Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2017

ΒΟΜΒΑΣ Ι. ΒΑΣΟΣ ~ ΔΥΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ


Γιάννης Αλύτης – Βόμβας (Μυτιλήνη 1907 – Αθήνα 1999)
Χριστουγεννιάτικο διήγημα

     Ήταν ακόμη μαθητής του Γυμνασίου. Προς χαρτζηλικισμόν για το τσιγάρο, που το ’χεν αρχίξει παιδιόθεν, έκαμεν την τέχνην του βιβλιοδέτη. Δεξιοτέχνης και επινοητικός. Ταίρι δεν είχε στα τέτοια. Ναι, ήταν παραμονές εορτών, κάποια χρονιά απ’ τις δύστηνες. Τα σχολειά κλειστά. Ο «μπαρμπα-Πέτρος» τον κάλεσε να βοηθήσει στο γραφείο, που κι ο ίδιος εργαζόταν, του κουβαρντάδικου Μεγάλου τέκνου της αριστοκράτιδος κοινωνίας της Μυτιλήνης, του Νικόλα Μητρέλια! (είχον και συγγένειαν) υπολογίζων βέβαια ο τάλας εις εν γενναίον φιλοδώρημα τέλειον.
     Λοιπόν ο Γεώργιος Αναγνωστόπουλος (έτσι ολόκληρον το όνομα αποτελεί τίτλον και είναι σαν περγαμηνή) που λέτε, χαρά χαρούμενος, βίρα κι έκανε τα «καλά» του. Ξεπατωθείς στα «χουσμέτια» και στο γράψιμο, για να ’ναι όσο πιο γενναίο το δώρο, λόγω και των ημερών ως προείπομεν!
     Παραμονή Χριστουγέννων. Μούχρωμα. Δυο πιτσιρίκοι καλαντάρηδες ανήλθον την δαιδαλώδη κλίμακα του γραφείου κι άρχισαν με λαχανιαστές και δυνατές φωνές. «Καλήν εσπέραν άρχοντες! (και τι άρχοντες) κι ας είναι ορισμός σας… Δότι κι μας του γκόπου μας… Χρόνια Πουλλά!!!»
     – «Αφεντικό (δυσφορούν κάπως). Άdι φτάν(ι). Δότι τα μουρά από εν δεκάλεπτον να κάν(ι)ν Κστούγιννα κι… (προφανώς προβλέπων σεισμόν εις την σκορπιοτρόφον τσέπην του) κλείσιτι τ’ς πόρτις, μην έρτιν τσ’ άλλ(ι) διαβόλ(ι)…»
     Ο Γιώργος μας, που ως εκείνη την ώρα μπαινόβγαινε για να δείχνει πελώργιο ενδιαφέρον για το «μεκιάνι» του αφεντικού και παρακολούθαγε με τον κανθόν του οφθαλμού κάθε κίνησι του αφέντη, στην προσπάθειά του να μαντεύσει και τη διάθεσή του ακόμα –μαθές πόσα άραγις θα μι δώσ’;– ρίγησε και κατελήφθη υπό αμηχανίας. Ασυναισθήτως –ως γίνεται εις τοιαύτας στιγμάς- με τον λιχανόν της δεξιάς χειρός προσεπάθη να ξεκολλήσει απ’ τν αρθούνα τ’ εν οχληρόν κάρκαδον. Σε λίγο το αφεντικό σηκώθηκε, με κίνησιν μεγαλοπρεπείας, ετάνυσε προς τα πίσω τας σκεβράς κτάλας του και είπεν.
     – «Ε! Άdι, Πέτρου, κι τ’ χρόν’!! (χειραψία). Γιώργου, κι τ’ χρόν’ κι καλή πρόουδου!!».
     Ριγάλου γιοκ. Ούτι μιταλλίκ(ι)! Και ξεκουμπίστηκε! Πικρόν μειδίαμα διέστελλε τν αχ(ει)λάρα του Γιώργου και εις σκέψιν θλιβεράν περιήχθη ο λογισμός! «Ίσως τν Μπρουτουχρουνιά (εσκέφθη) να μας δώσ’ τα ριγάλα». Και φτεροπέταξε το φυλλοκάρδι του. Άdι μιας βδομάδας ακόμα γλυκαπαντοχή…
     Ήρθε και η αναμενομένη ημέρα. Ασπέθις βγάζαν τα πουδάργια τ’ κι οι κάρτσις σαπίσαν απ’ τουν ιδρώτα που ’βγινι όξου απ’ τα παπούτσια τ’! Να τσι μπινόβγινι κι ανιβουκατέβινι τ’ς σκάλις, να ούλου παραστουλιαζόνταν εις εμφανή σημεία να τουν βλέπ᾿. Μαθές ιδώ είμι. Ο ανάλγητος Σάυλωκ προσεποιείτο απασχόλησιν και ζωγράφιζε «κλικέλια» πάνω στο χαρτί. Απόγεμα. Μικρή η μέρα νύχτιαξε. Κανέ δυο μικρά ανέβηκαν να πουν τα κάλαντα. Είπε να δώσουν από εν δεκάλεπτον πάλι στα παιδιά και διάταξε.
     – «Άdι, κλείστι τν μπόρτα, μην έρτιν τσ’ άλλ(ι) διαβόλ(ι).»
     Μιρμίδξι η καρδιά τ’ απ’ του μπόνου. Σκώθκι μι τ’ γκουρμάρα τ’ τν άγαρμπ’, μι τ’ς παπούκις τ’ μπουμπιδάτις κι χουντρόσουλες, τα μ’κρά τα γυαλιά, μι τ’ς χουντροί τ’ς φακοί (νούμερο οκτώ). Αι στιγμαί διά τον Γεώργιον ήσαν κρίσιμοι… «Να δούμι πόσα θα μι δώσ’…». Έξυσε την παλάμην του, γιατί είδε καθ’ όναρ ότι τον έτρωγε. Εκείνη τη στιγμή του κουραδά του Κοτζαμπάση του ’ρθανε τα βιαστικά…
     – «Ε! Άdι, Πέτρου, χρόνια πουλλά! (χειραψία). Γιώργουουου (τον ητένισε ασκαρδαμυκτί). Χρόνια πουλλά! (με έμφασι). Καλή πρόουουδου στου σκουλειό κι χιριτίζματα στ’ μαμάς!»
     – «’Στώ», εψέλλισεν ο Γιώργος, μη έχων κουράγιο να προφέρει τη λέξη «ευχαριστώ!», μυκτηρίζων την ειμαρμένην ότι δίδει τα «πολλά» εις χείρας σφικτάς και όντα αντικοινωνικά.
     Έφυγε το μουλάρι με τα βοδίσια φερσίματα, με την συνείδησιν αναπεπαυμένην ότι έδωσε τουλάχιστον «πολλάς ευχάς»!! Η καρδιά του παιδιού μάτωσε. Τσαγρίσαν τα μάτια του και δεν είπε τίποτα.
     Ας το διάβολο ρε γρούν(ι) λέγω τώρα εγώ έμπλεως οργής και αγανακτήσεως. Τσάκισες την τρυφερή παιδιάτικη χαρά για λίγες ψωροδραχμές, για να γίνεις «Μέγας Ευεργέτης» και να βλέπουν οι Μυτιληνιοί τ’ όνομά σου «χρυσοίς γράμμασι» κεχαραγμένον εις εντοιχισμένας μαρμαρίνας πλάκας.
Γιαννακός

(Πηγές: Από το βιβλίο του Γιάννη Αλύτη - Βόμβα «Οι φίλοι μου κι εγώ. Γράμματα – πεζά – ποιήματα»/διήγημα, σσ. 378-380. Το διήγημα είναι δημοσιευμένο και στο http://paleochori-lesvos.blogspot.gr/2017/05/blog-post_21.html)


ΕΥΧΕΣ
Χριστούγεννα! Ας τραγουδήσουμε τη χαρά, την ομορφιά, την Αγάπη! Κι ας ευχηθούμε μέσα σ’ όλα την πραγμάτωση της επί γης Ειρήνης. Αυτή τη νύχτα τη μυστηριακή οι ουρανοί μέσα στην άφραστη αγαλλίασή τους, με τις αγγελικές φωνές των αγγέλων, μελωδούν το «ωσαννά εν τοις υψίστοις» και οι αγραυλούντες ποιμένες μεταφέρουν το μήνυμα της χαρμόσυνης μελωδίας στις ευλαβικές ψυχές των πιστών, που σκιρτούν από πρωτόγνωρη χαρά κι ανατριχίλα κάτω απ’ τη μαρμαρυγή των άστρων. Εύχομαι κι εγώ πάντα ευτυχία και ζεστασιά και χαρά να γεμίζει τη ζωή σας.
Από το βιβλίο του Γιαννακού «ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ ΚΙ ΕΓΩ»)





Στρατής Αναστασέλλης (Αγιάσος Λέσβου 1908 – Αθήνα 1997)
Ο Δαιμονόσπορος

Κατέβηκε αναμαλλιασμένη στην αγορά, ν’ αγοράσει το φάρμακο της γριάς μητέρας που της έγραψε ο γιατρός, κρατώντας απ’ το χεράκι το μικρό Θοδωρή που κάλπαζε σχεδόν με πηδηχτά βηματάκια, σέρνοντας τα στραβοπατημένα πέδιλα του μεγαλύτερο αδερφού του. Μυξόκλαιγε κι αναρούφαγε, με σηκωμένη την κατακόκκινη μυτίτσα του, τον αέρα επιστρέφοντας μικρά συννεφάκια, λαχανιασμένες εκπνοές.
     Η ρυμούλκα της μάνας τονε συνέφερνε πότε-πότε, έτσι που να σβήνει την οδύνη στο προσωπάκι του, δίνοντάς του μια σοβαρότητα ήρωα που τραβάει το δρόμο της αθανασίας.
     Σίγουρα ο Θοδωρής σκεφτότανε σαν το κουνούπι που καθότανε στου βοδιού το κέρατο και το ρωτήσανε σαν τι να κάνει. Κείνο απάντησε επίσημα: ζ ε υ γ α ρ ί ζ ο υ μ ε. Πηγαίναν για το φάρμακο της γιαγιάς. Και πάνω που τον συνέπαιρνε το αίσθημα της αυτοθυσίας… ένα σωρό πανηγυριώτικα δαιμόνια  μπερδούκλωναν τη σκέψη του.
     Καροτσάκια ξέχειλα από μανταρίνια και κατολογίτικα φρούτα, βιτρίνες παραγεμάτες με παιχνίδια κι αυτά τα μπαλόνια π’ ανεμίζανε σαν ώριμα φρούτα μπρος στα μάτια γανιασμένου στρατοκόπου. Κι απάνω π’ απαλογύριζε τα μάτια του στα λογιών - λογιώ σχήματα και χρώματα, μπαλόνια, η ρεμούλκα τεζάριζε κι  έχανε το κακόμοιρο το υπερκόσμιο όραμα. Κι άρχιζαν τα ματάκια του να ψιχαλίζουν κι η μυτίτσα του τα ρουθουνίσματα.
     ― Μπαλόνι θέλω.
     Η ρεμούλκα τεζάριζε μουρμουρίζοντας.
     ― Μόνο το μπαλόνι μας  έλειψε. Περπάτα... δεν είναι για μας… δεν τα πουλάνε…
     Στο φαρμακείο της είπανε πως το φάρμακο πιάνει εκατόν είκοσι οχτώ δραχμές. Το κατοστάρι δεν φτάνει. Στέκεται τώρα παράμερα και συλλογιέται. Πού να βρει δανεικά! Κι ο Θοδωρής ν’ αποξεχνιέται και να σιγοτραγουδά τα κάλαντα μπολιάζοντας τη φωνή του στο σκοπό των καλαντιστάδων. Κομπανίες πιτσιρικάδων μπαινόβγαιναν στα μαγαζιά σα μελισσόπουλα. «Οι ουρανοί αγάλλονται...».
     ― Πάρε μου, μανούλα, ένα μπαλόνι! κλαψουρίζει ο Θοδωρής.
     ― Άιντε να καλαντίσεις στα μαγαζιά, ν’ αποσώσουμε τα ρέστα για το φάρμακο, και βλέπουμε για το μπαλόνι.
     Τραγουδά παράφωνα τώρα ο Θοδωρής και γεμίζει με λιανομονέδα την παγωμένη χουφτίτσα του.
     Δεν ξέρει πόσα μάζεψε κι αν κάλυψε τη διαφορά του γιατρικού. Κάποτε φτάνει καμαρωτός στη μάνα του, που τον περιμένει στο πεζοδρόμιο. Τις μετράει βιαστικά η καψομάνα και τις βρίσκει τριάντα δύο δραχμές. Ασυναίσθητα χαϊδεύει το κεφαλάκι του Θοδωρή και κείνος παίρνει ύφος κυνηγάρικου σκυλιού, που απορτάρει το θήραμα.
     Παίρνουν το φάρμακο κι ελπίζει ο Θοδωρής τώρα σίγουρα στην αγορά μπαλονιού. Η μάνα αμίλητη τραβά ίσια στο περίπτερο κι ο μικρός διαλέγει στα γρήγορα με μια ματιά το πιο φανταχτερό μπαλόνι σε χρώμα. Μια κάρτα χρωματιστή μ’ ένα χρυσό αστέρι, στις γωνιές αγγελάκια με κλαρίνα και "ΕΥΤΥΧΕΣ ΤΟ ΝΕΟΝ ΕΤΟΣ" φαρδύ πλατύ στο κάτω μέρος. Την αγόρασε.
     Τον πήρε από το χέρι και διάβαινε. Ο Θοδωρής δεν μίλαγε. Μες το σιγανό του κλάμα έπνιγε την περηφάνια του. Δεν ήθελε πια τίποτα, δεν αξίζει πια το μπαλόνι και μες τα μάτια του χορεύουν χιλιάδες φωτεινά μπαλόνια, που σχηματίζουν τα πολύχρωμα φώτα απ’ τα καταστήματα, τ’ αυτοκίνητα και τους στύλους με τους γλόμπους του δημοτικού φωτισμού. Μες τα δάκρυά του χορεύει τ’ όνειρό του με χίλια χρώματα, ένα φαντασμαγορικό θέαμα ξανοίχτηκε στο δρόμο του. Η μάνα παραξενεύτηκε, κοντοστάθηκε, του μίλησε.
     ― Ξέρεις, για την κάρτα σου λέω. Θα την στείλουμε στον πατέρα σας. Μονάχος σε ξένο τόπο, δουλεύει όσο να κάνει τα ναύλα μας κι ύστερα θα τα ’χουμε όλα.
     Ο Θοδωρής δε μίλησε, μα και δεν μπορούσε απ’ τα αναφιλητά.
     Φτάσανε στο χαμόσπιτο. Ο Θοδωρής παραπονέθηκε στην άρρωστη γιαγιά.
     ― Ας του έπαιρνες ένα μπαλόνι του παιδιού...
     Της εξήγησε κι απ’ το διάλογο πείστηκε ο Θοδωρής πως "δεν είναι για τα μας".
     Η γιαγιά τον κάλεσε δίπλα της και του μίλησε για τη γέννηση του Χριστού, για τους φτωχούς που στον άλλο κόσμο καλοπερνούν κι ένα σωρό παρηγοριές που ξεστράτιζαν τις απορίες του. Με συγκατάβαση δέχτηκε την ετυμηγορία της γιαγιάς μ’ έναν στεναγμό και βάλθηκε ν’ απαλύνει τον πόνο του παίζοντας με το ζουριασμένο γατί, που τραμπάλιζε τ’ αδύνατο σκαρί του στο σανιδένιο πάτωμα.
     Κάποτε το πήρε στην αγκαλιά του και βγήκε. Έξω το μούχρωμα ανακάτευε τα μουντά κρέπια του με τα φώτα της Δημαρχίας.
     Ο Θοδωρής αλαργάρεψε και στάθηκε στη ρίζα του φανοστάτη χαϊδεύοντας το ζουργιαρογάτι. Ένας μπέμπαρος περνούσε κρεμασμένος απ’ το γαντοφορεμένο χέρι της μαμάς του. Στο δεξί του παχουλό χεράκι κρατούσε ένα μπαλόνι σε σχήμα γάτας. Μια γελαστή μεγάλη γάτα. Ο Θοδωρής θωρούσε μια το μπέμπαρο, μια τη γελαστή γάτα με μια στυφή γκριμάτσα που αχνόδειχνε ζήλεια, φθόνο. Ακλούθησε καμπουριαστός, σαν κλέφτης.
     Κι άξαφνα τ’ αστραφτερά του ματάκια γελάσανε πονηρά. Ακούμπησε το γατάκι του στη λαστιχένια γάτα.
     ― Να! η μάνα σου… πού είναι η μάνα σου;…
     Το γατάκι γρατζούνισε την παράξενη γάτα. Ένα "πατ" ακούστηκε κι η γελαστή γάτα εξατμίστηκε στον υγρόν αγέρα. Το  γατάκι απόρησε. Απόρησε κι ο Θοδωρής από ’να χαστούκι που άστραψε στο μαγουλάκι του. Ο μπέμπαρος βάλθηκε να σκούζει, ως που μια στριγκιά φωνή σταμάτησε κάθε κίνηση κι ανάσα.
     ― Μωρή κυρία μαντάμ, που μου φορείς και γούνα, να σε πιάσω μόνο στα χέρια μου, θα σου βγάλω το μαλλί τρίχα-τρίχα. Να ’ξερες, μωρή, πώς το μεγαλώνω τούτο το μωρό. Και θα το χτυπήσεις, που να κοπεί το χέρι σου!
     Έκανε σάλτο, να φτάσει την αντίμαχό της, μα μπερδουκλώθηκε στο Θοδωρή, που κρατούσε το γατάκι στην αγκαλιά του. Δυο-τρεις καταμουτσουνιές πέσανε στα γρήγορα, που σκοτεινιάσανε τα πάντα μες το σοκάκι κι αντήχησε η βραχνή φωνή της μάνας του.
     ― Λύσσιαξες με τα μπαλόνια, δαιμονόσπορε, σήμερα. Να με βάλεις σε μπελά, μέρες που ’ναι.
     Αλήθεια… μέρες που ’ναι.
Στρατής Αναστασέλλης



Ένα σχόλιο…

 
Τούτο το επίκαιρο, για ευαίσθητους αναγνώστες, διήγημα του Στρατή Αναστασέλλη, που θα έπρεπε να κοσμεί κάποιο σχολικό αναγνωστικό, το στέλνω μαζί με τις ευχές μου για χαρούμενες γιορτές. Γιαλάν1 ντουνιά!!
Βάσος Ι. Βόμβας2
vasosvomvas@ymail.com


 







[1] Γιαλάν ντουνιά (= ψεύτη κόσμε): Επιφώνημα καημού και πόνου σε ρεμπέτικα ή λαϊκά τραγούδια, χορούς και γλέντια. Προέρχεται από το τούρκικο -κατ' άλλους αραβικό- παραπονιάρικο επιφώνημα «yalan-dünya», που σημαίνει «ψεύτικε κόσμε, ψεύτη ντουνιά». Συνήθως παραλείπεται η δεύτερη λέξη και παραμένει μόνο το πρώτο yalan = γιάλα (άντε γιάλα-γιάλα). Συχνά συνδυάζεται με το συνηθέστερο «αμάν» (αμάν γιάλα). Πηγή: https://www.slang.gr/definition/18519-giala.
[2] Τα παραπάνω χριστουγεννιάτικα διηγήματα μας έστειλε με e-mail ο συμπατριώτης μας Βάσος Ι. Βόμβας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου