Τρίτη 29 Ιουλίου 2014

ΣΑΡΔΕΛΕΣ ΠΑΣΤΕΣ

Συνταγή Παλαιοχωρίου Λέσβου

Σαρδέλες παστές
                      
Υλικά:
1 κιλό σαρδέλες
2 φούχτες θαλασσινό αλάτι ημίχοντρο
6 μεγάλα φρέσκα κληματόφυλλα
1 πήλινο ή γυάλινο μπολ
1 πήλινο ή εμαγιέ πιάτο και μια λίτρα από τη θάλασσα

Εκτέλεση:

ΑΓΟΡΑ:
    Αγοράζουμε 1 κιλό φρέσκες σαρδέλες. Αν έχουμε τη δυνατότητα, διαλέγουμε σαρδέλες Καλλονής Λέσβου, που ξεχωρίζουν από τις άλλες γιατί έχουν μία γραμμή στη ράχη κι είναι ξεχωριστά νόστιμες και για το λόγο αυτό πολύ ακριβότερες. Οι πλανόδιοι ψαράδες διαλαλούσαν στο χωριό μας πως πουλούν σαρδέλες παπαλίνες.  
     Πώς ξεχωρίζουμε αν είναι φρέσκες οι σαρδέλες: Οι φρέσκες σαρδέλες έχουν τη μυρωδιά της θάλασσας, λαμπερά μάτια με μαύρη κόρη, δέρμα τεντωμένο, λέπια που αποκολλώνται δύσκολα, σάρκα σφιχτή κι ελαστική. Ξεχωρίζουμε τις φρέσκιες σαρδέλες κυρίως από την οσμή, η οποία γίνεται δυσάρεστη δυο-τρεις μέρες μετά την αλίευση (βλέπε παρακάτω τραγούδια σατιρικά).   

ΠΑΣΤΩΜΑ:
     1. Σε ένα πήλινο ή γυάλινο βαθύ πιάτο ή μπολ απλώνουμε 2-3 μεγάλα φρέσκα κληματόφυλλα, ρίχνουμε επάνω αλάτι και μετά αραδιάζουμε τις σαρδέλες σε στρώσεις, χωρίς να τις πλύνουμε, με το κεφάλι προς την ίδια πλευρά, με τη ράχη προς τα πάνω και χωρίς κενά μεταξύ τους (βλ. παροιμιώδη φράση «σαν σαρδέλες»). Όταν γίνει η πρώτη στρώση, ρίχνουμε ξανά αλάτι και βάζουμε από πάνω δεύτερη στρώση σαρδέλες, που τις τοποθετούμε με τα κεφάλια προς την αντίθετη πλευρά. Ρίχνουμε αλάτι και συνεχίζουμε το πάστωμα, μέχρι να τελειώσουν όλες οι σαρδέλες. Τέλος, ρίχνουμε από πάνω αλάτι, τις σκεπάζουμε με 2-3 κληματόφυλλα και τοποθετούμε πάνω τους ένα πήλινο πιάτο κι ένα βάρος, π.χ. μια λίτρα από τη θάλασσα.
     2. Βάζουμε μετά τις παστωμένες σαρδέλες στο ψυγείο. Κατά διαστήματα, στραγγίζουμε τα υγρά που βγάζουν. Κάποιες βάζουν τις σαρδέλες σε σουρωτήρι, με ένα πιάτο από κάτω για τα υγρά, κάτι που δεν συνιστώ γιατί θα μυρίσει το ψυγείο. Μετά από 6-8 ώρες είναι έτοιμες για φάγωμα.  
     3. Συμβουλές: α) Παρ’ όλο που κάποιοι, κυρίως ψαράδες, συνηθίζουν να παστώνουν σαρδέλες μέσα σε χωνί από εφημερίδα, αποφύγετέ το, γιατί τα μελάνια από τα γράμματα είναι τοξικά. Αν πάλι θέλετε να δοκιμάσετε πάστωμα σε χωνί από χαρτί, χρησιμοποιήσετε δυο-τρία κομμάτια λαδόχαρτου κι αφήστε το κάτω μέρος του χωνιού ανοιχτό, για να φεύγουν τα υγρά. β) Χρησιμοποιούμε τα κληματόφυλλα, και γιατί δίνουν μία ιδιαίτερη γεύση στις σαρδέλες, αλλά κυρίως γιατί προστατεύουν σαρδέλες και σκεύη από τη δράση του αλατιού πάνω στο υλικό του σκεύους που χρησιμοποιούμε και τυχόν αλλοιώσεις, γι’ αυτό μην χρησιμοποιείτε ποτέ αλουμινένια ή ανοξείδωτα σκεύη, παρά μόνο πήλινα, εμαγιέ και γυάλινα. Αποφύγετε και τα πλαστικά, γιατί η μυρωδιά από τις σαρδέλες είναι έντονη και δεν φεύγει εύκολα με το πλύσιμο. Κατάλληλο είναι και ένα μεγάλο πήλινο δοχείο γιαουρτιού, καθώς κάποιοι πιστεύουν πως ο πηλός κάνει πιο νόστιμες τις σαρδέλες. γ) Όσο πιο παχιές και πολλές είναι οι σαρδέλες, τόσο πιο πολλές ώρες χρειάζονται για το πάστωμά τους. Γι’ αυτό μην παστώνετε πάνω από κιλό στο ίδιο σκεύος. δ) Μη ρίξετε υπερβολική ποσότητα αλατιού ούτε ψιλό αλάτι, γιατί οι σαρδέλες θα γίνουν δυσάρεστα αλμυρές.

ΚΑΘΑΡΙΣΜΑ:
     Καθαρίζουμε τις παστές σαρδέλες ως εξής: τις πιάνουμε από την ουρά, τινάζουμε το αλάτι κι αφαιρούμε το δέρμα, τα εντόσθια, το κεφάλι και το κεντρικό ψαροκόκαλο, με τη σειρά που τα αναφέρουμε. Αφήνουμε την ουρά, για να είναι ευπαρουσίαστος ο μεζές. Ενδεικτικό σημείο ότι οι παστές σαρδέλες είναι έτοιμες για φάγωμα είναι η εύκολη αποκόλληση του δέρματος και του κεντρικού ψαροκόκαλου (στη Λέσβο το λέμε "άγανο"), όταν δοκιμάσουμε να τις χωρίσουμε στα δυο (πρβ. φράση «θα σε σκίσω σαν σαρδέλα»).
     Συμβουλή: Φορέστε πλαστικά γάντια κατά το καθάρισμα, για να μη μείνει η έντονη μυρωδιά πάνω στα χέρια σας. Για να περιορίσετε τη βαριά μυρωδιά, τρίψτε τα χέρια σας με μια λεμονόκουπα. Θα είστε τυχεροί, αν σας τις προσφέρουν καθαρισμένες!                   

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ:
     Στο ψυγείο ακαθάριστες διατηρούνται δυο-τρεις μέρες. Καλό είναι να καταναλωθούν γρήγορα, γιατί η γεύση κι η μυρωδιά τους βαραίνουν (πρβ. πειρακτικά τραγούδια). Αν θέλουμε να τις διατηρήσουμε περισσότερο (περίπου ένα μήνα), τις καθαρίζουμε, τις σκεπάζουμε με ελαιόλαδο και τις φυλάσσουμε σε κλειστό γυάλινο σκεύος.
     Τρώγονται σαν μεζές ή σαν κύριο γεύμα, μαζί με ούζο ή άλλο ποτό. Εκτός από τη νοστιμιά τους, είναι ιδιαίτερα θρεπτικές. Προαιρετικά, αν και δεν το συνιστώ, μπορούμε να προσθέσουμε αρωματικά χόρτα ή ξύδι ή λεμόνι.   
     Συμβουλές: α) Αποφύγετε να βάλετε αλάτι στο φαγητό της ημέρας, αν θα φάτε μαζί και παστές σαρδέλες. β) Αν υποφέρετε από υπέρταση, μη φάτε πολλές μαζί ― πράγμα δύσκολο!  

Καλοφάγωτες!

 

ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΑΡΔΕΛΕΣ:
     Η σαρδέλα είναι θρεπτικό, νόστιμο και προσιτό στην τιμή ψάρι, γι’ αυτό και θεωρούνταν από την αρχαιότητα φαγητό των φτωχών. Ζει σε θαλασσινά και γλυκά νερά. Ψαρεύεται σε ποσότητες στα ελληνικά πελάγη, καθώς ζει σε κοπάδια. Βέβαια, ως αφρόψαρο, μπορεί να απορροφήσει βλαβερές ουσίες, αν η θάλασσα είναι μολυσμένη. Ο γόνος σαρδέλας που πιάνουν τα αφρόδιχτα από τις τράτες ρίχνεται ξανά στη θάλασσα και συνήθως γίνεται τροφή άλλων ψαριών ή γλάρων (βλ. παροιμία). Εκτός από τη διατροφή, χρησιμοποιείται για παραγωγή ιχθυελαίου και τροφή για ψάρια. Είναι το πρώτο ψάρι που κονσερβοποιήθηκε.
     Το μήκος της κυμαίνεται από 2 cm έως 27 cm το μέγιστο, ενώ το μέγιστο όριο ζωής της που έχει καταγραφεί είναι 15 έτη. Τρέφεται με πλαγκτόν. Αναπαράγεται σε ομάδες, στην Ελλάδα από Σεπτέμβρη έως Μάιο, σε βάθος 20-25 μέτρων μέσα στο νερό και γεννά 50.000 – 60.000 αυγά.
     Θρεπτικά συστατικά: Είναι ψάρι νόστιμο και ωφέλιμο, αν και περιέχει χοληστερόλη, η οποία όμως δεν είναι επιβλαβής. Επίσης, περιέχει πρωτεΐνες, ω-3 λιπαρά οξέα, βιταμίνες Α, Β12, D, φωσφόρο, σελήνιο, σίδηρο και ασβέστιο. Εκατό γραμμάρια σαρδέλες περιέχουν 409 mg ασβέστιο (1 σαρδέλα αντιστοιχεί με 1 ποτήρι γάλα). Βοηθά στην καλή λειτουργία του εγκεφάλου, προστατεύει την καρδιά από καρδιοαγγειακά νοσήματα και αρτηριακή πίεση, συμβάλλει στην πρόληψη της οστεοπόρωσης, της αρθρίτιδας και του καρκίνου. Μία μερίδα σαρδέλες δίνει 180 θερμίδες.   
     Πολλές και διάφορες είναι κι οι συνταγές με σαρδέλες: τηγανιτές, ψητές, βραστές, μαριναρισμένες με λεμόνι, ψητές μέσα σε κληματόφυλλα, πλακί, ριγανάτες, κοκκινιστές, "παντρεμένες", καπνιστές και κυρίως παστές, ένα είδος ελληνικού «σούσι». Σε εποχές που δεν υπήρχαν ψυγεία, οι ναυτικοί κι οι ταξιδιώτες αποξήραιναν ή έκαναν καπνιστές ή πάστωναν σαρδέλες κι άλλα ψάρια, έβαζαν όμως πολύ περισσότερο αλάτι, που το αφαιρούσαν με πλύσιμο των ψαριών πριν από την κατανάλωση, όπως κάνουμε με τις αντζούγιες.


Σημασίες και ετυμολογία λέξης:

φύη (η, ουσ., αρχ. ελλ.) = αντζούγια / σαρδέλα.
σαρδέλα (η, ουσ., μεσαιωνική λέξη, από το ιταλικό sardella, υποκοριστικό θηλυκού του επιθέτου sardo<από το λατ. sardus, που σημαίνει «σαρδηνιακός», δηλ. από τη Σαρδηνία, επειδή εκεί αλιευόταν πολύ το ψάρι αυτό/η σαρδίνη). Ονομαστές ήταν και οι σαρδέλες Φαλήρου και Ρόδου. Οι αρχαίοι Αθηναίοι εισήγαγαν ταριχευμένες σαρδέλες (τάριχοι, φύαι) από τον Εύξεινο Πόντο. Στην Ευρώπη συναντάται το είδος Sardine Pilchardus, που ανήκει στην οικογένεια των Κλυπεϊδών (Clupeidae), στην τάξη των Κλυπεόμορφων (Clupeiformes), στην ομοταξία των Ακτινοπτερυγίων (Actinopterygii) και στη συνομοταξία των Χορδωτών (Chordata).   
     Σημασίες λέξης "σαρδέλα": 1) Μικρό θαλάσσιο ψάρι με γαλαζοπράσινο και ασημί χρώμα, που ζει κατά ομάδες (κυριολεξία). 2) Παρατσούκλι των οπαδών της ποδοσφαιρικής ομάδας ΑΕΛ Καλλονής, επειδή η Καλλονή Λέσβου είναι ονομαστή για τις σαρδέλες της (μεταφορικά). 3) Διακριτικό σήμα υπαξιωματικού του στρατού στην αργκό (μεταφορικά).
σαρδελάς (ο, ουσ.) = υπαξιωματικός στρατού, αφού τα γαλόνια της στρατιωτικής στολής του στην αργκό λέγονται «σαρδέλες».
σαρδελοποίηση (η, ουσ., αντίθ. "αποσαρδελοποίηση", νεολογισμοί) = πάστωμα, μεγάλος συνωστισμός, στρίμωγμα.
σαρδελοτζούμι (το, ουσ. σύνθετο σαρδέλα+ζουμί) = παρατσούκλι που έδωσαν οι Ρόδιοι στους εσωτερικούς μετανάστες από τη Σύμη, οι οποίοι τρελαίνονταν να βουτάνε το ψωμί στο ζουμί της σαρδέλας, ίσως λόγω της φτώχειας τους.
     - Ε! Συμιακέ, σαρδελοτζούμι! Την παραπάνω πληροφορία διαβάσαμε στο http://www.radicio.com/forum/sintagi/482-%CE%BC%CE%B1%CE%B3%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%BF%CE%B9%CE%BC%CE%AF%CE%B5%CF%82%/ PAGE-7.
 ψαρίδις (οι, ουσ.) = παστές σαρδέλες στο ιδίωμα του Μεσότοπου Λέσβου (Πάνος Κοντέλλης, σελ. 569).

Γιορτές της σαρδέλας:
  
Τους καλοκαιρινούς μήνες, κυρίως τον Αύγουστο, γίνεται η «Γιορτή της σαρδέλας» σε πολλά μέρη της Ελλάδας: Σκάλα Καλλονής Λέσβου, Αλεξανδρούπολη, Μουδανιά, Μηχανιώνα Θεσσαλονίκης, Κύμη Εύβοιας, Πρέβεζα κ.α. 



Σαρδέλες Καλλονής:
  
Ψαριού γλύκα εις τον κόσμον δεν απόλαυσε κανείς,
αν δεν γεύθηκε ποτέ του την σαρδέλλα Καλλονής.

(Εργασία Πηνελόπης Μ. Ψάνη, με τίτλο «Συλλογή λαογραφικής ύλης εκ του χωρίου Πολιχνίτου, της επαρχίας Πολιχνίτου, της νήσου Λέσβου», στην ψηφιοποιημένη βιβλιοθήκη Πέργαμος Πανεπιστημίου Αθηνών: http://pergamos.lib.uoa.gr/dl/read?pid=uoadl:4825&hint=0.70&childLd=5)     


ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΙΜΙΩΔΕΙΣ ΦΡΑΣΕΙΣ:

Ή οκτώ λογιώ φαγί ή σαρδέλα μοναχή (επιλογή, αλλά και ανισότητα πλούτου).

Η σαρδέλα κι η γυναίκα όσο πιο μικρή, τόσο πιο καλή (ισπανική παροιμία).

Θα σε σκίσω σαν σαρδέλα (απειλή).

Κολιός και σαρδέλα κι από μια βαρέλα (διάκριση, ανισότητα).

Οι γλάροι ακολουθούν τις τράτες, επειδή πιστεύουν ότι θα ρίξουν σαρδέλες στη θάλασσα (προσμονή κέρδους).

πάστωμα = υπερβολική χρήση καλλυντικών στο πρόσωπο, όπως το αλάτι στις παστές σαρδέλες.

Σαν σαρδέλες… (παρομοίωση, για να δηλώσουμε μεγάλο συνωστισμό, στρίμωγμα σε μικρό χώρο, στοίβαγμα).

Σαν σαρδελοκούτι… (υπερβολικά φορτωμένο από επιβάτες όχημα, χώρος υπερβολικά μικρός).

                    

Η συνταγή της Λωξάνδρας:

     «... Κοιτάζει η Λωξάντρα τη θάλασσα και η καρδιά της σκιρτά.
     – Χαρίκλεια. Εμένα διες. Νοτιά φυσά σήμερα. Σαρδέλα πολλή θα πέσει. Να πάρεις να την κάνεις στη σχάρα. Άμα, να την τυλίξεις σε κληματόφυλλα. Λαδώνεις καλά-καλά το κληματόφυλλο, τυλίζεις μέσα τη σαρδέλα και τη βάζεις στη σχάρα. Να φας και τι να φας… Μμμμμ…!»
  
(Μαρίας Ιορδανίδου «Λωξάντρα», Βιβλιοπωλείον της "Εστίας", Αθήνα 1963, σελ. 96)

Βιβλίο με συνταγές:
Άρης Ιωαννίδης, «133 συνταγές για τη σαρδέλα», Θεσσαλονίκη (231-810.920).
               
                                   
Σαρδελο-ονειροκρίτης: 
Αν δεις στον ύπνο σου ότι τρως ή ψαρεύεις σαρδέλες, το όνειρό σου είναι πολύ καλό. Σημαίνει ότι θα έχεις μεγάλες επιτυχίες στη ζωή σου. 
(Πηγή: Σούπερ Καζαμίας 2010, σελ. 88). 
• Αν δεις στον ύπνο σου ότι πιάνεις σαρδέλες στη θάλασσα, σημαίνει πως θ' ακούσεις αηδιαστική είδηση που θα σε καταπλήξει. 
• Αν δεις ότι τις αγοράζεις, θα μάθεις αηδιαστικό πάθημα φίλου ή συγγενή σου. 
• Αν δεις πως τρως σαρδέλες φρέσκες, θα διακόψεις σχέσεις με αγαπητό σου πρόσωπο και θα σου συμβούν δυσάρεστα επεισόδια γι' αυτό.
• Αντίθετα, αν δεις ότι καθαρίζεις παστές σαρδέλες, θα πάρεις μέρος σε διασκέδαση που θα τη θυμάσαι για πάντα.
• Αν δεις ότι τρως παστές σαρδέλες, θα μάθεις σκανδαλιστικό μυστικό, απίστευτο σχεδόν, αλλά από το οποίο εσύ θα ωφεληθείς πολύ.

(Πηγή: Αρτεμίδου - Απολλοδώρου - Ζαρ Αγκ Γκανίντ "Ο καλύτερος ονειροκρίτης", εκδόσεις Λιναρδάτος, σελ. 199).

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ: 

Πειραχτικά δίστιχα του Κλήδονα: 

Τα μάτια σου σαρδέλις, τα φρύδια σ’ σκουμπριά,
τσι των ματιών σ’ η τσίμπλα κάνουν μια σκουρδαλιά.

Μαυρή σαρδέλα βρουμιαριά, που δεν έχεις ουρούδα (=ουρά),
τι θες τσ’ ανακατέβισι μέσα στα κουπιλούδια;

Μουρή σαρδέλα βρωμερή, σουπιά τηγανισμένη,
που κάθεσαι κι ανεγελάς πέρδικα πλουμισμένη.

Μικρή σαρδέλα βρωμερή, σουπιά τηγανισμένη
και καρακάξα του γιαλού, ποιος διάολος σε παίρνει;

Μουρή σαρδέλα βρουμιρή, σουπιά τηγανισμένη
και καρακάξα του γιαλού, κανένας δεν σε θέλει.
                                                

Τραγούδια της Αποκριάς: 
     
«Του ψαρά ο γιος»

Εγώ είμαι του ψαρά παιδί
που μ’ αγαπούσανε πολλοί
και πάω να ψαρέψω,
μαύρα μάτια να πλανέψω.

Και με την πρώτη καμακιά
-έλα Χριστέ και Παναγιά-
και πιάνω ένα ψαράκι
που στην τύχη μου λαυράκι.

Ανοίγω την κοιλίτσα του,
καημό που ’χει η καρδίτσα του
και βγάζω τρεις σαρδέλες,
τρεις μελαχρινές κοπέλες.
……………………………….

«Στης ακρίβειας τον καιρό»

Στης ακρίβειας τον καιρό
γύρεψα να παντρευτώ
και μου δώσαν μια γυναίκα
που ’τρωγε για πέντε-δέκα.

Δεν τη χόρταινα ψωμιά
την ημέρα μια φουρνιά,
δεν τη χόρταινα σαρδέλες
την ημέρα δυο βαρέλες…

«Στης ακρίβειας τον καιρό»

……………………………….
Έτρουγι πουρνό τσι βράδ’
ένα φούρνου παξιμάδ’
έφαγι τσι μια σαρδέλα
άδειασι τσι μια βαρέλα…

                                                       
Σατιρικό τραγούδι γάμου: 

Στης νύφης το μεταξωτό κριμόντι ρέχις δικουχτώ
και στου γαμπρού τη σέλα κρέμιτι μια σαρδέλα.

(Πόπη Χατζόγλου - Μπλάνη, σελ. 167)


Από τον Αριστοφάνη: 

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
ΛΑΜΑΧΟΣ: Παῖ, παῖ, φέρ’ ἔξω δεῦρο τὸν γυλιόν ἐμοί.
ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ: Παῖ, παῖ, φέρ’ ἔξω δεῦρο τὴν κίστην ἐμοί.
ΛΑΜΑΧΟΣ: Ἅλας θυμίτας οἶσε, παῖ, καὶ κρόμμυα.
ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ: Ἐμοὶ δὲ τεμάχη. κρομμύας γὰρ ἄχθομαι.
ΛΑΜΑΧΟΣ: Θρῖον ταρίχους οἶσε δεῦρο, παῖ, σαπροῦ.
ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ: Κἀμοὶ σὺ δὴ, παῖ, θρῖον ὀπτήσω δ’ ἐκεῖ.

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
ΛΑΜΑΧΟΣ: Παιδί, παιδί, φέρε μου εδώ το γυλιό μου.
ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ: Παιδί, παιδί, φέρε μου εδώ το καλάθι μου.
ΛΑΜΑΧΟΣ: Φέρε μου, παιδί, αλάτι, ρίγανη και κρεμμύδια.
ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ: Κι εμένα ψάρια, γιατί δεν μου αρέσουν τα κρεμμύδια.
ΛΑΜΑΧΟΣ: Παιδί, φέρε εδώ παστόψαρο ψημένο στο φύλλο.
ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ: Και σε μένα λαρδί καλοψημένο.

(Κωμωδία «Αχαρνείς» Αριστοφάνη, εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα 1975, στίχοι 1097-1102, σελ. 78-79)

Μια λαϊκή ιστορία:

Ένας νησιώτης πήγε σ’ ένα μπακάλικο ν’ αγοράσει σαρδέλες. Ο μπακάλης, για να φημίσει τις σαρδέλες του, είπε στο νησιώτη πως είναι τόσο καλές, που κελαηδούνε κιόλας! Ο νησιώτης αγόρασε μία σαρδέλα και, δίχως να χάσει καιρό, πάει στο σπίτι του και βάζει τη σαρδέλα μέσα σ’ ένα κλουβί και το κρεμνά στο παράθυρο, και κάθε μέρα επερίμενε να την ακούσει να κελαηδήσει!...

Διήγηση από τη Σύρο για τους Χιώτες (Hugo Hepding «Λαογραφία», τόμ. Ζ, 1923, σελ. 311). Η ίδια ιστορία λέγεται για τους Πρεβεζιάνους («Λαογραφία» ΙΒ΄, Σελ. 164, για τους Βοιωτούς (τόμ. ΙΓ΄, σελ. 142), για τους Τσιριγώτες και άλλους. Είναι δημοσιευμένη από το Δημήτρη Λουκάτο στο βιβλίο «Νεοελληνικά Λαογραφικά Κείμενα» (Βασική Βιβλιοθήκη, αριθμ. 48, Αθήνα 1957, σελ. 309).  
         
                                                                                 
     Με την ευχή ΟΛΟΙ οι άνθρωποι να απολαμβάνουν όσα θρεπτικά και νόστιμα απλόχερα μας προσφέρουν η γη κι οι θάλασσές μας,
Μυρσίνη Μ. Βουνάτσου


Βιβλιογραφικές και Διαδικτυακές Πηγές:
-Αριστοφάνη «Αχαρνείς», εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα 1975.
-Αρτεμίδου - Απολλοδώρου - Ζαρ Αγκ Γκανίντ "Ο καλύτερος ονειροκρίτης", εκδ. Λιναρδάτος, σελ. 199.
-Εξ ιδίας πείρας.
-Κοντέλλη Πάνου «… ο κόσμος ο μικρός… Μεσότοπος Λέσβου», τόμος ΙΙ, Έκδοση Συλλόγου Μεσοτοπιτών Λέσβου "Αναγέννηση" , Αθήνα 1989, σελ. 569.
-Λουκάτου Δημήτρη «Νεοελληνικά Λαογραφικά Κείμενα», Βασική Βιβλιοθήκη, αριθμ. 48, Αθήνα 1957.
-Πληροφορητές: Βουνάτσου-Γεωργή Δήμητρα, Γεωργής Αθανάσιος, Γανώση-Ψυχογιού Μεταξούλα.
-Χατζόγλου-Μπλάνη Πόπη, «Τραγούδια από την παράδοση της Λέσβου», Έκδοση της Εταιρείας Αιολικών Μελετών, Μυτιλήνη 2005. 
-(http://pergamos.lib.uoa.gr/dl/read?pid=uoadl:4825&hint=0.70&childLd=5/)

Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΛΙΑΣ - ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΛΙΑΣ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΕΡΓΑ
                                 
Στρατής Μυριβήλης (1892-1969)
  
Απ’ την Ελλάδα - Λέσβος 

     «Η Λέσβος είναι το μεταίχμιο Ελλάδας και Ανατολής. Έχει όλη τη χλιδή της αντικρινής Λυδικής, ισορροπημένη από το μέτρο, το ρυθμό και το ισόρροπο πνεύμα της Ελλάδας. Κράτησε την πλούσια καρδιά της Ανατολής και την έκανε αίσθημα και αρμονία. Το δάσος της ελιάς είναι απέραντο. Μια θάλασσα γλαυκή και ασημένια, που κυματίζεται ανάλαφρα και κρατά αδιάκοπα στα φυλλώματα ένα απόφεγγο φεγγαριού. Ανεβαίνει αυτό το αργυρό δάσος ως τις κορφές των βουνών, σκαλί-σκαλί, σκαρφαλώνει στους βράχους του Ολύμπου, καβαλικεύει τον Λεπέτυμνο. Σηκώνεις τα μάτια προς τον ουρανός κι αντικρίζεις τα ασημένια κύματα ν’ ανεβαίνουν. Είναι εκατομμύρια δέντρα, που γενιές αγροτών φύτεψαν ως πάνω στα κατσάβραχα, κουβαλώντας από τον κάμπο μέσα σε κοφίνια το χώμα για να τα θρέψουν. Περπατάς με σεβασμό μέσα στον ιερό ελιώνα. Το φως περνά σμαραγδί, σκορπιέται διακριτικά. Όλα είναι κατανυχτικά και ήσυχα, όπως μέσα σε μιαν εκκλησιά όταν έρχεται το σούρουπο. Οι κοπέλες παίρνουν το «ελιόδακρυ», την γκόμμα που στάζει από τους κορμούς του δέντρου, βάζουν αναμμένα καρβουνάκια από κληματίδα στο πήλινο θεμιατό και θεμιάζουν μ’ αυτό τα έρημα ξωκλήσια. Μοσκοβολά ο τόπος. Οι κορμοί των δέντρων είναι βασανισμένοι από μια αγωνιώδη προσπάθεια. Συστρέφονται, γονατίζουν να προσευχηθούν, υψώνουν σκληρά μπράτσα, μέλη τυραγνισμένα από την κίνηση, όλο αγκώνες και γόνατα. Οι στριφτές ρίζες βυζαίνουν από την καρδιά της γης το χρυσό λάδι, για το καντήλι των Αγίων και για τη σαλάτα του φτωχού.»    

(Στρατή Μυριβήλη (1892-1969) «Απ’ την Ελλάδα»/Λέσβος, εκδ. Βιβλιοπωλείον της "Εστίας", Αθήνα 2010, σελ. 267)


Απ’ την Ελλάδα - Κρήτη 

     «Μόλις βρεθείς πάνω σ’ αυτό το νησί, όσο και νσαι προετοιμασμένος πνευματικά και ψυχικά για τη συνάντηση, νοιώθεις πως, αντί να το κατέχεις, σε κατέχει. Πηγαίνεις να το αγκαλιάσεις και βρίσκεσαι αγκαλιασμένος απ’ αυτό. Η εντύπωση αυτή δε σ’ αφήνει όσο βρίσκεσαι πάνω στην Κρήτη. Η κατοχή της απάνω σου είναι απόλυτη, σχεδόν τυραννική. Αυτό οφείλεται στη φύση της και στο πνεύμα της. Γιατί η φύση της Κρήτης, όσο κι αν τη συνδέουν τα γνωρίσματα της ελιάς και του αμπελιού με τα άλλα ελληνικά χώματα και η χαρουπιά με το τοπίο της Κύπρου, έχει μια δική της έκφραση, που δύσκολα γίνεται να προσδιοριστεί, και μονάχα μερικές λεπτομέρειές της μπορούν να καθορίσουν το χαραχτήρα της. Είναι τα χιονισμένα βουνά και οι χαράδρες της, που της δίνουν αυτό το αγέρωχο ύφος; Είναι τα τεράστια πλατάνια με τα νερά που αναβρύζουν χουχλακιστά από τις ρίζες τους; Είναι οι ελιές, κείνες οι μνημειώδεις ελιές που βρήκα στην Κρήτη, κάτι θεριακωμένα δέντρα, φορτωμένα αιώνες και ιστορία;
     Η ελιά βέβαια είναι ένα δέντρο που μας δίνει πάντα ξεχωριστή συγκίνηση αισθητικού και ψυχικού περιεχομένου, προ πάντων όταν κινείται κανείς μέσα στο δάσος της. Δεν είμαι πρωτόπειρος στο θέαμα και στην έκφραση αυτού του δέντρου, αφού προέρχομαι από ένα νησί που θρέφει δεκατρία εκατομμύρια ελιές και θρέφεται απ’ αυτές. Τις έχω μελετήσει σε όλες τις βασανισμένες προσπάθειες του κορμιού των, που είναι χοντροπετσιασμένος σαν τα χέρια των αγροτών, και τυραγνισμένος σαν τις γυναίκες του ελληνικού υπαίθρου. Έχω χαρεί το σεμνό, το σιωπηλό θέαμα της φυλλωσιάς τους, γανωμένο από γλαυκό ασήμι, σε όλες τις ώρες της μέρας και της νύχτας, σε όλες τις εποχές. Όταν μέσα στα καλοκαιριάτικα καταμεσήμερα κάθε νύχι της σκασμένης των φλούδας κρύβει κι ένα τζιτζίκι, και τότε νομίζεις πως ολόκληρο το δάσος της ελιάς κραυγάζει από την ηδονή της γονιμοποίησης, και νομίζεις πως βλέπεις τις στάλες το χρυσό λάδι ν’ ανεβαίνουν μέσα από τα λιγνά, τρυφερά κλωνιά, σαν να είναι στάλες του ήλιου. Και τις είδα μέσα στις φεγγαροφώτιστες νύχτες να σωπαίνουν ακίνητες, να κοιμούνται σκεπασμένες απ’ αυτό το ψυχρό αναλυτό φως που ασημίζει πρασινωπό. Ύστερα τις βλέπεις το πρωί και νομίζεις πως το κράτησαν για πάντα από τη μια μεριά της φυλλωσιάς τους, πως είναι βαμμένες από το φεγγαρόφωτο. Ξέρω τις αγωνίες και τη λαχτάρα ενός πληθυσμού εκατόν πενήντα χιλιάδων νησιωτών, που έχουν κρεμάσει όλες τις ελπίδες της χαράς τους απ’ αυτά τα λεπτά, τα λιγνά, τα εύθραυστα κλωνάρια, και ζουν μέσα στα δάση της ελιάς, λατρεύοντας και υπηρετώντας το ευλογημένο δέντρο της Αθηνάς.
     Όμως ούτε στο νησί μου, ούτε σε κανένα άλλο μέρος της Ελλάδας δε βρήκα την ελιά μ’ αυτή την καταπληκτική μορφή που την είδα στην Κρήτη. Εκεί υπάρχουν ελαιόδεντρα ηλικίας 10 και 15 αιώνων, που στέκεσαι στους πρόποδές τους και τα βλέπεις με σεβασμό, σαν που βλέπεις τα παλάτια της Κνωσσού και τις σκάλες της Φαιστού. Εκεί, κοντά στα ερείπια της Φαιστού ίσα-ίσα, βρέθηκα μπροστά σε μερικά απ’ αυτά τα Κρητικά δέντρα, που θπρεπε να πιαστούν χέρι με χέρι εφτά κι οχτώ άντρες, για να αγκαλιάσουν τον κορμό τους. Οι Κρητικοί αγρότες δεν ξέρουν να περιποιηθούν τις ελιές τους. Τις αφήνουν ακλάδευτες, απλώνουν τα κλαδιά τους απεριποίητες. Αυτό βέβαια έχει αντίχτυπο στην απόδοση του καρπού των. Το Κρητικό λάδι άλλωστε δεν είναι περίφημο. Από την αισθητική μεριά όμως το θέαμα αυτό των απεριποίητων, των ανυπόταχτων, των ακούρευτων δέντρων, κερδίζει ό,τι χάνεται από την υλική. Τα δέντρα αυτά έχουν τινάξει κλαδιά τ’ αψήλου, τα κλωνιά τους πύκνωσαν και ρουμάνιασαν με το πέρασμα των αιώνων. Πού να φτάσει κιόλας ο ραβδιστής και η μαζώχτρα να τρυγήσει τον καρπό εκεί στα μεσούρανα που κρέμεται; Περιμένει να σαπίσει ο μίσχος της ελιάς και να πέσει για να τον μαζέψει.
    
(Στρατή Μυριβήλη «Απ’ την Ελλάδα»/Κρήτη, εκδ. Βιβλιοπωλείον της "Εστίας", Αθήνα 2010, σελ. 27-29)
*****

Μυριβήλης Στρατής (1892-1969)

 «Το τραγούδι της Γης»

     Ο ελιώνας αναδεύει αργά τργυρά του κύματα. Ακόμα και μέσα στο καταμεσήμερο, κρατάει στην κόμη τη δροσερή φεγγαρόσκονη, που τόνε πασπάλισε η νύχτα. Περπατάς πάνω στκροδάχτυλα των ποδιών ανάμεσα από τις στοές των δέντρων, όπως μέσα στο ιερό. Γαλήνη.
     Το χώμα, κεντημένο από αλαφρόν ίσκιο. Τόσο ανάλαφρο, να φυσήξεις να σηκωθεί ανάερα σα λεπτότατη στάχτη.
     Σιωπή και ειρήνη. Ένα περιστέρι αποκοιμήθηκε με λυτές φτερούγες. Σιωπή και ειρήνη.
     Σαν ακούσεις απόμακρα την καμπάνα του χωριού, κάνεις το σταυρό σου ανάμεσα στα κλαδιά. Βάζεις έναν κόμπο ελιόδακρο μέσα στο κεραμιδάκι, φυσάς τναμμένο κάρβουνο και θεμιάζεις. Σταυρώνεις τα χέρια, σωπαίνεις και καρτερείς…
 
(Στρατή Μυριβήλη «Το τραγούδι της Γης», εκδ. Βιβλιοπωλείον της "Εστίας", Αθήνα 1937/2000)

*****

Μυριβήλης Στρατής (1892-1969)

«Μαέστρος»

 

     Ένα ανηφοράκι περνούσε μέσ’ από τον ελιώνα. Ήταν μεσημέρι αυγουστιάτικο και οι ελιές, πράσινες ακόμα αλλά γεμάτες φρεσκάδα, έκαναν τα βαρυφορτωμένα λεπτά κλωνάρια του ωραίου δέντρου να γέρνουν από τον πλούτο της ευφορίας που προετοίμαζαν. Τα ευγενικά δέντρα με το πρασινόγλαυκο φύλλωμα, φαίνονταν ευτυχισμένα μέσα στον ήλιο. Σάλευαν αργά τα λυγερά κλωνάρια, και γιόμιζαν με την ανθηρότητα και την ήρεμη γαλήνη που σκορπάει ο ελληνικός ελιώνας μιαν ατμόσφαιρα σχεδόν θρησκευτική μέσα στο σεμνό δάσος από εκατομμύρια δέντρα της Αθηνάς.
     Η Νεφέλη πρώτη φορά αντίκριζε τόσο άφθονα και τόσο ακμαία αυτά τα δέντρα. Μελετούσε τα σχήματα των κορμών, βασανισμένα και τόσο εκφραστικά, που πολλές φορές εμφάνιζαν σχήματα από πονεμένες καταστάσεις ανθρωπίνων όντων. Ήταν τις πιο πολλές φορές παλιά δέντρα εκατοντάδων χρονών. Μερικά απ’ αυτά είχαν προσφέρει επί αιώνες το γλυκό λάδι που ήταν η απαντοχή 150 χιλιάδων αγροτών και των φτωχών αγίων που τα εκκλησάκια τους ήταν σπαρμένα σ’ όλη την έχταση του νησιού, και περίμεναν τη νέα σοδειά για ν’ ανάψουν χαρμόσυνα τα καντηλάκια τους. Οι κορμοί τους ήτανε βασανισμένοι από τα χρόνια, είχαν φαρδιές κουφάλες, και από τα παλιά, τα σκεβρωμένα αλλά δυνατά κορμιά τους, ξεκόρμιζαν τα νέα κλωνάρια, όλο δροσιά και παρθενική φρεσκάδα, για να παρατείνουν την ευλογημένη ζωή τους και στους καινούργιους αιώνες.
     Ο Αλέξης σχεδίασε μερικούς απ’ αυτούς τους κορμούς που έδιναν πραγματικά την εντύπωση μιας προσπάθειας ζωντανού πλάσματος. Μερικά έμοιαζαν με βασανισμένους κορμούς γυναικών, που προσπαθούσαν ν’ απλώσουν τα μπράτσα τους σαν νθελαν να απολυτρωθούν από ένα βάρος που τους καταπίεζε την ψυχή. Άλλα ήταν σαν λυγερά κοριτσόπουλα που άπλωναν λεπτά μπράτσα προς μιαν υπόσχεση, και άλλα ήταν τόσο βασανιστικά στρεβλωμένα τα μέλη τους, και ήταν τόση προσπάθεια στην κίνησή τους, που ένοιωθες σχεδόν ανακούφιση να βλέπεις πως όλος αυτός ο αγώνας του δέντρου κατέληγε σε μια πλούσια εκτίναξη ορμητικής και γεμάτης ευγένεια φυλλωσιάς, που έγερνε ευτυχισμένη από τον καρπό που ωρίμαζε αργά μέσα στη φλογερή ηλιοβολή του μεσογειακού μεσημεριού. Η ησυχία που απλωνότανε μέσα στον ελιώνα γινότανε πιο έντονη, σχεδόν παλμώδης, από το ομαδικό συμφωνητικό όργιο των τζιτζικιών. Που ερρύθμιζαν με τη μονότονη χορωδία τους το μυστικό έργο της γονιμοποιημένης γης, που κυκλοφορούσε το λάδι της ζωής μέσα στις αόρατες φλέβες των δέντρων. […]
     Έμειναν κάμποση ώρα χωρίς να μιλούνε. Τα τζιτζίκια γιόμιζαν τον αέρα με τις φωνές τους, που συχνά έμοιαζαν με κραυγές που καταλάγιαζαν και πάλι σηκωνόντανε στα μεσούρανα. Ήταν πιασμένα στους κορμούς των δέντρων, και είχαν το ίδιο μουντό χρώμα του κορμού της ελιάς. Δεν μπορούσες να τα ξεχωρίσεις από τη σκασμένη φλούδα τους.

(Ανέκδοτο κείμενο,  ευγενική παραχώρηση της οικογένειας Μυριβήλη προς τη «Νέα Εστία». Πηγή: file:///C:/Users/User/Desktop/%CE%A3%CF%84%CF%81%CE%AC%CF%84%CE%B7%CF%82%20%CE%9C%CF%85%CF%81%CE%B9%CE%B2%CE%AE%CE%BB%CE%B7%CF%82,%201890%E2%94%801969%20_%20dimart.html)

  
*****

Αλέξανδρου Μωραϊτίδη «Τα βακούφικα»

«…Εδώ κι εκεί αι ελαίαι εδείκνυον τα λευκά άνθη των “μπαμπάκι μοναχό”, εφ’ ων επακουμβώσιν αι ελπίδες  και τα όνειρα των κατοίκων.
     Ω! εις εν άνθος τρυφερό στηρίζει ο πατήρ το παρόν και η παρθένος το μέλλον. Και όταν δεν συνδράμει ο καιρός; Όταν η θύελλα αρπάξει το άνθος και ο υετός το πνίξει; Ω! τότε πνίγεται το παρόν του πατρός και της παρθένου το μέλλον!...
     “Ψεύσεται έργον ελαίας και τα πεδία ου ποιήσει βρώσιν!”…»

(Αλέξανδρου Μωραϊτίδη (1850-1929) «Τα διηγήματα», τόμος Α΄, εκδόσεις "Γνώση" και "Στιγμή", Αθήνα 1990, σελ. 200)

*****

Χατζηαντωνίου Κώστα «Αγκριτζέντο»

«…Ήταν η εποχή που έλαμπαν στο φως του σικελικού καλοκαιριού. Τα μεσημέρια τις χάιδευε η αύρα, καθώς κοιμούνταν κάτω από την κληματαριά, με υπόκρουση τα τζιτζίκια από τις ελιές των ναών…»
  
***

«…Μου έλεγε τις προάλλες ο Αντόνιο την ιστορία με τη σαρακηνή ελιά κάτω από το μαγαζί του. Πήγε, που λες, να δει ο Καμιλέρι από ψηλά τη Σκάλα ντέι Τούρκι” μα το καινούργιο εστιατόριο του έκοβε τη θέα. Ο γιος του Αντόνιο πήγε κι άνοιξε το μαγαζί. Τα μάτια του Καμιλέρι καρφώθηκαν στην ελιά με τον κορμό το σκεβρωμένο και τις σκοτεινές ρωγμές. Νιώθω το στεναγμό της” είπε. Ήτανε πάντοτε εδώ;”. Γέλασε ο μικρός, του εξήγησε πως είχε μεταφυτευθεί από την ενδοχώρα. Αυτή η ελιά είναι χιλίων διακοσίων χρόνων, όπως έδειξε η εξέταση που έκανε ο γεωπόνος που τη φροντίζει, παίρνοντας από τα πιο βαθιά της σπλάχνα ξύλο. Δε θα το πιστέψεις Ρουτζέρο. Αυτή η ελιά πετά ακόμη φύλλα. Δεν είχε άδικο ο Πιραντέλο που τη θεωρούσε το σύμβολο της γης μας, λύση για κάθε πρόβλημα. Που ήθελε να τη βάλει στο κέντρο της σκηνής των Γιγάντων.»

(Χατζηαντωνίου Κώστας, μυθιστόρημα «Αγκριτζέντο», Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα 2011, σελ. 100, 222-223)

*****

Καμπούρογλου Δημήτριος (1852 - 1942)

ΑΤΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΛΑ

Ἡ ἐλῃά, ὁ τζίτζικας καὶ ἡ κουκουβάγια, τὰ τρία πανάρχαια τοῦ τοπικισμοῦ σύμβολα, ἐπῆραν, διὰ μέσου τῶν αἰώνων, πολὺ διαφορετικὸν δρόμον.
     Ἀπαράλλακτα, ὅπως τρεῖς παιδικοὶ φίλοι, ποὺ ὕστερα ἐχωρίσθηκαν, καὶ ὁ ἕνας ἔγινε γεωργοκτηματίας, ὁ ἄλλος βιολιτζῆς καὶ ὁ τρίτος φυγόδικος.
     Ὦ ἐλῃά! σύμβολον τῆς νίκης τῶν εἰρηνικῶν ἀγώνων καὶ τῆς εἰρήνης τῶν φονικῶν πολέμων. Ὦ αἰωνόβιον δένδρον, ποὺ χαρίζεις εἰς τὰς Ἀθήνας δροσιὰν καὶ ὑγείαν καὶ τροφὴν καὶ θέρμανσιν! Ὑπὸ τὴν σκιάν σου ἀνεπαύθησαν οἱ μεγαλοφυέστεροι τῶν δημιουργών καὶ οἱ κτηνωδέστεροι τῶν καταστροφέων.
        Ὦ ἐλῃά! ποὺ μὲ τοὺς χυμούς σου ἐξηγόρασες ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνοὺς τὰ προνόμια τῆς πόλεως διὰ νὰ μὴ μιαίνῃ αὐτὴν τοῦ Πασᾶ ἡ ποδάρα, ὕστερ’ ἀπὸ λίγα χρόνια δὲν θὰ βλέπωμεν πλέον, διὰ μέσου τῶν θαλλῶν σου, τὰ στοιχειωμένα τῆς Ἀκροπόλεως μάρμαρα, οὔτε ἡ θαλία τοῦ τοπικοῦ ἰδιώματος, θὰ διαλαλῇ πλέον ποῦ εἶναι τὸ σπιτικὸ κρασί. Θὰ λείψουν αἱ δρυπεταὶ καὶ αἱ ἁλμάδες καὶ αἱ θλασταί, ποικιλίαι τῆς παραγωγῆς τῶν καρπῶν σου προαιώνιοι, ᾑ σημεριναὶς θρούμπαις καὶ τῆς ἅρμης καὶ ᾑ τσακισταίς. 
     Θὰ λείψουν καὶ τοῦ Δεσπότη ᾑ διαλεχταὶς κολυμπάδες.
     Ἔρημος εἶναι πλέον ὁ μικρὸς καὶ ὁ μεγάλος γῦρος τοῦ γλαυκοῦ ἐλαιῶνος, ὅπου ἀναγαλλιάζετο ἡ πραγματικὴ ἀριστοκρατία τῶν περασμένων χρόνων.
      Ὦ ἱερὸν ἄλσος, ποὺ εἰς τὸ πεῖσμα τοῦ Ποσειδῶνος σὲ κινεῖ ἡ Ἀθηνᾶ, ὁσάκις καὶ αὐτὸς κινεῖ τὰ κύματά του. Σήμερα ὁ ρυθμικός κρότος τοῦ τσεκουριοῦ σου σημαίνει τὴν ἀκμήν σου ποὺ περνᾷ, καὶ σὲ κατακρεουργεῖ, καὶ σὲ ἐξοντώνει διὰ πρόσκαιρον κέρδος, χωρὶς νὰ βρίσκεται ἕνα ἀριστερὸ χέρι νὰ πιάσῃ ἀπὸ τ’ αὐτί, καὶ ἕνα δεξὶ ἀπὸ τὸν λαιμὸ τὸν νομέα καὶ νὰ τοῦ φωνάξῃ: «Εἶναι σεμνή, εἶναι ἱερὰ ἡ ἐλῃά. Τρῶγε τὸν καρπό της καὶ βράζε τὸν χυμό της. Ἀλλά, δὲν σοῦ ἀνήκει ζῷον τὸ σῶμα τὸ εὐγενές… Ἡ γενιὰ τῆς ἐλῃᾶς αὐτῆς ἐγνώρισε τὴν Ἀθηνᾶν, καὶ σὺ δὲν ξέρεις ἀπὸ ποῦ κρατεῖ ἡ σκούφια σου»… 

(Από το βιβλίο « Καμπούρογλου Δημήτριος. Σειραί», εκδόσεις "Πελεκάνος", Αθήνα)


*****