Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2015

ΦΤΙΑΧΝΟΥΜΕ ΓΙΑΟΥΡΤΙ

Πώς φτιάχνουμε Γιαούρτι στη Λέσβο

Υλικά:

- 1 λίτρο (4 φλυτζάνια) γάλα πρόβειο ή κατσικίσιο ή εμπορίου φρέσκο πλήρες
- 3 κουταλιές γιαούρτι ολόπαχο με τσίπα (1 κοφτή κουταλιά σούπας για κάθε μπολ)
- 3 μπολ ή κεσεδάκια και θερμόμετρο μαγειρικής

Παρασκευή:

1. Θερμαίνουμε το γάλα στους 90 βαθμούς Κελσίου περίπου. Μόλις δούμε ότι αρχίζει να φουσκώνει, το κατεβάζουμε από τη φωτιά και το μοιράζουμε σε 3 κεσεδάκια, κατά προτίμηση πήλινα, γιατί διατηρούν πιο σταθερή τη θερμοκρασία.

2. Αφήνουμε να κρυώσει λίγο το γάλα και μετά μετράμε τη θερμοκρασία με θερμόμετρο μαγειρικής (να είναι περίπου 45 βαθμούς Κελσίου) ή με τον εξής παραδοσιακό τρόπο: βάζουμε το δάχτυλό μας μέσα στο γάλα και μετράμε ως το 20. Αν δεν καούμε, ρίχνουμε μια κουταλιά γιαούρτι μέσα σε κάθε μπολ, τα σκεπάζουμε καλά με βαμβακερή πετσέτα και κουβέρτα από πάνω και τα αφήνουμε σε θερμοκρασία δωματίου τρεις ώρες περίπου χωρίς να τα μετακινήσουμε, για να πήξουν. Προσέχουμε να μην καταστρέψουμε την τσίπα που έχει το ζεστό γάλα. 
     [Όσο πιο ζεστό είναι το γάλα όταν προσθέτουμε το γιαούρτι, τόσο πιο ξινό γίνεται. Αν θέλουμε να γίνει το γιαούρτι μας πιο γλυκό, θα πρέπει να χλιάνει περισσότερο το γάλα. Προσοχή! Αν η θερμοκρασία πέσει κάτω από 40 βαθμούς ή είναι νερωμένο το γάλα, το γιαούρτι δεν πήζει. Αν πάλι η θερμοκρασία είναι πάνω από 50 βαθμούς ή ξινή η μαγιά, τότε γίνεται ξινό.]  

3. Όταν πήξει το γιαούρτι, βάζουμε τα κεσεδάκια στο ψυγείο και τα αφήνουμε μερικές ώρες, πριν τα καταναλώσουμε.
Καλοφάγωτο!

4. Αν δεν έχουμε γιαουρτομαγιά και θέλουμε να φτιάξουμε, ακολουθούμε την εξής διαδικασία σε τρεις φάσεις: α) Θερμαίνουμε 1 φλυτζάνι γάλα, το κρυώνουμε μέχρι να φτάσει τους 35 βαθμούς, το βάζουμε σε ανοιχτό μπολ, το σκεπάζουμε με τουλουπάνι και το αφήνουμε σε σταθερή θερμοκρασία 28-30 βαθμών μια μέρα, για να ξινίσει. β) Θερμαίνουμε πάλι 1 φλυτζάνι γάλα, ρίχνουμε μέσα 1 κουταλιά σούπας από το ξινό υλικό, το σκεπάζουμε και το αφήνουμε μερικές ώρες σε ζεστό μέρος, να πήξει. γ) Επαναλαμβάνουμε τη διαδικασία της δεύτερης φάσης, ρίχνοντας από το παχύρρευστο υλικό 1 κουταλιά σούπας, το σκεπάζουμε και σε μερικές ώρες γίνεται γιαούρτι, το οποίο μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ως μαγιά για να φτιάξουμε γιαούρτι. Διατηρείται στο ψυγείο 10 μέρες περίπου.
     Σημείωση: Βίντεο παρασκευής μαγιάς με τον παραπάνω τρόπο βρήκα στην εξαιρετική ιστοσελίδα  http://www.ftiaxno.gr/2007/07/blog-post_3785.html.
Καλή Επιτυχία!

²²²

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΙΜΙΩΔΕΙΣ ΦΡΑΣΕΙΣ ΜΕ ΓΙΑΟΥΡΤΙ !

- Απ’ του διαβόλου το μαντρί, νε (=ούτε) γιαούρτι, νε τυρί.
- Άσπρος σαν το γιαούρτι.
- Εκάγαμε α σο γάλαν, φυσούμε και το ξύγαλαν (ποντιακή: Καήκαμε από το γάλα,
  φυσούμε και το γιαούρτι)
- Θα μας πάρουν με τα γιαούρτια!
- Κάηκε η βάβω στο κουρκούτι, φυσάει και το γιαούρτι.
- Κάηκε η γριά στο χυλό, φυσά και το γιαούρτι.
- Κι αν γίνει η θάλασσα γιαούρτι, οι φτωχοί δεν θα ’χουν κουτάλια.
- Με γιαούρτι ν’ αλειφτούμε, ασπροπρόσωποι να βγούμε.
- Όποιος καεί στην ψωμαγεριά, φυσά και το γιαούρτι.
- Τώρα που έγινε η θάλασσα γιαούρτι, δεν έχουμε κουτάλια.
- Τώρα που έγινε η σάλτσα γιαούρτι, χάσαμε τα κουτάλια.

²²²

ΠΑΛΙΟΧΩΡΙΑΝΟ ΧΟΥΡΑΤΟ
Πιάτου θέλ’…

     Η Μαρία Π. Αχειλαρά (Μπουτούδ’) ήταν έγκυος κι ένιωσε την επιθυμία να φάει γιαούρτι. Παρήγγειλε στη μάνα της Αμιρζάρα, που έμενε κοντά στην αγορά δίπλα από του Μαλαμαδέλ’ το μαγαζί, αν φέρει κάποιος γιαούρτι, να της αγοράσει μισή οκά.
     Πράγματι, ο Παναγιώτης Σαββέλης (Τσουμπανέλ’) το βράδυ κατέβασε μια τσανάκα, την έβαλε στην Καμάρα και πήγαιναν οι Παλιοχωριανοί με τα πιάτα τους κι αγόραζαν όσο ήθελε ο καθένας.
     Έτρεξε κι η Αμιρζάρα. Πάνω στη λαχτάρα της όμως να πάρει γιαούρτι για την κόρη της, που θα της έκανε και το πρώτο εγγόνι, ξέχασε να πάρει πιάτο μαζί της. Πάει στο Σαββέλη και του λέει:
     ― Μ’σή ουκά γιαούρτ’.
     Ο Παναγιώτης της απαντά:
     ― Πιάτου θέλ’…
     Η Αμιρζάρα, που δεν ήθελε να δώσει λογαριασμό, έκανε πως δεν κατάλαβε και του ξαναλέει:
     ― Βάλι μ’ μ’σή ουκά γιαούρτ’, είπα.
     Ο Παναγιώτης λέει ξανά:
     ― Πιάτου θέλ’…
     Και η Αμιρζάρα, εκνευρισμένη από την επιμονή του Παναγιώτη, ξέσπασε:
     ― Ποια του θέλ’;… Ποια του θέλ’;… Η κόρη μ’ η Μαρία είνι αγκαστρουμέν’ τσι του θέλ’.
     Κόκαλο ο Σαββέλης!

Από το Χρήστο Π. Αχειλαρά
(Δημοσιευμένο στο πδκ. «Τα Παλιοχωριανά», τόμος Β΄, τεύχος 44ο, Οκτ.-Νοέμβρ.-Δεκ. 1991, σελ. 722)

²²²

ΜΙΑ ΣΧΟΛΙΚΗ ΑΝΑΜΝΗΣΗ

     Σχολικό έτος 1969-1970. Συγκατοικούσα τότε με την εξαδέλφη μου Διαμάντω Χρ. Κουτσουραδή, κόρη της αγαπημένης μου θείας Ευαγγελίας, αδελφής του πατέρα μου. Μαθήτρια Γ΄ τάξης η Διαμάντω και Ε΄ τάξης εγώ στο εξατάξιο Γυμνάσιο Πλωμαρίου. Όλη την εβδομάδα μέναμε στο Πλωμάρι και το Σαββατοκύριακο γυρίζαμε στο Παλαιοχώρι, για να δούμε τους γονείς μας και για ανεφοδιασμό. Μέχρι τα μισά της εβδομάδας καταναλώναμε τα φαγητά που μας είχαν ορδινιάσει οι μητέρες μας. Τις υπόλοιπες μέρες μαγειρεύαμε μετά το σχολείο. Εκτός από τις σχολικές μας υποχρεώσεις, όσα παιδιά ήμασταν από χωριά έπρεπε να καθαρίζουμε το σπίτι που νοικιάζαμε και να μαγειρεύουμε απλά φαγητά. Μακριά απ’ τα σπίτια μας, για να μάθουμε γράμματα…
     Ακούγοντας κάθε πρωί κάποιον πλανόδιο που πουλούσε γάλα στο Πλωμάρι να διαλαλεί το γάλα του, κάποια μέρα αποφασίσαμε να αγοράσουμε γάλα και να φτιάξουμε γιαούρτι. Κι οι δυο είχαμε από το σπίτι μας σχεδόν ανύπαρκτες γνώσεις από αυτή την εργασία. Εγώ είχα δει τη θεία Ευαγγελία Καλαϊτζή - Ραφτέλη, αδελφή της μητέρας μου, να μετρά με το δάχτυλο τη θερμοκρασία του γάλακτος και να ρίχνει τη μαγιά. Θα εφαρμόζαμε όμως μια συνταγή που είχαμε βρει στο περιοδικό «Ρομάντσο».
     Αγοράσαμε γάλα, ακολουθἠσαμε πιστά τις οδηγίες και περιμέναμε να πήξει. Ήμασταν χαρούμενες κι ανυπόμονες να το γευτούμε. Άδικα όμως περιμέναμε ώρες ολόκληρες να πήξει το γιαούρτι, που παρέμενε ένας παχύρρευστος χυλός. Τη χαρά διαδέχτηκε η ανησυχία και την ανησυχία η απογοήτευση. Το αποτέλεσμα της γαλακτοκομικής μας δραστηριότητας ήταν κάτω του μετρίου. Ο γαλατάς νέρωνε το γάλα, μας είπαν!...  
     Από τότε μέχρι σήμερα, που μου γεννήθηκε πάλι η επιθυμία να φτιάξω γιαούρτι με γάλα από το σούπερ-μάρκετ της γειτονιάς μου, δεν ξαναδοκίμασα να φτιάξω γιαούρτι. Τη συνταγή την κατέγραψα από γυναίκες του χωριού μου κι από το Διαδίκτυο. Ελπίζω αυτή τη φορά να μου πετύχει!

Μυρσίνη Βουνάτσου

ΚΟΛΟΚΥΘΟΠΙΤΑ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ

Γλυκιά Κολοκυθόπιτα της Σοφίας

Υλικά:
  
Για το φύλλο:
• ½ κιλό αλεύρι για όλες τις χρήσεις και λίγο ακόμη
• 1 φλυτζάνι τσαγιού ελαιόλαδο
• νερό, όσο χρειάζεται για να γίνει απαλή η ζύμη

Για τη γέμιση:
• 4 ποτήρια νερού κίτρινη τριμμένη κολοκύθα
• 1 φλυτζάνι τσαγιού σταφίδες (άσπρες και μαύρες)
• 1 ποτήρι νερού ζάχαρη
• 1 φλυτζανάκι του καφέ ρύζι
• ½ κουταλιά σούπας τριμμένη κανέλλα
• 1 φλυτζάνι τσαγιού ελαιόλαδο

Για επάλειψη:
• ελαιόλαδο, για επάλειψη του ταψιού και των φύλλων
• ½ φλυτζάνι τσαγιού μέλι
• σουσάμι καβουρδισμένο

Παρασκευή:

1. Ζυμώνουμε τα υλικά για το φύλλο κι αφήνουμε τη ζύμη να ξεκουραστεί για μισή ώρα.
2. Καθαρίζουμε, τρίβουμε και στραγγίζουμε την κολοκύθα.
3. Ετοιμάζουμε τη γέμιση, ανακατεύοντας σε μια λεκάνη όλα τα υλικά για τη γέμιση.
4. Ρίχνουμε λίγο αλεύρι σε μια επιφάνεια και πλάθουμε τρία φύλλα: δύο μεγάλα κι ένα μικρότερο.
5. Αλείφουμε ένα ταψί με λάδι, απλώνουμε το ένα μεγάλο φύλλο και το αλείφουμε με ελαιόλαδο. Ρίχνουμε από πάνω τη γέμιση, τη στρώνουμε και γυρίζουμε τις άκρες του φύλλου που περισσεύουν γύρω-γύρω. Από πάνω στρώνουμε το μικρό φύλλο για να καλύψουμε τη γέμιση, και το αλείφουμε με λάδι. Τέλος, στρώνουμε το άλλο μεγάλο φύλλο, το αλείφουμε με λάδι και χαράζουμε την πίτα σε ρομβοειδή ή τετράγωνα κομμάτια.
6. Ψήνουμε στους 180 βαθμούς Κελσίου για 1 ώρα περίπου.
7. Όταν βγάλουμε το ταψί από το φούρνο, αλείφουμε ζεστή την κολοκυθόπιτα με το μέλι και την πασπαλίζουμε με καβουρδισμένο σουσάμι.

Σημείωση: Θαυμάσια φτιαγμένη κολοκυθόπιτα, νόστιμη και εμφανίσιμη, με κέρασε η κυρία Σοφία Γκίτα - Κόντη. Της ζήτησα τη συνταγή και μου την έδωσε με πολλή προθυμία. Την ευχαριστώ και σας συνιστώ να τη φτιάξετε κι εσείς…
     Καλή Επιτυχία! 

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

ΤΟ ΠΛΩΜΑΡΙ ΠΡΩΤΟΣΤΑΤΗΣΕ ΣΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ ΤΟ 1912

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΜΠΡΟΣ ΛΕΣΒΟΥ

http://www.emprosnet.gr/blogs/hronografima/78528-plomari-protostatise-stin-apeleytherosi-tis-lesvoy-1912

Χρονογράφημα          

 
Λέσβος και Μυτιληναίων Αιγιαλός. Δεκαπενθήμερες επισημάνσεις

Το Πλωμάρι πρωτοστάτησε στην απελευθέρωση της Λέσβου το 1912

 

            Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2015  

clip_image002

 

Οι Πλωμαρίτες πρωτοστάτησαν στην απελευθέρωση, όπως αποδεικνύουν οι εξής δράσεις: 
1.- Πλωμαρίτες αντάρτες κάλεσαν τον Οκτώβριο του 1912 τον οπλαρχηγό Ευστράτιο Λαγίδη να έλθει από την Αθήνα με «σώμα ανταρτών οίτινες συνενούμενοι μεθ’ ημετέρων τοιούτων να κηρύξωσι την επανάστασιν». Στις 5-11-1912 ο Λαγίδης έφθασε με δύο ιστιοφόρα και 60 Λέσβιους αντάρτες στη Μελίντα, όπου συνεννοήθηκε με τους Ευστράτιο Τζ. Αράπογλου και Αριστείδη Τζ. Αράπογλου, αλλά «οι προύχοντες συνέστησαν την μη πραγματοποίησιν της αποφάσεως» («Λαϊκός Αγών», 15-11-1912).

 

2.- Ο Πλωμαρίτης Θρασύβουλος Μελανδινός στις 31-10-1912 γράφει στον Ελευθέριο Βενιζέλο: «Σπεύσατε να μας καταλάβετε!» (Βασιλική Κουρβανιού, Λεύκωμα «Λέσβος 1912-2012 - Εκατό Χρόνια Ελευθερίας» της Λέσχης Πλωμαρίου «Βενιαμίν ο Λέσβιος», 2011). 


3.- Ο Πλωμαρίτης από τον Μπουρό, Ευστράτιος Ιωάννου Αθανασιάδης, ήταν ο οργανωτής και ταμίας της «Λεσβιακής Φάλαγγας» των 210 εθελοντών (εκ των οποίων οι 120 Πλωμαρίτες), που, αφού πλήρωσαν τα έξοδα στολής, οπλισμού, εισιτήρια και διατροφή κατά το ταξίδι από Νέα Υόρκη Αμερικής στη Μυτιλήνη (3-28 Νοεμβρίου) πολέμησαν στον Κλαπάδο 5-8 Δεκεμβρίου (Κωνσταντίνα Βάκκα-Κυριαζή, εισήγηση στο Συνέδριο Ιστορίας της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου, στις 9-11-2012).

 

4.- Οι Πλωμαρίτες Δημήτριος Γ. Λαγουμίδης, Αντώνιος Δ. Ξυπτεράς, Εμμανουήλ Δ. Χατζηβασιλείου, Γεώργιος Κ. Βότσαλος και Μαλλιάκας Λαίλιος στις αρχές Νοεμβρίου ίδρυσαν Κομιτάτο. Οι Ιωάννης Γ. Πετρέλλης, Γεώργιος Π. Λύτρας, Δημήτριος Τσακύρης και Γεώργιος Τόμπρας έπλευσαν στη Λήμνο, όπου επέδωσαν αναφορά στο Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη για επίσπευση της απελευθέρωσης (Μαλλιάκας Λαίλιος, Λεύκωμα Μιχάλη Καλλοναίου, 1934).

 

5.- Ο Πλωμαρίτης οπλαρχηγός Εμμανουήλ Σιταράς και 22 Πλωμαρίτες αντάρτες απελευθέρωσαν το Πλωμάρι στις 8-11-1912, αφοπλίζοντας 8 Τούρκους χωροφύλακες. Στις 10-11-1912 βοήθησαν να ελευθερωθεί η Αγιάσος και την επόμενη κυριάρχησαν στην κεντρική χερσόνησο Λέσβου με σκληρές μάχες στους Λάμπου Μύλους, όπου τραυματίστηκε ο Πλωμαρίτης Εμμανουήλ Λούπος και σκοτώθηκαν 20 Τούρκοι αντάρτες («Λαϊκός Αγών», 13-11-1912).

 

6.- Ο Πλωμαρίτης οπλαρχηγός Δημήτριος Στεφάνου, αποβιβάστηκε από το ατμόπλοιο «Μακεδονία» στις 10-11-1912 και πολέμησε ως αρχηγός «εις το Πεζοναυτικόν σώμα των Προσκόπων» («Λαϊκός Αγών» 13-11-1912 και 20-12-1912).


7.- «Οκτακόσιοι εθελονταί εκ Πλωμαρίου κατεγράφησαν την ημέραν της καταλήψεως του Πλωμαρίου» στις 8-11-1912, οπότε «εσχημάτισαν επιτόπιον πολιτοφυλακήν διά την τήρησιν της τάξεως». Στις 10-11-1912 την πολιτοφυλακή πλαισίωσαν ο υποκελευστής Παναγιώτης Μελιγκώνης, ο δίοπος Καρκανιάς και οκτώ ναύτες, διά να «τηρούν την τάξιν» («Λαϊκός Αγών», 13-11-1912, σ. 2, 3). Εικοσιτέσσερα ονοματεπώνυμα της πολιτοφυλακής κατέγραψε σε οπισθότυπο φωτογραφίας της, που φυλάσσει η Λέσχη Πλωμαρίου, ο Δημήτριος Γεωργίου Λαγουμίδης και για τη μεταγραφή στο διπλανό πίνακα ευχαριστώ τον αγαπητό φίλο Γεώργιο Βρασίδα Λαγουμίδη, πρωτανεψιό του καταγραφέα.

 

8.- «Εν Πλωμαρίω κατηρτίσθη επιτροπή εξ αξιοτίμων κυριών και αβρών δεσποινίδων, η οποία περιερχομένη τας οικίας θα συναθροίση τας εις είδη και χρήματα προσφοράς των γενναίων Πλωμαριτών υπέρ του γενναίου Ελληνικού στρατού. Την επιτροπήν απετέλεσαν αι Κυρίαι Αρχοντούλα Ε. Τραγάκη, Ειρήνη Β. Αράπογλου, Πουλχερία Μ. Μελανδινού, Ιφιγένεια Κ. Αθανασιάδου και αι Δεσποινίδες Ευαγγελία Αθανασιάδου, Μαρία Τ. Λαγουμίδου, Πελαγία Βοτσάλου, Στέλλα Π. Μουτσογιάννη, Ειρήνη Ε. Τσαμουργκέλλη και Σουλτάνα Ι. Πούλια» («Σάλπιγξ», 25-11-1912).

 

9.- Ο Πλωμαρίτης οπλαρχηγός Δημήτρης Τσακύρης, στις 2-12-1912, με 115 Πλωμαρίτες αντάρτες «τίθεται υπό τας διαταγάς του κ. Απολλόδωρου Συρμακέζη» για τη μάχη Κλαπάδου («Χαραυγή», έτος Γ΄ τ. Δ΄, αρ. 53-54). 


10.- Πέντε χιλιάδες Πλωμαρίτες στις 4-1-1913 «διοργάνωσαν στην Μυτιλήνη συλλαλητήριον υπέρ της ενώσεως» με την Ελλάδα («Χαραυγή», έτος Γ΄, τόμος Ε΄, αρ. 55-56).


11.- Ο Κυδωνιάτης οπλαρχηγός Ευστράτιος Ιωάννου Λαγίδης είχε ορμητήριο το Πλωμάρι και για αυτό ο συγγενής του Κυδωνιάτης δάσκαλος Κωνσταντίνος Λαγίδης εγκαταστάθηκε στο Πλωμάρι με τους γονείς του Παναγιώτη και Κυριακή, και τις αδελφές του Δέσποινα, Ευτέρπη και Αικατερίνη, όπως καταχωρήθηκε με αριθμό 2060 σε Τετράδιο Δημοτολογίου του Πλωμαρίου που φυλάσσεται σε γραφείο του πρώην Δήμου Πλωμαρίου, καθώς με ενημέρωσε ο Πλωμαρίτης φίλος Στρατής Ψαράς.

     Ο Κωνσταντίνος Λαγίδης χρημάτισε αρχηγός της 11ης ομάδας του Σώματος Προσκόπων Πλωμαρίου, όπως φαίνεται στο πτυχίο του προσκόπου Νικολάου Ανδριώτη του 1915 (Αντώνης Ν. Ανδριώτης, Ο Προσκοπισμός στο Πλωμάρι, «Πλωμαρίτικοι Αντίλαλοι», φ. 247/2015). Η 1η ομάδα Προσκόπων Πλωμαρίου ιδρύθηκε με την απελευθέρωση, όπως προκύπτει από φωτογραφία της Ομάδας Προσκόπων 1912, δημοσιευμένη στους «Πλωμαρίτικους Αντίλαλους», φ. 19-20/1978.

 

(Πηγή: http://www.emprosnet.gr/blogs/hronografima/78528-plomari-protostatise-stin-apeleytherosi-tis-lesvoy-1912)

 

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΓΙΑ ΜΑΘΗΤΕΣ - ΤΟ ΛΑΧΕΙΟ

Σελίδα Λογοτεχνίας για Μαθητές
                                                                                                                      
Πανταζής Προκόπης (Κεράμι Καλλονής Λέσβου 1923 - 1985 Αθήνα)

Το λαχείο…

     Πεσμένοι μέσα στα φανταστικά πλούτη, είχαμε ξεχάσει προς στιγμής όλα τα βάσανα. Και δεν ήταν λίγα.
     Πρώτον εκείνο το μαρτύριο του χειμωνιάτικου πρωινού, το ξύλιασμα των ποδιών και χεριών από την ακινησία του θρανίου. Δύο ώρες ολόκληρες μέσα στην παγωμένη αίθουσα του καινούργιου μας σχολείου χτισμένου επί πρώτης Υπουργίας Παπανδρέου: «Εδώσαμεν προσοχήν εις τα κτίσματα…», που τα μεγάλα παράθυρά μας εκτός από το άπλετο φως σούρωναν και άφθονο κρύο και με τι να το πολεμήσουμε;  
     Πίστωση για σόμπα δεν υπήρχε. Τα μεγάλα κρύα ανάβαμε εξ ιδίων μαγκάλι και το βάζαμε κοντά στην έδρα κι άιντε να ζεσταθούν μ’ αυτό ογδόντα παιδιά.
     Κι άμα έπεφτε η βέργα του δάσκαλου στα μελανιασμένα χέρια, ο πόνος και το τσούξιμο σε τρυπούσαν στην καρδιά. Αμ το άλλο πάλι!
     Εκείνη η φαρμακίλα από την υποχρεωτική λήψη δύο δισκίων κινίνης κάθε πρωί μετά την προσευχή. Η περιοχή μας ελονοσούσα, οι θέρμες μάς θέριζαν, αλλά έτοιμη η βέργα του δασκάλου για όποιον δεν κατάπινε εθελοντικά αυτά τα απαίσια μαβιά χάπια που είχαν καταντήσει ο εφιάλτης των παιδιών, αφού το Υπουργείο δεν χαλάλιζε λεφτά για να τα κάνει ζαχαρόπηκτα. Και πήγαινε το δάκρυ κορόμηλο, γινόταν θρήνος και τα ρητά σαν το «πικρό στο στόμα, γλυκό στην καρδιά» παίρνανε και δίνανε, ώσπου να καταπιούμε το κώνειο.
     Αμέσως μετά το «κώνειο» ήταν που μπήκε το θέμα [της έκθεσης] κι είχαμε πέσει όλοι απορροφημένοι με τα μούτρα στα λεφτά. Κι ο Γιάννης, το πιο φτωχό παιδί της τάξης, ξόδευε κι αυτός με την καρδιά του. Μόλις που είχε περάσει από την έδρα, κατάπιε το δηλητήριο με μια γκριμάτσα αβάσταχτης πίκρας, κάθισε δίπλα μου στο θρανίο, με κοίταξε παρακαλεστικά στα μάτια και μου είπε:
     — Φαρμάκι είναι το άτιμο… Δεν έχεις κανένα σύκο, να πάει η πίκρα κάτω;
     Έβγαλα ένα από το κουβαδάκι που είχα για τσάντα και του το έδωσα. Το έφαγε με μικρούτσικες μπουκιές, για να κρατήσει ώρα πολλή. Μ’ αυτό τον τρόπο έτρωγε ό,τι και να του ’δινες, όχι για να το απολαμβάνει, παρά για να χορτάσει με την ψευδαίσθηση ότι έφαγε πολύ.
     Ήταν το μικρότερο παιδί της χήρας Παναγούλας, μεροκαματιάρας ξωμάχας που είχε τέσσερα στόματα να ταγίσει με τη δουλειά της και την ελεημοσύνη. Μάζευε ραδίκια από τον κάμπο, αχιβάδες από το γιαλό, σβυρνιές, βλαστάρια από τα ρουμάνια. Τα πήγαινε στα πλουσιόσπιτα στην Καλλονή, της δίνανε λίγο αλεύρι, λίγο λάδι, καμιά μαγειριά όσπρια για να πορέψει τα παιδιά της.
     Ένα αδιάκοπο κυνηγητό του ψωμιού, χειμώνα καλοκαίρι, χωρίς ανάσα!
     Σταχομαζώχτρα στο θέρος, «μπασιάκια», απομεινάρια στο λιομάζωμα, στα σύκα, στον τρύγο, στις απαλωνιές, παντού όπου βρισκόταν κάτι για να ταγίσει, μ’ αλλοίμονο, όχι για να χορτάσει τα παιδιά της.
     Ο καημός της ο μεγάλος ήταν να ’χει λίγη σοδειά για το χειμώνα, το σαραντάμερο με τις βροχές και το Γενάρη με τις παγωνιές, που δεν μπορούσε να ξεμυτίσει άνθρωπος στον κάμπο, στο βουνό ή στ’ ακρογιάλι.
     Ο Γιάννης όταν μιλούσε για φαγητά ανακάτευε και τις τηγανίτες μέσα, τόσο μεγάλη αδυναμία που είχε γι’ αυτές. Βέβαια, οι τηγανίτες παίζανε μεγάλο ρόλο στη ζωή όλων μας, γι’ αυτό κάθε χρόνο μια από τις εκθέσεις που γράφαμε ήταν: «Πώς γίνονται οι τηγανίτες;».     
     Σήμερα τι του κάπνισε του δάσκαλου και θέλησε να μας κάνει πλούσιους με τη φαντασία και μας έβαλε να γράψουμε έκθεση: «Τι θα κάνω, αν κερδίσω τον πρώτο αριθμό του λαχείου;», πράγμα απίθανο, γιατί δεν βρίσκονταν λεφτά που θ’ αγοράζαμε λαχείο του Στόλου.
     Ο Σπύρος ο Αμερικάνος, που είχε παραπάνω λεφτά, αγόρασε λαχείο και κέρδισε τον πρώτο αριθμό. Έγινε μεγάλος ντόρος στο χωριό μας και άρπαξε την ευκαιρία ο δάσκαλος να δοκιμάσει το χαρακτήρα μας…  
     Ριχτήκαμε λοιπόν στο γράψιμο, όσοι είχαν στο τετράδιο και όσοι δεν είχαν έγραφαν κι έσβηναν στην πλάκα. Ήρθε η ώρα να διαβάσουμε τις εκθέσεις και μεγάλο μπερεκέτι έπεσε στην αίθουσα, από φαγητά, γλυκά, ρούχα, παπούτσια και φιλανθρωπίες. Ο δάσκαλος παίνευε όποιον μοίραζε τα κέρδη σε ελεημοσύνες και του ’βαζε καλό βαθμό, κατάκρινε τους φαταούληδες, σιγοντάριζε τις τάσεις αποταμίευσης. Τελευταίο άφησε το Γιάννη της Παναγούλας.
     — Σήκω, Γιάννη, να δούμε τι έγραψες κι εσύ.
     Τι να γράψει ο Γιάννης, τελευταίος καθώς ήταν στα μαθήματα και το σχολείο τον έβλεπε στη χάση και στη φέξη. Άρχισε να διαβάζει:
     «Άμα… κερδίσω… τον… πρώτο… αριθμό… του λαχείου… θα πάρω… ένα… τσουβάλι… αλεύρι… να το πάω… στη μάνα… μου στο σπίτι…».
     — Λέγε παρακάτω.
     Σιωπή ο Γιάννης.
     — Λέγε σου είπα παρακάτω.
     — Δεν έχω άλλο…, δάσκαλε, έκανε φοβισμένα ο Γιάννης, τέλειωσε!
     — Χα, χα, χα, ξέσπασε στα γέλια ο δάσκαλος. Βρε αχμάκη, τριακόσιες χιλιάδες δραχμές θα έχεις και θα πάρεις μόνο ένα τσουβάλι αλεύρι;
     Και δώστου και γελούσε κι η σαστιμάρα του Γιάννη μεγάλωνε.
     — Γιατί γελάει; Αναρωτιόταν.
     Αυτός δεν άκουγε τίποτα άλλο από τη μάνα του σαν μαζεύονταν γύρω στο τζάκι και χουχούλιαζαν τα κάρβουνα νηστικοί κι αχόρταστοι. Ένας ήταν ο καημός της.
     «Αχ να ’χα ένα τσουβάλι αλεύρι να βρίσκεται, να σας κάνω καμιά τηγανίτα, να ψήσουμε κάνα σκουλίκι στα κάρβουνα. Πού να βγω αύριο πάλι μέσα στο κρύο να ψάχνω για καμιά μαγεριά. Βραδιάζει ξημερώνει με τρώει ο κάμπος και τα βουνά. Άμα είχα ένα τσουβάλι αλεύρι, θα ξένοιαζα και γω, ένα χειμώνα. Εχ! Μωρή Παναγούλα, χήρα κι έρημη, τι καραμέτια τραβάς!»
     — Βρε, τον αχμάκη το Γιάννη! γελούσε ακόμα ο δάσκαλος και παράσερνε και πολλά παιδιά στο γέλιο.
     Κι ο Γιάννης έφερνε γύρω το σαστισμένο βλέμμα του και ήταν αδύνατο να καταλάβει τι τους κάνει να γελάνε. Γιατί δεν είχε μάθει ακόμα πως: «Ο χορτάτος τον νηστικό δεν μπορεί να καταλάβει».

1. μαγκάλι (το): μεταλλικό σκεύος θέρμανσης, όπου τοποθετούν αναμμένα κάρβουνα  2. ελονοσούσα (η): περιοχή που μαστίζεται από την ελονοσία, συνήθως ελώδης  3. θέρμες (οι): πυρετοί, ελονοσία  4. κώνειο (το): δηλητηριώδες φυτό και το δηλητήριό του. εδώ (μτφ.)= πικρό σαν δηλητήριο, το κινίνο  5. ξωμάχος/θηλ. ξωμάχα: αυτός που δουλεύει σκληρά έξω στους αγρούς,  φτωχός αγρότης  6. σβυρνιές (οι): σβρουνιές, είδος άγριου σπαραγγιού  7. ρουμάνια (τα): λόγκοι, άγονες περιοχές με πυκνή θαμνώδη βλάστηση  8. μπασιάκια (τα): η ελεύθερη συλλογή των υπολειμμάτων από οποιαδήποτε γεωργική παραγωγή. εδώ: απομεινάρια από το λιομάζεμα, που μετά τα κοκκολογούσαν οι φτωχοί  9. μπερεκέτι (το): αφθονία αγαθών  10. ντόρος (ο): θόρυβος  11. απαλωνιές (οι): κομμάτι γης όσο ένα αλώνι. υπολείμματα από το αλώνισμα  12. σεκοντάρω/σιγοντάρω (ρ.): συνοδεύω κάποιον στο τραγούδι. εδώ: υποστηρίζω, τάσσομαι με το μέρος κάποιου, συμφωνώ  13. αχμάκης (ο): κουτός, απλοϊκός, αφελής, αργόστροφος  14. σκουλίκι (το): μακρόστενο τρόφιμο φτιαγμένο με ζυμάρι  15. καραμέτια (τα): βάσανα.    

Πηγή: Άρης Ταστάνης, «Προκόπης Πανταζής. Ένας αντάρτης και λογοτέχνης της Λέσβου», εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα 2007, σελ. 209-211. Δημοσιεύτηκε το 1979 στο περιοδικό «Τα Καλλονιάτικα», τεύχος 2.

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015

ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ ΛΕΣΒΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ

8 Νοεμβρίου 1912 - 8 Νοεμβρίου 2015:

103 χρόνια μετά την Απελευθέρωση της Λέσβου

από τον ζυγό των Τούρκων

     

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ

ΠΑΝΤΑ ΝΑ ΖΕΙΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ, ΛΕΣΒΟΣ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΑΣ

    

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΡΘΡΟΥ ΤΟΥ ΛΕΣΒΙΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ ΚΥΡΙΑΖΗ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΜΠΡΟΣ ΛΕΣΒΟΥ

clip_image002

Ευχαριστούμε το συμπατριώτη μας Αριστείδη Κυριαζή, για την άδεια να αναδημοσιεύουμε κείμενά του στο paleochori-lesvos.blogspot.gr