Τρίτη 4 Αυγούστου 2015

ΠΑΛΙΟΧΩΡΙΑΝΟ ΑΝΕΚΔΟΤΟ: «Ισύ, πατέρα, κι ήβαλις;»

                   
ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ ΣΕ ΔΑΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΟΙΚΗΜΕΝΕΣ ΠΟΛΕΙΣ
                                                                                                                                
Καταστροφών συνέχεια… Κοντά στα οικονομικά δεινά, ήλθαν να προστεθούν τον Ιούλιο οι μεγάλης έκτασης πυρκαγιές στην Αθήνα και σ’ άλλα μέρη της χώρας μας. Πυκνοκατοικημένες αστικές περιοχές, πολύτιμοι δασικοί πνεύμονες, χιλιάδες ελαιόδεντρα με τον καρπό τους, κρατικά κονδύλια, ένα πυροσβεστικό αεροπλάνο, σπίτια, ακόμα και απώλειες ανθρώπινης ζωής ο θλιβερός απολογισμός. Θαρρείς κι έγινε πόλεμος και κατακάηκε ολόκληρη η Ελλάδα από τον εχθρό. Το κακό συνεχίζεται και τον Αύγουστο, κυρίως σε ώρες δυνατών αέρηδων.

Από τα χείλη κάποιων ακούσαμε για σχέδιο ξενόφερτων εμπρηστών κι η ψυχή μας γέμισε αγωνία για την Ελλάδα. Αλλά θυμηθήκαμε και δυο παροιμιώδεις φράσεις από παλιοχωριανό ανέκδοτο, που ακούστηκαν προ αμνημονεύτων χρόνων σε πυρκαγιά κι επαναλαμβάνονται συχνά στο Παλαιοχώρι με εύθυμη διάθεση. Η φράση «Ισύ, πατέρα, κι ήβαλις;» είναι λόγια αγωνίας αλλά και αφέλειας της αείμνηστης μητέρας μου Διαμαντούλας Καλαϊτζή-Βουνάτσου προς τον παππού μου Γεώργιο Καλαϊτζή, που την καθησύχασε απαντώντας πως δεν έβαλε εκείνος τη φωτιά κι είναι «εν τη ζωή του πραματέλ’ μας…»! Διαβάστε το ανέκδοτο κι εσείς, για να γελάσει λίγο το χειλάκι σας…
        
²²²
           
Παλιοχωριανό χουρατό
  
Ισύ, πατέρα, κ’ ήβαλις;

     Αύγουστος 1985. Η Ελλάδα ολόκληρη καιγόταν από τη μεγάλη ζέστη και τις πολλές φωτιές που ασυνείδητοι είχαν ανάψει παντού. Ήταν δειλινό και στη «Λαγκαδούρα», γειτονιά του χωριού μας, οι γυναίκες κάθονταν στα σκαλιά και κουβέντιαζαν.
     Σαν τέλειωσαν οι βραδινές ειδήσεις από την τηλεόραση, φάνηκε να έρχεται από το καφενείο η Διαμαντούλα Καλαϊτζή-Βουνάτσου, του Μιλάνου. Στα σκαλιά έκανε την καθιερωμένη στάση, για να κουβεντιάσει με τις γειτόνισσες. Βιαστική καθώς ήταν και επηρεασμένη από τις ειδήσεις, σχολίασε:
     Κι κακό, μουρ’ κόρη μ’, σ’ ούλ’ κ’ Ιλλάδα… Απουσταθήκαν να σβούν’ φουκιές απ’ κ’ τηλιόρασ᾿. Ποιοι αφουρ’σμέν’  τ’ς βάζουν;
     Δεν ξέρουμε αν εννοούσε ότι η τηλεόραση εκτελούσε χρέη πυροσβεστικής, αλλά τα λόγια της αυτά μας έφεραν στο νου μια άλλη φωτιά, που πριν πολλά χρόνια είχε ξεσπάσει στην τοποθεσία «Ξιπάκ’μα». Έτυχε τη μέρα εκείνη να βρίσκεται σ’ αυτή την περιοχή, στο κτήμα του, κι ο πατέρας της Διαμαντούλας Γεώργιος Καλαϊτζής, για να βοσκήσει την κατσίκα του.
     Μόλις μαθεύτηκε στο χωριό το νέο για τη φωτιά, ανήσυχη αλλά και αφελής η Διαμαντούλα πήγε και φώναζε από τον «Άνεμο» στον πατέρα της:
     Ισύ, πατέρα, κ’ ήβαλις; (τη φωτιά εννοούσε)
     ― Όχ', κόρη μ', όχ'... 'ε κ' ήβαλα ιγώ, απάντησε ο πατέρας της. Εν τη ζωή τού πραματέλ' μας... 
     Αργότερα έγινε γνωστό πως τη φωτιά την έβαλε η Περμαθιά τ’ Ξαφέλ’, κατά λάθος φυσικά.

     Έτσι έμειναν στο χωριό μας παροιμιώδεις οι φράσεις «Ισύ, πατέρα, κ’ ήβαλις;», που τη χρησιμοποιούν οι Παλιοχωριανοί για να εκφράσουν κάποιο αφελές επιβαρυντικό για τους ίδιους ερώτημα ή ένα σεξουαλικό υπονοούμενο, και «εν τη ζωή του πραματέλ’ μας», που τη χρησιμοποιούν για να δηλώσουν ότι παρά λίγο γλίτωσαν ένα δικό τους πράγμα από έναν χατά (από το ρ. χάνομαι), μια καταστροφή. Και η δεύτερη φράση χρησιμοποιείται καμιά φορά ως σεξουαλικό υπονοούμενο, όπως κι η φράση «λαδερό  του πραματέλ’ σ’», γιατί προκαλεί γέλιο αν αποκοπεί από το λεκτικό περιβάλλον της. Και στους Παλιοχωριανούς αρέσουν τα πιπεράτα, αλλά ποτέ χυδαία, πειράγματα!     

²²²


 Τις φωτιές όμως στα δάση της Ελλάδας ποιοι τις βάζουν; Πρέπει άραγε η Πολιτεία να περιορίζει το ρόλο της μόνο στην κατάσβεση των πυρκαγιών ή να παίρνει εγκαίρως κάθε προστατευτικό μέσο για τα δάση μας και να βρίσκει και να τιμωρεί παραδειγματικά τους ασυνείδητους που τα καίνε;
   
Αθήνα 4 Αυγούστου 2015
Μυρσίνη Μ. Βουνάτσου
(Πρώτη δημοσίευση στο πδκ. «Τα Παλιοχωριανά», τεύχος 19ο, Ιούλ.-Αύγ.-Σεπτ. 1985, σελ. 299)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου