμό δεν είχε11. Άντρες, γυναίκες, παιδιά και γέροι, όλοι τ’ ακλούθησαν, να πάνε στον ελιώνα να παρακαλέσουν τον Κύριο, που κρέμασε τη γη πάνω στα νερά, να στείλει στα δέντρα τα πνέματα της βροχής.

Όσο βγαίναν από το χωριό, τα παπούτσια ακουγόντανε, χιλιάδες, στο καλντερίμι12. Ύστερα άρχισε ο χωραφόδρομος, μονοπάτι, και δε χωρούσαν παρά ο ένας πίσ’ από τον άλλο. Η συνοδειά έγινε μακριά σαν ένα ατέλειωτο μαύρο φίδι, που κλωθογύριζε ανάμεσα στα δέντρα τις κουλούρες του. Σιγά-σιγά χανόταν πίσω από μια πύκνα13 από καρυδιές, κι έλεγες πάει, καταχωνιάστηκε μέσα στη λαγκαδιά του Oρυάκα, και ξαφνικά πάλι, να κι έβγαινε το κεφάλι του στο ξάγναντο14. Αυτό το κεφάλι άστραφτε από λέπια χρυσά και αργυρά, λαμποκοπούσαν στον ήλιο τα ξεφτέρια και τα φανάρια με τα κρύσταλλα. Όλο γλυκά χρώματα, ροδί και θαλασσί, πορτοκαλί και βυσσινί. Κατόπι ξετυλιγόταν, αργά-αργά, η μαύρη ουρά, και σ’ όλο το δρόμο ο μπουχός15 σηκωνότανε σύννεφο ξανθό πάνω από την ανθρωπομάζωξη.

Πήγαν και σταμάτησαν στα Oμαλά, που είναι η μοναδική ισάδα16 μέσα στον ανηφορικόν ελιώνα. Εκεί σταμάτησε το κεφάλι της λιτανείας και το φίδι άρχισε να κουλουριάζεται, να συμμαζεύει τη μαυρίλα του, ώσπου σταμάτησε να τυλίγεται ως κι η άκρα της ουράς.

Τότες έκανε ο παπάς τον αγιασμό και ράντισε με βρεγμένο βασιλικό τον ελιώνα στα τέσσερα σημεία, σταυρωτά. Πήραν κι οι νοικοκυραίοι, κι οι γυναίκες, μέσα σε μπουκαλάκια, να ραντίσει καθένας το χτήμα του. Κατόπι οι παπάδες είπαν την παράκληση για τη βροχή, και σε κάθε φράση χίλιες φωνές έλεγαν «αμήν!».

Ανέβαινε πυκνό το μοσκολίβανο μαζί με την προσευκή, και τ’ ασημοκούδουνα από τα θεμιατά17 των παπάδων ακούγονταν παράξενα ανάμεσα στα δέντρα, μαζί με τα κυπροκούδουνα των ζωντανών που γύρευαν άδικα ένα χλωρό φύλλο. Στέκουνταν με κολλημένα πλευρά και μουκάνιζαν διψασμένα, βέλαζαν λυπητερά και ξεψυχούσαν από την πείνα και τη δίψα, γιατί η γης δεν έβγαζε νερό να δροσιστούν και χορτάρι να φάνε. Τα ’βλεπαν οι άντρες κι ανεστέναζαν. Τα ’βλεπαν οι γυναίκες κι έκλαιγαν.

— Του Κυρίου δεηθώμεν!

Η ευκή σηκωνόταν μονότονη, παρακαλεστική, κλαψιάρικη, σηκωνόταν με τη σκόνη και με τους καπνούς προς τον ουρανό:

— … Και σπλαγχνίσθητι ημίν, Κύριε, τοις χειμαζομένοις σφοδρώς, και τη των αναγκαίων ενδεία πιεζομένοις18!

— Κύριε ’λέησον!, φώναζαν με πόνο οι χριστιανοί.

Κι ο παπάς ξέσερνε πάλι ψαλμουδιστά τη φωνή:

Όμβρους ειρηνικούς εξαπόστειλον τη γη προς καρποφορίαν19!

— Κύριε ’λέησον!

Μέθυσον, Κύριε, τους αύλακας ταύτης ύδατος καθαρού, εις τροφήν ημών τε και των αλόγων ζώων20!

Όλος ο κόσμος γονάτισε στα χώματα, έκανε το σταυρό του, κοίταζε παρακαλεστικά το Θεό μέσα στα γαλάζια μάτια τ’ ουρανού. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, είπαν με δύναμη «αμήν!». Να βουίξουν οι στεγνές λαγκαδιές, να πάει η φωνή τους ως τα πόδια του Κυρίου, να τους ακούσει.

Οι γυναίκες, εκνευρισμένες, με τα πρόσωπα κόκκινα από το περπάτημα και τη ζεστή σκόνη, σιγόκλαιγαν με θρησκευτικό υστερισμό21. Οι γριές χτυπούσαν τον κόρφο και έκαιγαν μέσα στα κεραμιδάκια πηχτό «ελιόδακρυ»22 που μοσκοβολούσε γλυκά.

— Ελέησέ μας, Κύριε!

Έτσι τέλειωσε η λιτανεία κάτω από έναν ουρανό πυρωμένο και παστρικό.


Στρατής Μυριβήλης, Η Παναγιά η Γοργόνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας


     (Πηγή: Υπουργείο Παιδείας και Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Θεοδόσης Πυλαρινός, Σοφία Χατζηδημητρίου, Λάμπρος Βαρελάς, «Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α΄ Γυμνασίου»/Στράτη Μυριβήλη «Η Λιτανεία», απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Η Παναγιά η Γοργόνα», εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 1998 (παλιό σχολικό βιβλίο, σελ. 57-60), http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2228/Keimena-Neoellinikis-Logotechnias_A-Gymnasiou_html-empl/index04_03.html)

_________________

Σημειώσεις

Α. Άγνωστες λέξεις:

*1. ελιώνα: ελαιώνα *2. ζευγάδες: γεωργοί *3. ξοχαραίοι: αγρότες *4. μαλλένιες: μάλλινες *5. τ' απολείτουργα: μετά τη λειτουργία *6. εφτάκρουνη: με εφτά κρουνούς, κάνουλες *7. κρέπι: είδος λεπτού υφάσματος *8. ξεφτέρια: εξαπτέρυγα *9. ωμοφόρι: οι πλατιές υφασμάτινες ταινίες που φορούν πάνω από τα άμφια οι ιερείς, αλλά και οι βοηθοί τους *10. από το πρόκλιτο: από το νάρθηκα, δηλαδή το μπροστινό τμήμα, όπου και η είσοδος των πιστών *11. σωσμό δεν είχε: τελειωμό δεν είχε *12. καλντερίμι: λιθόστρωτο δρομάκι *13. μια πύκνα: ένα πυκνό τμήμα *14. στο ξάγναντο: στο ανοιχτό μέρος *15. ο μπουχός: η πυκνή σκόνη *16. ισάδα: ίσιωμα *17. θεμιατά: θυμιατά *18. σπλαχνήθητι...πιεζομένοις: ευσπλαχνίσου μας, Κύριε, για την ασήκωτη ταλαιπωρία μας και για τη μεγάλη έλλειψη των αναγκαίων για τη ζωή μας *19. όμβρους....καρποφορίαν: στείλε την ευλογημένη βροχή στη γη για να καρποφορήσει *20. μέθυσον....ζώων: χόρτασε τα αυλάκια της με καθαρό νερό, για να εξασφαλίσουμε τροφή για μας και για τα ζώα μας *21. υστερισμός: υστερία *22. ελιόδακρυ: πηχτό υγρό που βγαίνει από τον κορμό της ελιάς και χρησιμεύει σαν θυμίαμα.

 

Β. Απαντήσετε ονομαστικά στα παρακάτω ερωτήματα:

    •Πρόβλημα; ανομβρία → συνέπεια: λειψυδρία, μεγάλη ξηρασία.

  

    Αιτία του; Αμαρτίες ανθρώπων (θεολογική ερμηνεία).

 

    Τρόπος αντιμετώπισης; λιτανεία (= θρησκευτική πομπή, με σκοπό την ικεσία προς το Θεό).

 

    Πότε; Μια Κυριακή του Νοέμβρη, λίγο μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922.

 

    Πού;  Στον ελιώνα, στην περιοχή “Ομαλά”, έξω από το χωριό Μουριά της Λέσβου.

 

   •Πρόσωπα; Κάτοικοι του χωριού Μουριά (Συκαμιά) Λέσβου: οι δύο παπάδες, παλικάρια με εικονίσματα και λάβαρα, αγόρια με εξαπτέρυγα και φανάρια, άνδρες και γυναίκες, παιδιά, γέροι και γριές, όλοι αγρότες και ψαράδες από τη Σκάλα Συκαμιάς, ικέτες που δέονται στο Θεό να τους στείλει τη βροχή.

                   

   •Τελετουργικές εκδηλώσεις;

     α) Θρησκευτική πομπή (λιτανεία). 

     β) Αγιασμός και ραντισμός ελαιώνων. 

     γ) Δέηση για βροχή από τους παπάδες.

     δ) Ικεσίες – παρακλήσεις – προσευχές χριστιανών.

  ε) Γονυκλισίες, εκδηλώσεις ταπείνωσης, σταυροκοπήματα.

    στ) Θυμιάματα. 

 


        Ας είναι η ανάρτησή μας αυτή σαν λιτανεία, σαν παράκληση

να βρέξει, επιτέλους, στο Παλαιοχώρι…



Φθινοπωρινός Πριόνας, στα ορεινά του χωριού μας. Φωτογραφία Μυρσίνης Μ. Βουνάτσου (2019).

Τρίτη 17 Απριλίου 2018

ΒΕΝΕΖΗ ΗΛΙΑ «ΟΡΟΣ ΤΩΝ ΕΛΑΙΩΝ»

Ηλίας Βενέζης (1904-1973)

 

ΟΡΟΣ ΤΩΝ ΕΛΑΙΩΝ

 

     Όταν ο ήλιος άρχισε να γέρνει, ο λίγος αγέρας που φυσούσε τη μέρα είχε πέσει. Σύννεφα δεν ταξίδευαν στον ουρανό, και τα φύλλα των δέντρων δε σάλευαν στον ελιώνα που έπιανε ολάκερο το βουνό, στ’ ανατολικά της Λέσβου.

     Η νύχτα της Ανάστασης ερχόταν ήσυχη και καθαρή.

    Ο Βασίλης Βάρκας είναι η μόνη ψυχή απόψε πάνω στο βουνό. Όλη τη μέρα δούλεψε κλαδεύοντας τα δέντρα. Άμα τέλειωσε αποτραβήχτηκε στο καλύβι του. Καθάρισε τη μικρή αυλή, ύστερα έπλυνε τα χέρια και το πρόσωπό του. Όταν κι αυτό έγινε, πήγε και κάθισε κάτω από ένα γερασμένο δέντρο. Σήκωσε τα μάτια του αργά, τα ’φερε ένα γύρο σ’ ανατολή και δύση, ύστερα τ’ ακούμπησε στο βάθος, κατά τη θάλασσα που δε σάλευε.

     Είναι πια πολύ γέρος. Δε θυμάται, μα πρέπει να ’χει περάσει τα εβδομήντα. Ήρθε στο νησί απ’ την πατρίδα του, την Ανατολή, όταν γινήκανε οι διωγμοί των χριστιανών, στα 1922. Ένας άρχοντας τον πήρε για φύλακα στα κτήματά του, κι από τότε άραξε στο βουνό. Απ’ τους δικούς του, τη φαμίλια του, δε σώζεται πια κανένας. Ένα παιδί, που είχε, το πήρε ο πόλεμος. Χάθηκε στην Ανατολή.

     Οι μέρες του τώρα στο βουνό με τις ελιές είναι ήσυχες, απαράλλαχτες, η μια, η άλλη. Το χειμώνα, σα βρέχει, δεν ξεμυτίζει απ’ το καλύβι. Ανάβει ξερούς κορμούς στο τζάκι και κοιτάζει πολλές ώρες τη φωτιά που γίνεται σιγά στάχτη. Σαν ξανοίγει ο καιρός συνηθίζει να κατεβαίνει στο ποτάμι που χύνεται στη θάλασσα. Ακούει τη βοή που κάνουν τα νερά και θυμάται τη ζωή που πέρασε, τα μεγάλα δάση και τα ποτάμια της Ανατολής.

     Έτσι κάποτε θά ’ρθει το τέλος. Λέει πια πως θα ’ναι σύντομα. Θα τον θάψουν στη μικρή αυλή. Εκεί έχει σκάψει το χώμα και φύτεψε ένα κυπαρίσσι που μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Εκεί λέει θα συχάσει, όταν θά ’ρθει το τέλος.


     Η νύχτα της Ανάστασης είναι καθαρή. Τα άστρα τρέμουν. Έχουν περάσει πολλές ώρες. Ο μπαρμπα-Βασίλης λογαριάζει πως κάτω, στο χωριό, οι άνθρωποι θα ’χουν πάει στην εκκλησιά. Είναι πολλή ησυχία.

     Άξαφνα ο γέροντας σα ν’ ακούει αλαφρό θόρυβο, βήματα ανθρώπου που πλησιάζει. Αποτραβήχτηκε απ’ τους λογισμούς του και στύλωσε τα μάτια του στη νύχτα. Σε λίγο ένας όγκος άρχισε να ξεχωρίζει. Ολοένα ερχόταν, φαινόταν πια καθαρά.

   – Ακήφ, εσύ είσαι; Λέει ο γέροντας.

   – Εγώ, αποκρίνεται η άλλη φωνή.

   – Γιατί ανέβηκες ίσαμε δω; Ο δρόμος είναι μακρύς.

   – Ήρθα απ’ το μονοπάτι. Σκέφτηκα πως κι απόψε θα ’σαι καταμόναχος.

     Ένα φύσημα ασήμαντο πέρασε και άγγισε τα φύλλα. Πάλι έγινε ησυχία.

   – Κάθισε, λέει ο μπαρμπα-Βασίλης στον Ακήφ.

     Κάθισε σιωπηλά.

     Ο Ακήφ θα ’χει τα ίδια χρόνια με τον μπαρμπα-Βασίλη. Είναι Τούρκος, από τούτα τα μέρη του νησιού. Τις πιο πολλές μέρες της ζωής του τις πέρασε δραγάτης, φυλάγοντας τα κτήματα σ’ αυτά τα βουνά. Ξέρει τον τόπο βήμα με βήμα. Όταν έγινε η ανταλλαγή των τουρκικών πληθυσμών της Ελλάδας με τους χριστιανούς της Ανατολής, οι Έλληνες τον κράτησαν τον Ακήφ για να τους δείξει τα κτήματα που άφησαν οι Τούρκοι του τόπου. Έτσι έμεινε στο νησί, αυτός μονάχος απ’ όλη τη φυλή του που ξεπατρίστηκε. Στην αρχή ήταν φοβερό, η ζωή του ήταν αβάσταχτη. Ο τόπος είχε γεμίσει από Ανατολίτες πρόσφυγες που ήρθαν με την καταστροφή του 1922. Όλοι τον βλαστημούσαν σαν περνούσε, και φτύνανε τον τόπο που πάτησε, για να δείξουν πόσο ήταν το μίσος τους για τη φυλή του. Τα παιδιά τον παίρναν από πίσω και τον πείραζαν φωνάζοντας:

   – Το φίδι, Ακήφ! Το φίδι! Το φίδι!

     Ο Ακήφ, αυτά ακούγοντας, έτρεχε σαν κυνηγημένο αγρίμι που πάει να κρυφτεί στη σπηλιά του.

     Τούτη η ιστορία του φιδιού του Ακήφ ήταν σαν παραμύθι που είχαν να το λένε οι χριστιανοί του τόπου. Η ιστορία έλεγε πως στα νιάτα του ο Ακήφ, θέλοντας μια μέρα να ξεφράξει ένα τούμπο που κατέβαζε νερό, είδε να πετάγεται μες απ’ το τούμπο ένα τεράστιο θεριό με μαύρα λέπια και μάτια μεγάλα σαν του βοδιού. Ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο, το φίδι κι ο Ακήφ, μα ο Τούρκος πρόφταξε να το χτυπήσει μ’ ένα φτυάρι πριν ακόμα βγει ολάκερο απ’ το τούμπο. Το φίδι χίμηξε καταπάνω του και, με τη δύναμη που του απόμενε, αφρισμένο, πολέμησε να τον ρίξει κάτω. Παλέψανε. Μα το φίδι, χτυπημένο καταπώς ήταν, δε μπόρεσε να βαστάξει πολύ. Ο Ακήφ το ίδιο βράδυ έπεσε με πυρετό. Έμεινε στο στρώμα έναν ολάκερο χρόνο. Παραμιλούσε, και μες στα όνειρά του έβλεπε όλες τις νύχτες τα μαύρα λέπια και τα μάτια του φιδιού που τον παραμονεύαν. Μούγκριζε, ο ίδρος έτρεχε απ’ το κορμί του και το πότιζε. Κανένας δεν έλεγε πως θα βαστάξει ίσαμε το τέλος. Ωστόσο η γερή βουνίσια κράση του νίκησε. Μα απ’ τον παλιό Ακήφ δεν έμεινε παρά ένα φτωχό φοβισμένο ζώο που έτρεμε τον ίσκιο του.

     Από τότε κανένας δεν κοτούσε να μιλήσει μπροστά του για το φίδι. Μονάχα οι μητέρες λέγαν στα μωρά τους την ιστορία, σαν παραμύθι.

     Όμως, σα φύγαν οι Τούρκοι απ’ το νησί κι αυτός έμεινε μονάχος, τα παιδιά ξεθαρρευτήκανε. Βλέποντας και τους μεγάλους να τον βλαστημούν, τρέχαν ξοπίσω του φωνάζοντας:

   – Το φίδι, Ακήφ! Το φίδι! Το φίδι!

     Κι ύστερα γελούσαν σαν τον βλέπαν αλλοσούσουμο να τρέχει για να χαθεί από μπροστά τους.

     Ποιος να βοηθήσει τώρα τον Ακήφ; Ποιος να τον φοβηθεί; Πού νά ’βρει προστασία; Είναι μονάχος κι έρημος. Τι καλά που θα ’ταν να τον άφηναν να φύγει κι αυτόν στην ξένη χώρα, αντίκρυ, στην Ανατολή, όπου φύγανε οι άλλοι από το έθνος του. Ήταν η μόνη ευτυχία, η τελευταία, που μπορούσε να περιμένει απ’ τη ζωή. Δεν του την άφησαν οι άνθρωποι, μήτε αυτή. Σαν έβλεπε κανένα χριστιανό που απ’ τα σουσούμια του τον μάντευε καλόγνωμον άνθρωπο, έπεφτε στα γόνατά του, πάνω στο χώμα, και τον παρακαλούσε:

   – Βοήθησέ με, κι ο Αλλάχ είναι μεγάλος και θα σου το πληρώσει. Βοήθησέ με να πάγω  κει που πήγαν οι δικοί μου.

     Του έλεγε πως στην Ανατολή είναι θαμμένος ο αδερφός του, που τον πήρε ο μεγάλος πόλεμος. Θα ρωτήσει πού είναι το μπογάζι του Τσανάκαλε. Και βέβαια θα βρει τον τάφο του αδερφού του. Εκεί να ησυχάσει, στο ίδιο χώμα, μαζί του.

     Αυτά έλεγε, και τα δάκρυα τρέχαν απ’ τ’ αγαθά μάτια του, μπερδεύονταν πάνω στ’ άσπρα του τα γένια. Μα, όσο κι αν παρακαλούσε, στάθηκε αδύνατο να τον αφήσουν να φύγει.

     Έτσι σιγά-σιγά το πήρε απόφαση πως «κισμέτ» ήταν να πεθάνει μονάχος κι έρημος στη γενέθλια γη. Και, όπως τα συνηθίζει όλα κανείς στον κόσμο τούτον, έτσι το συνήθισε κι αυτό. Απ’ την άλλη μεριά κι οι χριστιανοί σιγά-σιγά το συνηθίσανε, πάψαν να πειράζουν τον Ακήφ και να φτύνουν στο χώμα που είχε πατήσει. Με τον καιρό μάλιστα πήγαν και πιο πέρα ακόμα: άρχισαν να τον καταλαβαίνουν και να τον πονούν. Η χαρά είναι ένας οξύς τόνος που τεντώνεται σα νεύρο μες στον αγέρα, ένας σπάνιος τόνος μες στη γενική συμφωνία ― πειράζει τους ανθρώπους σαν ξιπασμένη φωνή. Με τη λύπη είναι άλλο ― έχουν τόσο πολύ συνηθίσει οι άνθρωποι ν’ ακούνε τη συμφωνία της λύπης και να την αισθάνουνται. Μέσα με τη μέρα οι χριστιανοί του τόπου, φουκαράδες της γης και της θάλασσας, κι οι χριστιανοί πρόσφυγες που ήρθαν απ’ την Ανατολή άρχισαν να πλησιάζουν τη δυστυχία του Ακήφ, να την καταλαβαίνουν. Σμίγανε, λέγαν τα βάσανά τους ο ένας στον άλλο, και κλαίγαν τη μοίρα τους.

     Μια φορά ο Ακήφ έκαμε λάθος στο φεγγάρι και νήστεψε δυο φορές το ραμαζάνι. Όταν αυτό μαθεύτηκε, κανένας χριστιανός δε σκέφτηκε να γελάσει.

     Ένας χριστιανός είπε:

   – Ο προφήτης του τον ξέχασε τον Ακήφ. Τι πειράζει που κι ο Ακήφ ξέχασε σε ποιο φεγγάρι να τον προσκυνήσει; Οι προφήτες ξεχάσαν τους ανθρώπους.

 

     Πάνω στο βουνό της Λέσβου, το κατάφυτο από ελιές, απόψε, στην καθαρή νύχτα της Ανάστασης, οι δυο άνθρωποι ―ο χριστιανός ο Βασίλης ο Βάρκας κι ο Τούρκος ο Ακήφ― έρημοι έχουν σιμώσει, κάθουνται ο ένας κοντά στον άλλο και δε μιλούν. Από πάνω τους είναι τ’ άστρα. Και τα φύλλα που δε σαλεύουν.

     Ένα-ένα αρχίζουν να έρχουνται τα όσα έζησαν, να περνούν και να χάνουνται. Σ’ ένα φαράγγι της Ανατολής είναι ένα καλύβι. Τέτοια ώρα, σαν απόψε, χτυπούσε η πόρτα. Ο ένας ειδοποιούσε τον άλλο, οι βοσκοί, σ’ όλα τα καλύβια, πως είναι ώρα να κατεβούν για την Ανάσταση. Κατεβαίναν όλοι μαζί στο κοντινό χωριό, κι αν ήταν πολύ σκοτεινή η νύχτα φώτιζαν το μονοπάτι με αναμμένα δαδιά που βαστούσαν στα χέρια. Τότε ακόμα δεν ήταν πόλεμος, και μες στο καλύβι του Βασίλη του Βάρκα ήταν ένα παιδί που είχε μαύρα σκληρά μαλλιά και πρόσωπο με το χρώμα του σταριού.

     Ο γερο-Βάρκας βλέπει απόψε πολλή ώρα αυτό το ζευγάρι τα μάτια να γεμίζουν τη νύχτα. Τα βλέπει στο μονοπάτι του φαραγγιού, στη λάμψη των αναμμένων δαδιών. Μια στιγμή. Μια στιγμή ακόμα. Ύστερα, σιγά, η λάμψη αρχίζει να σβήνει. Δεν υπάρχει πια φαράγγι, δεν υπάρχει ένα καλύβι ― μήτε απ’ το παιδικό πρόσωπο μένει τίποτα που να υπάρχει. Όλα είναι έρημα.

   – Σε τι φταίξαμε;… Σε τι φταίξαμε;… μουρμουρίζει σιγανά ο γέροντας της Ανατολής, και τα δάκρυα βρέχουν το πρόσωπό του.

     Σε τι φταίξαν;

     Κει πλάι, σε μιαν άλλη γέρικη καρδιά, ένα άλλο παιδικό πρόσωπο προσπαθεί να μείνει μια στιγμή, έτσι όπως περνά η αστραπή και χάνεται. Δεν ήταν παραπάνω από είκοσι χρονώ σαν έφυγε και χάθηκε για πάντα απ’ τη ζωή του. Ό,τι έβγαινε χνούδι στο πρόσωπό του.

   – Σε τι φταίξαμε;… μουρμουρίζει τώρα κι ο Ακήφ. Σε τι φταίξαμε;

     Και τα δάκρυα ολοένα τρέχουν απ’ τα μάτια τους, ένα παράπονο βαθύ και ιερό σαν των παιδιών που δεν καταλαβαίνουν γιατί τα πίκραναν.

 

     Κάμποση ώρα πέρασε.

     Οι δυο γέροντες πάνω στο όρος των ελαιών σιγά-σιγά αρχίζουν να ησυχάζουν.

   – Κοίταξε κάτω, είπε ο Ακήφ.

     Χαμηλά, στην πεδιάδα όπου είναι το χωριό, φαίνουνται τώρα πολλά μικρά φώτα. Θα είναι οι χριστιανοί που βγήκαν για την Ανάσταση.

     Ο μπαρμπα-Βασίλης γονατίζει στο χώμα, κάνει μια μετάνοια, το φιλά, κι ύστερα μένει έτσι και προσεύχεται. Ο Ακήφ κοιτάζει μες στη νύχτα το σκοτεινό όγκο του φίλου του. Μια στιγμή. Μια στιγμή ακόμα. Και ο Ακήφ, για να μην είναι μόνος, σιγά-σιγά, ασυναίσθητα γονατίζει κι αυτός κι αρχίζει να προσεύχεται, τη νύχτα της Ανάστασης, στο δικό του το Θεό.

     Για κάμποση ώρα πάνω σ’ αυτό το βουνό με τις ελιές δεν υπάρχει παρά μονάχα τούτη η σιωπηλή συνομιλία με τους δυο μακρινούς Θεούς που απόστρεψαν το πρόσωπό τους απ’ τους ανθρώπους.

     Η νύχτα είχε προχωρήσει πολύ. Η πρωινή δροσιά άρχισε να πέφτει.

   – Κρυώνω, είπε ο Ακήφ.

   – Σε λίγο θα χαράξει, είπε ο χριστιανός γέροντας. Πρέπει να κοιμηθούμε.

     Σηκώνεται απάνω. Σηκώνεται κι ο Ακήφ. Κάνει ένα βήμα προς το καλύβι. Αβέβαιο. Τα γόνατά του τρέμουν.

   – Ακούμπησε απάνω μου, είπε ο Χριστιανός στον Τούρκο.

   

      (Από τη συλλογή διηγημάτων «Άνεμοι», εκδόσεις "Εστία", Αθήνα 1944)