Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος!

Σαν σήμερα 24 Φεβρουαρίου 1821

ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΥΨΗΛΑΝΤΗ
Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος!

clip_image002

     «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος!
     »Η ώρα ήλθεν, ω άνδρες Έλληνες! Προ πολλού οι λαοί της Ευρώπης, πολεμούντες υπέρ των ιδίων δικαιωμάτων και ελευθερίας αυτών, μας προσεκάλουν εις μίμησιν.

     »Αυτοί, καίτοι οπωσούν ελεύθεροι, προσεπάθησαν με όλας τας δυνάμεις των να αυξήσουν την ελευθερίαν και δι’ αυτής πάσαν την ευδαιμονίαν. Οι αδελφοί μας και φίλοι είναι πανταχού έτοιμοι. Οι Σέρβοι, οι Σουλιώται και όλη η Ήπειρος μας περιμένουν. Ας ενωθώμεν λοιπόν με ενθουσιασμόν! Η πατρίς μάς προσκαλεί. Η Ευρώπη, προσηλώνουσα τους οφθαλμούς της εις ημάς, απορεί διά την ακινησίαν μας. Ας αντηχήσουν λοιπόν όλα τα όρη της Ελλάδος από τον ήχον της πολεμικής μας σάλπιγγος και αι κοιλάδες από την τρομεράν κλαγγήν των όπλων μας. Η Ευρώπη θέλει θαυμάσει τας ανδραγαθίας μας, οι δε τύραννοι ημών, τρέμοντες και ωχροί, θέλουν φύγει απ’ εμπρός μας.

     »0ι φωτισμένοι λαοί της Ευρώπης ασχολούνται με την αποκατάστασιν της ιδίας ευδαιμονίας και, πλήρεις ευγνωμοσύνης διά τας προς αυτούς των προπατόρων μας ευεργεσίας, επιθυμούν την ελευθερίαν της Ελλάδος. Ημείς, φαινόμενοι άξιοι της προπατορικής αρετής και του παρόντος αιώνος, είμεθα ευέλπιδες να επιτύχωμεν την υπεράσπισιν αυτών και βοήθειαν. Πολλοί εκ τούτων φιλελεύθεροι θέλουν έλθει διά να αγωνισθούν με ημάς. Κινηθήτε, ω φίλοι, και θέλετε ιδεί μίαν κραταιάν δύναμιν να υπερασπίση τα δίκαιά μας. Θέλετε ιδεί και εξ αυτών των εχθρών μας πολλούς, οίτινες, παρακινούμενοι από την δικαίαν μας αιτίαν, να στρέψουν τα νώτα προς τον εχθρόν και να ενωθούν με ημάς. Ας παρουσιασθούν με ειλικρινές φρόνημα η πατρίς θέλει τους εγκολπωθή.
     »Ω ανδρείοι και μεγαλόψυχοι Έλληνες! Ας σχηματισθούν φάλαγγες εθνικαί ας εμφανισθούν πατριωτικαί λεγεώνες, και θέλετε ιδεί τους παλαιούς εκείνους κολοσσούς του δεσποτισμού να πέσουν εξ ιδίων απέναντι των θριαμβευτικών μας σημαιών. Εις την φωνήν της σάλπιγγός μας όλα τα παράλια του Ιονίου και του Αιγαίου πελάγους θέλουν αντηχήσει τα ελληνικά πλοία, τα οποία εν καιρώ ειρήνης ήξευραν να εμπορεύονται και να πολεμώσι, θέλουσι σπείρει εις όλους τους λιμένας του τυράννου το πυρ και την μάχαιραν, την φρίκην και τον θάνατον.
     »Ποία Ελληνική ψυχή θ’ αδιαφορήση εις την πρόσκλησιν της πατρίδος; Εις την Ρώμην εις του Καίσαρος φίλος, σείων την αιματωμένην χλαμύδα του τυράννου, εγείρει τον λαόν. Τι θέλετε κάμει σεις, ω Έλληνες, προς τους οποίους η πατρίς γυμνή μεν δεικνύει τας πληγάς της, με διακεκομμένην δε φωνήν επικαλείται την βοήθειαν των τέκνων της;
     »Στρέψατε τους οφθαλμούς σας, ω συμπατριώται, και ίδετε την ελεεινήν μας κατάστασιν! Ίδετε εδώ τους ναούς καταπατημένους, εκεί τα τέκνα μας αρπαζόμενα, τους οίκους μας γεγυμνωμένους, τους αγρούς μας λεηλατημένους και ημάς αυτούς ελεεινά ανδράποδα! Είναι καιρός να αποτινάξωμεν τον αφόρητον τούτον ζυγόν, να ελευθερώσωμεν την πατρίδα, να κρημνίσωμεν από τα νέφη την ημισέληνον, διά να υψώσωμεν το σημείον, δι’ ου πάντοτε νικώμεν, λέγω τον Σταυρόν, και ούτω να εκδικήσωμεν την πατρίδα και την ορθόδοξον ημών πίστιν από την ασεβή των βαρβάρων καταφρόνησιν.
     »Μεταξύ ημών ευγενέστερος είναι, όστις ανδρειοτέρως υπερασπίση τα δίκαια της πατρίδος και ωφελιμωτέρως την δουλεύση. Το έθνος συναθροιζόμενον θέλει εκλέξει τους δημογέροντάς του και εις την υψίστην ταύτην βουλήν θέλουσιν υπακούει όλαι αι πράξεις μας. Ας κινηθώμεν λοιπόν με εν κοινόν φρόνημα! Οι πλούσιοι ας καταβάλωσι μέρος της ιδίας περιουσίας, οι ιεροί ποιμένες ας εμψυχώσουν τον λαόν με το ίδιόν των παράδειγμα και οι πεπαιδευμένοι ας συμβουλεύσουν τα ωφέλιμα. Οι δε εις ξένας Αυλάς υπουργούντες στρατιωτικοί και πολιτικοί ομογενείς, αποδίδοντες τας ευχαριστίας, εις ην έκαστος υπουργεί δύναμιν, ας ορμήσουν όλοι εις το ανοιγόμενον ήδη μέγα και λαμπρόν στάδιον και ας συνεισφέρουν εις την πατρίδα τον χρεωστούμενον φόρον και ως γενναίοι ας οπλισθούν όλοι, άνευ αναβολής καιρού, με το ακαταμάχητον όπλον της ανδρείας, και υπόσχομαι εντός ολίγου την νίκην και μετ’ αυτήν παν αγαθόν.
     »Με την ένωσιν, ω συμπολίται, με το προς την ιεράν θρησκείαν σέβας, με την προς τους νόμους και τους στρατηγούς υποταγήν, με την ευτολμίαν και σταθερότητα, η νίκη μας είναι βεβαία και αναπόφευκτος. Αυτή θέλει στεφανώσει με δάφνας αειθαλείς τους ηρωικούς αγώνας μας αυτή με χαρακτήρας ανεξαλείπτους θέλει χαράξει τα ονόματα υμών εις τον ναόν της αθανασίας διά το παράδειγμα των επερχομένων γενεών. Η πατρίς θέλει ανταμείψει τα ευπειθή και γνήσιά της τέκνα με τα βραβεία της δόξης και της τιμής, τα δε απειθή και κωφεύοντα εις την τωρινήν της παράκλησιν θέλει αποκηρύξει, ως νόθα και ασιανά σπέρματα, και θέλει παραδώσει τα ονόματά των, ως άλλων προδοτών, εις τον αναθεματισμόν και κατάραν των μεταγενεστέρων.
     »Ας καλέσωμεν λοιπόν εκ νέου, ω ανδρείοι και μεγαλόψυχοι Έλληνες, την ελευθερίαν εις την κλασικήν γην της Ελλάδος. Ας συγκροτήσωμεν μάχην μεταξύ του Μαραθώνος και των Θερμοπυλών! Ας πολεμήσωμεν εις τους τάφους των πατέρων μας, οι οποίοι, διά να μας αφήσωσιν ελευθέρους, επολέμησαν και απέθανον εκεί!
     »Το αίμα των τυράννων δεν είναι δεκτόν εις την σκιάν του Θηβαίου Επαμεινώνδου και του Αθηναίου Θρασυβούλου, οίτινες κατετρόπωσαν τους τριάκοντα τυράννους, εις εκείνας του Μιλτιάδου και του Θεμιστοκλέους, του Λεωνίδου και των τριακοσίων, οίτινες κατέκοψαν τοσάκις τους αναριθμήτους στρατούς των βαρβάρων Περσών, των οποίων τους βαρβαρωτέρους και ανανδροτέρους απογόνους πρόκειται εις ημάς σήμερον με πολύ μικρόν κόπον να εξαφανίσωμεν εξ ολοκλήρου.
     »Εις τα όπλα λοιπόν, φίλοι, η Πατρίς μας προσκαλεί!
          Την 24ην Φεβρουαρίου 1821, εις το γενικόν στρατόπεδον του Ιασίου.
                                                     ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ» 
 clip_image004               

 

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης (Κωνσταντινούπολη 1792 – 1828 Βιέννη), γιος του Κωνσταντίνου και της Ελισάβετ, από σπουδαία φαναριώτικη οικογένεια με καταγωγή από τα Ύψηλα της Τραπεζούντας, γεννήθηκε 1-12-1792 στην Κωνσταντινούπολη. Το 1810 κατατάχτηκε στο σώμα έφιππων σωματοφυλάκων του τσάρου, με βαθμό ανθυπίλαρχου. Έλαβε μέρος στους ναπολεόντειους πολέμους και στη μάχη της Δρέσδης (1813) έχασε το δεξί του χέρι.

     Στις 11 Απριλίου 1820, μετά την άρνηση του Ιωάννη Καποδίστρια, ο Εμμανουήλ Ξάνθος τον συνάντησε στην Πετρούπολη και του πρότεινε να γίνει αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας. Εκείνος δέχτηκε με ενθουσιασμό, λέγοντας τα εξής λόγια:

     «Αν εγώ εγνώριζον ότι οι ομογενείς μου είχον ανάγκην από εμέ και εστοχάζοντο ότι εδυνάμην να συντελέσω εις την ευδαιμονίαν των, σου λέγω εντίμως ότι ήθελον μετά προθυμίας κάμω κάθε θυσίαν, ακόμη και την κατάστασίν μου, και τον εαυτόν μου θα εθυσίαζον υπέρ αυτών.»

     Την επόμενη μέρα, 12 Απριλίου 1820, κατηχήθηκε, έδωσε τον Όρκο των Φιλικών και χρίστηκε Γενικός Επίτροπος της Αρχής. Του δόθηκε το ψευδώνυμο “Καλός” και τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου “α.ρ.”, για να υπογράφει τις επιστολές του.

     Ικανός και δραστήριος, αναδιάρθρωσε τους κανονισμούς της Φιλικής Εταιρείας, προώθησε τη συνεργασία με τους Σέρβους και επέβαλε στρατιωτική πειθαρχία στα μέλη της οργάνωσης. Συνέταξε στρατιωτικό κανονισμό, τον μοίρασε στις Εφορείες και έδωσε σε κυκλοφορία γραμμάτια συνεισφορών με ιδιόχειρη υπογραφή του, για οικονομική ενίσχυση της Φιλικής Εταιρείας. Ο ίδιος, η μητέρα Ελισάβετ και τα αδέλφια του Δημήτριος, Νικόλαος, Γεώργιος και Γρηγόριος διέθεσαν την περιουσία τους για τη χρηματοδότηση της Επανάστασης κι αγωνίστηκαν ενεργά, με αξιοθαύμαστο ανιδιοτελή πατριωτισμό, για την ελευθερία της Ελλάδας. Όταν ρώτησαν τη μητέρα τους αν χαρίζει το κτήμα τους στην Κοζνίτσα για τον αγώνα τους, εκείνη απάντησε δακρυσμένη: «Παιδιά μου, εγώ χαρίζω εσάς, τα φίλτατά μου, και θα λυπηθώ τα δυο εκατομμύρια ρούβλια;». Πράγματι, έδωσε έξι γιους της στον Αγώνα.
     Ο Αλέξανδρος σκόπευε ν’ αρχίσει την επανάσταση από την Πελοπόννησο, αλλά ο κίνδυνος να φανερωθεί η δράση της Φιλικής Εταιρείας και άλλοι λόγοι τον ανάγκασαν να αλλάξει σχέδια.
     Στις 22 Φεβρουαρίου 1821, ο Αλέξανδρος, μαζί με τους αδελφούς του Νικόλαο και Γεώργιο, ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης, πέρασε τον ποταμό Προύθο κι ήρθε στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας, όπου τον υποδέχτηκε ο ηγεμόνας Μιχαήλ Σούτσος.
     Στις 24 Φεβρουαρίου 1821 εξέδωσε την παραπάνω επαναστατική προκήρυξη, με τίτλο «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος».
     Στις 26 Φεβρουαρίου, στο ναό των Τριών  Ιεραρχών Ιασίου, τελέστηκε δοξολογία, ο μητροπολίτης Βενιαμίν ευλόγησε πρόχειρη σημαία με έμβλημα το σταυρό και παρέδωσε το ξίφος στον Αλέξανδρο Υψηλάντη.
     Μετά την πανηγυρική έναρξη της επανάστασης στο Ιάσιο, ο Υψηλάντης πήγε στη Φωξάνη, όπου ορκίστηκε ο Ιερός Λόχος. Ήταν ένα τμήμα τακτικού αλλά απειροπόλεμου στρατού από 500 Έλληνες σπουδαστές του Εξωτερικού και των παραδουνάβιων ηγεμονιών, που έτρεξαν ενθουσιασμένοι να πολεμήσουν με τον Υψηλάντη.
     Δυστυχώς, ο τσάρος αποκήρυξε την επανάσταση κι ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ αναγκάστηκε να αφορίσει τον Υψηλάντη, για να αποφύγει γενική σφαγή των χριστιανών, κάτι που τελικά δεν απετράπη, αφού οι Τούρκοι απαγχόνισαν και τον ίδιο, ως αντίποινα.
     Οι πολεμικές επιχειρήσεις σε Μπραΐλα, Σιλίστρια, Βιδίνιο, Γαλάζιο, Τυργοβίστι και τέλος η μάχη και ήττα των Ιερολοχιτών στο Δραγατσάνι (7 Ιουνίου 1821) αποδεκάτισαν και σκόρπισαν το στρατό.
     Μετά την ήττα στο Δραγατσάνι, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης αποφάσισε να περάσει από Αυστρία, για να κατεβεί στην Πελοπόννησο. Οι φιλότουρκοι Αυστριακοί όμως τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν στο υπόγειο του φρουρίου Μουγκάτς για πολλά χρόνια. Μετά από σοβαρή επιδείνωση της υγείας του, μεταφέρθηκε σε φρούριο της Θειρεσιούπολης, όπου παρέμεινε μέχρι 24 Νοεμβρίου 1827, οπότε απελευθερώθηκε με τη μεσολάβηση του τσάρου Νικόλαου και με υγεία εντελώς κατεστραμμένη.
     Πέθανε πάμπτωχος στη Βιέννη, στις 19 Ιανουαρίου 1828, 36 ετών. Τελευταία είδηση που έμαθε πριν ξεψυχήσει ήταν: «Σήμερα ο Καποδίστριας με αγγλικό καράβι κατεβαίνει Κυβερνήτης στην Ελλάδα». Τότε είπε:  «Δόξα σοι ο Θεός!»
     Λίγο πριν ξεψυχήσει, είπε στον αδελφό του Νικόλαο: «Αποθνήσκω αλλ’ η αγαπημένη μου Πατρίς σώζεται. Ο εχθρός αυτής εταπεινώθη οι δε συμπολίται μου θέλουσιν εκδικηθή μέχρι τέλους την τυραννίαν τούτου. Μόνην λύπην αισθάνομαι, ότι δεν ευτύχησα να εναγκαλιστώ πάλιν εκείνους, μεθ’ ων επολέμησα διά την πατρίδα μου».
     Κηδεύτηκε στη Βιέννη, φέροντας τη στρατιωτική στολή του Ιερολοχίτη και το ξίφος που είχε ευλογήσει ο Βενιαμίν. Η νεκρώσιμη ακολουθία ψάλθηκε στο ανατολικό παρεκκλήσι Αγίου Γεωργίου, όπου έχει στηθεί αναμνηστική πλάκα, που γράφει στα γερμανικά: “Πρίγκιψ ALEXANDER YPSILANTI 1792-1828 Ηγέτης της Εθνικής εξέγερσης των Ελλήνων”. Τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία όλοι οι Έλληνες της Βιέννης.
     Η καρδιά του βαλσαμώθηκε, για να σταλεί και να ταφεί στην Ελλάδα, σύμφωνα με δική του επιθυμία που πολλές φορές είχε εκφράσει. Ο αδελφός του Γεώργιος έφερε την καρδιά του στην Ελλάδα μαζί με τη γυναίκα του Μαρία Μουρούζη, η οποία, σε συνεργασία με τη βασίλισσα Αμαλία, έκτισε το Αμαλίειον Ορφανοτροφείον (1855/1857) στην οδό Στησιχόρου, όπου φυλάχτηκαν οι καρδιές του Αλέξανδρου και του Δημητρίου Υψηλάντη (Κωνσταντινούπολη 1794 - Ναύπλιο 5 Αυγ. 1832), και το ναό των Ταξιαρχών στο Πεδίον του Άρεως.
     Το 1964 επαναπατρίστηκαν τα οστά του, μετά από πολύχρονο αγώνα του καθηγητή Πολυχρόνη Ενεπεκίδη, και φυλάχτηκαν στο προαύλιο του ναού των Παμμεγίστων Ταξιαρχών στο Πεδίον του Άρεως, όπου υπάρχει γλυπτό που αναπαριστά άνθρωπο με ευγενική αλλά βασανισμένη όψη στο νεκρικό κρεβάτι και η επιγραφή: «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ, ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΦΙΛΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ».
     Σήμερα, λίγες αναφορές γίνονται στο μεγάλο αυτό πατριώτη, που με προθυμία αποδέχτηκε την πρόταση να γίνει αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας και να κηρύξει την Επανάσταση. Στο στρατιωτικό, που, αν και είχε χάσει το δεξί του χέρι, ανέλαβε τον ύψιστο Αγώνα για την αποτίναξη μακραίωνης πικρής σκλαβιάς. Στον Έλληνα, που έδωσε ψυχή και περιουσία, φυλακίστηκε από ανθέλληνες Ευρωπαίους οι ίδιοι μας βλάπτουν και σήμερα 24 Φεβρουαρίου 2016 και πέθανε για την Ελλάδα. Κι αν δεν καρποφόρησαν οι πολεμικές επιχειρήσεις στις παραδουνάβιες περιοχές, η προσφορά του στο Μεγάλο Αγώνα είναι ανεκτίμητη, γιατί τόλμησε να κάνει την αρχή, δίνοντας παράδειγμα τόλμης και ανιδιοτελούς πατριωτισμού στους Έλληνες. Θα λέγαμε πως η μισή Επανάσταση  κερδήθηκε στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, ακολουθώντας τη γνώμη πως «η αρχή είναι το ήμισυ του παντός». 
     Γι’ αυτό αφιερώσαμε σ’ εκείνον το μικρό Ανθολόγιο «21 Κείμενα για το Εικοσιένα» http://paleochori-lesvos.blogspot.gr/2013/02/blog-post_24.html ~ σαν μνημόσυνο ευγνωμοσύνης. Ας είναι αγιασμένη η μεγάλη ελληνική ψυχή του…

(Πηγές: Βιβλίο Πολυχρόνη Ενεπεκίδη, Εγκυκλοπαίδεια Britannica, Βικιπαίδεια κ.ά.)

ΜΑΣΚΕΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ

Από βιβλίο του Θανάση Παρασκευαΐδη (1914 - 2001)

                                           Μάσκες
clip_image002
     Πού πλανιέσαι, σε χάσαμε, είπε ο Στέφανος στο Μιχάλη.
     Εγώ με την απελευτέρωση, το 1945, έφυγα στη Γαλλία. Γλύτωσα την κόλαση του εμφυλίου πολέμου που περάσατε εσείς. Πάντα όμως μάθαινα νέα σας. Δεν ξέρω αν κάνατε καλά ή άσχημα.
     Και τι έφτιαχνες εκεί;
     Έγινα ζωγράφος. Έφτιαχνα μάσκες ανθρώπινες. Πάνω σε πηλό που με ευκόλυνε να κάνω αυτό που ήθελα. Μάσκες ανθρώπινες. Μικρές και μεγάλες. Αντρίκιες και γυναίκειες. Ύστερα την κάθε μια την απίθωνα πάνω σε ανάλογα ταμπλώ. Με το πινέλο, με διάφορους χρωματισμούς, τραβούσα απάνω τους και στο φόντο του ταμπλώ περίεργα σχέδια. Να βρει μια ιδιαίτερη έκφραση η κάθε μάσκα.
     Αυτό γίνονταν υποσυνείδητα. Σαν κάτι να κουνούσε το χέρι μου. Σα να ενεργούσε πάνω μου μια μυστική δύναμη. Αυτά τόνιζαν πιο πολύ αυτό που ήθελα να εκφράσω με τη μάσκα αυτή. Έμνισκε ακίνητη στη μέση του ταμπλώ. Άλλοτε μ’ ένα γέλιο ενός κούρου αρχαίου, βγαλμένου απ’ τα βάθη του Αιγαίου. Άλλοτες με κλαυσίγελο. Άλλοτες με αλλόφρονη φωνή. Ήταν μάσκες σαν αυτές που χρησιμοποιούσαν οι ηθοποιοί στις παραστάσεις των αρχαίων δραμάτων.
     Για μερικές, που πουλιόνταν πιο ακριβά, διάλεγα κι ανάλογη μουσική πάνω σε ταινία στο μαγνητόφωνο. Να την παίζουν όταν την κοίταζαν.
     Είχα μεγάλη επιτυχία. Έβγαλα πολλά λεφτά. Κι ακόμα βγάζω. Τράβηξε το κονιάκ που έφερε το γκαρσόν με ηδονή.
     Και ξακολούθησε.
     Παίζω με τους ανθρώπους. Καθένας αναγνωρίζει το προσωπείο του, καθώς το αναζητά ανάμεσα σε πολλά. Το βρίσκει και το κοιτάζει με κομμένη την ανάσα. Σα να τον γδέρνω. Σαν τον Μαρσύα ο Απόλλωνας. 
     Προσπαθεί να είναι κρυφές οι ματιές του που ρίχνει πάνω στη μάσκα του.
     Εγώ καταλαβαίνω. Δεν μιλώ. Ούτε άχνα απ’ το στόμα μου.
     Ξέρω πως ο άνθρωπος που βρήκε τη μάσκα του δεν θα την αγοράσει. Φεύγει ένοχα μπροστά απ’ τη μάσκα του. Πλανιέται στη σάλα της έκθεσης και ξαφνικά στέκεται στη μάσκα που θα αγοράσει. Είναι η μάσκα που νομίζει πως εκφράζει αυτό που νομίζει πως μπορούσε να ήταν ή να γίνει. Το πρόσωπό του, το κορμί του, η ιδεολογία. Αυτό που εμποδίστηκε να γίνει απ’ τις κοινωνικές αναστολές. Η μάσκα εκφράζει, εκτός από τη νοσταλγία για μια άλλη ζωή, αυτόν τον διμέτωπο αγώνα της ζωής. Απ’ τη μια ν’ αγωνιζόμαστε να γίνουμε αυτό που θέλουμε. Απ’ την άλλη να μένουμε κρυμμένοι. Να μην ξέρουν οι άλλοι τι θέλουμε.
     Εγώ κάνω χάζι. Την πληρώνει όσα-όσα. Την τυλίγω σε όμορφο χαρτί πολυτελείας. Την παίρνει και φεύγει. Πηγαίνει στο σπίτι του κουβαλώντας τον εαυτό του.
     Σταμάτησε για λίγο να μιλά.
     Ύστερα σ’ άλλον τόνο στη φωνή του, πιο σιγανό, συμπληρώνει σαν καινούργιος Μεφιστοφελής.
     Εγώ όμως ξέρω ότι όσο θα πλανιέται στη ζωή, όσες φορές κοιτάζει τη μάσκα και βλέπει τα σχέδια που δεν μπορεί να καταλάβει, όσες φορές ακούει τη μουσική, πάλι θα πλανιέται άπρακτος, γνωρίζοντας πως ποτέ δεν θα μπορέσει να φτάσει αυτό που φωνάζει η μάσκα που του πούλησα.
     Ο Στέφανος ένιωσε τον πειρασμό να μιλήσει για τα εφτά τζιτζίκια που είχε φτιάσει με το κρυπτόγραμμα της νέας ζωής που είχαν απάνω τους και τώρα τον φώναζαν για αλλαγή. Μα κρατήθηκε την τελευταία στιγμή. Ψιθύρισε μόνο με σιγανή φωνή.
     Τόσο ψόφιο πράγμα νομίζεις πως είναι ο άνθρωπος!
     Ο Μιχάλης άνοιξε τα μάτια του και τον κοίταζε ώρα πολλή. Μέσα στο σκοτάδι, γυάλιζαν περίεργα. Σαν να διαψεύδονταν η ζωή του. Νόμιζε πως ο Στέφανος θα ξακολουθούσε την κουβέντα. Πως ήξερε κάτι παραπάνω απ’ αυτόν. Εκείνος όμως έμεινε βουβός κοιτάζοντάς τον.
     ― Η ανθρωπότητα, Στέφανε, σήμερα είναι μαύρη, άρχισε ο Μιχάλης. Ας αγωνιστήκαμε εμείς για τα πιο ακραία ιδανικά, κείνη την εποχή, που το νομίζαμε τόσο εύκολο για να τα πραγματώσουμε, ενώ κανείς δεν ήξερε την αλήθεια. Τα ιδανικά που αγωνιστήκαμε μένουν ίδια. Απόμακρα. Μας ειρωνεύονται απ’ τις άκρες αψηλών άπιαστων κλαδιών. Είναι αυταπάτες. Είναι το πουκάμισο της ωραίας Ελένης για το οποίο πολεμήσαμε.
     Σημασία έχει το παιχνίδι που παίζει η σάρκα του ανθρώπου με τον χρόνο. Αυτά είναι τα όρια της ζωής του ανθρώπου. Γι’ αυτό εγώ στη ζωή έτρεξα για να κερδίσει το σώμα μου την έκφρασή του. Να βρω αυτό που από ένστικτο γύρευε η ύπαρξή μου…

(Απόσπασμα από το βιβλίο του Λέσβιου συγγραφέα Θανάση Παρασκευαΐδη «Το μήνυμα του τζίτζικα», εικονογράφηση Χρίστου Θ. Παρασκευαΐδη, αυτοέκδοση, Μυτιλήνη 1987, σελ. 112-114)
 
clip_image004clip_image004clip_image004clip_image004clip_image004clip_image004clip_image004clip_image004clip_image004

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016

ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ~ ΓΝΩΜΗ

clip_image002ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ
ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΓΝΩΜΗ ~ ΑΘΗΝΑ 2016 
                                                                                                                       
Δεν υπάρχει το
    γήρας, όπου υπάρχει
        δημιουργία.



ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Μια φορά κι έναν καιρό
στην Αθήνα γεννήθηκα, 1933
Πλάκα, Αδριανού μεριά
κι ύστερα 1935

στη Λέσβο βρέθηκα.
Αγιάσο μεγάλωσα, περπάτησα και μίλησα
Πρώτη Δημοτικού ήρθαν οι Γερμανοί
ανθρωπόμορφα κτήνη.

1941 Πλωμάρι, πείνασα πολύ,
όμως είχα τρεις φίλους καρδιακούς,
τον Κώστα Αντωνάκα, το Γιώργο Μπάμπουρα,
τη θάλασσα π’ αγάπησα και αγαπώ!

Τα ζώα αγάπησα.
Σκυλάκια, γάτες, αίγες.
Τα έζησα από κοντά
τους πρόσφερα, μου πρόσφεραν.

1944 τα κτήνη έφυγαν,
νικήθηκαν με κόστος τρομερό
απωλειών, καταστροφών και λεηλασιών
που τα χρωστούν ακόμα οι Γερμανοί.

Τον ίδιο χρόνο
στη Μυτιλήνη λεύτεροι πια.
Λίγο φαγάκι, Γυμνάσιο, κολύμπι,
ποδόσφαιρο, μπάσκετ, μονόζυγο.

Και τι δεν έκανα,
είχα απομείνει πίσω.
Η πείνα με σημάδεψε
και στο κορμί και στο μυαλό.

1949. Επιστροφή Αθήνα – Αγ. Βαρβάρα.

Πέρασαν χρόνια.
Επέζησα, δε σπούδασα.
Γυμνάσιο τελείωσα Αιγάλεω
και με το ζόρι…

Η άσκηση, ο Έρωτας! Το διάβασμα!
Μ’ ανάστησαν, έγινα άλλος άνθρωπος.
Εργάστηκα, παντρεύτηκα,
παιδιά, εγγόνια απέκτησα.

Είχα και τύχη, κυρίως σκέψη…

Δεκέμβρης 2013
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ
Μέλος της Ε.Ε.Λ.


ΜΟΝΟΣ

Και με ρωτούν:
τι κάνεις μόνος
εκεί στην ερημιά;
Κι εγώ γελώ.

Και δεν τους λέω
το μυστικό
για να μη με περάσουν
για τρελό.

Όμως σε σένα θα το πω.

Μόνος δεν είμαι αδελφέ.
Έχω τον Παλαμά, το Ρίτσο.
Έχω Σικελιανό, Παπαδιαμάντη.
Έχω το Νίκο Καζαντζάκη.

Έχω φίλο το Ντοστογιέφσκι,
τον Λέοντα Τολστόι,
τον Όμηρο, τον Πλάτωνα
και τον Αριστοτέλη.

Έχω τον εν ζωή
Ιάσονα Ευαγγέλου
και πλήθος άλλους
φίλους ποιητές.                                                Αν αγαπάς τα πουλιά,
                                                                              φύτευε δέντρα
Κι όποτε θέλω                                                      παντού και πολλά.
τους μιλώ
και τι δε λένε…
Είμ’ ευτυχής, αδέλφι, ΛΕΥΤΕΡΟΣ. 
     
Αλεποχώρι, Σεπτέμβρης 2015                       


ΧΑΪΚΟΥ

Το βουβό δάκρυ
μικρού προσφυγόπουλου
δικό μας έργο.

Τα νεκρά κορμιά
στις παραλίες νησιών
δικό μας έργο.

Η παραγωγή
φονικών όπλων, δεινών
δικό μας έργο.

Η Γη θ’ αντέξει
τόσο παραλογισμό
των ανθρώπων της;

Τα λόγια είναι
περιττά, σταματήστε
τώρα πολέμους.

Η κιβωτός του
πατέρα Αντωνίου
θερμή όαση.

Το σκοτάδι μας
εξουδετερώνεται
μόνο με το φως.

       ²²²

Ποιοι κατέστρεψαν
την Ελλάδα; Οι γνωστοί
κι ακόμα μιλούν.

Η νοθεία στη
Δημοκρατία είναι
το πολύ ψέμα.

Σαράντα χρόνια
καλά και διαφθορά:
Υποδούλωση.

Όποιος δέχεται
ευεργεσία πουλά
ελευθερία.

Ένας και μόνος
εν μέσω ευρωλεόντων.
Θα επιζήσει;
     

ΧΡΟΝΟΣ

Ο χρόνος είναι
παρελθόν, παρόν, μέλλον
τρισυπόστατος.

Ότι ξεχνάμε
το χρόνο, δεν σημαίνει
πως μας ξεχνάει.

Στα νιάτα χρόνος
περπατάει με αργό
το βηματισμό.

Νέος δεν ξέρεις
πόσο ο χρόνος είναι
αδυσώπητος.

Ο τελευταίος
πειρατής που έμεινε
είναι ο χρόνος.

Είμαστε ό,τι
απέμεινε από το
δείπνο του χρόνου.
  
Ο νέος έχει
ένα σοφό δάσκαλο.
Γέρος το χρόνο.

Όλοι οι γέροι
ονειρεύονται ένα
λαμπρό παρελθόν.

Χρόνος ψυγείο
συντηρεί τα ωραία
συναισθήματα.

Στα φαρμακεία
δεν υπάρχει φάρμακο
όπως ο χρόνος.

Ο χρόνος είναι
μεγάλο αγαθό εν
ανεπαρκεία.

Ο χρόνος εχθρός
για κείνους που δεν ξέρουν
και τον φοβούνται.

Δεν υπάρχει το
γήρας, όπου υπάρχει
δημιουργία.

Χρόνος δεν είναι
αιτία φθοράς, αλλά
δημιουργίας.

Ο χρόνος είναι
κρίμα να είναι μόνο
άφθονο χρήμα.

Ο χρόνος είναι
θησαυροφυλάκιο
της ιστορίας.

²²²

Συγχαίρουμε το Δημήτρη Μυτιληναίο για την έκδοση του έβδομου βιβλίου του κι ευχόμαστε να είναι πάντα γερός, δημιουργικός και ποιητής-κήρυκας των ανθρωπιστικών ιδεών. 

Περισσότερα για τη ζωή και το έργο του συγγραφέα διαβάστε: