Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ ~ ΘΑΝΑΤΟΣ

                       
ΥΠΕΡ ΑΝΑΠΑΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ...
                      
...Μελανδινού, Διαμάντης, Δήμητρας - Γεωργίου, Στυλιανής, Ευδοξίας - Μυρσίνης, Ευστρατίου, Σωτηρίου - Ευαγγελίας, Ηλία, Γεωργίου - Θρασυβούλου, Διαμάντης, Αθηνάς, Δημητρίου - Κοσμετούδης-Θεοκτίστης, Μελανδινού, Κωνσταντίνου, Αποστόλου, Δήμητρας - Πηνελόπης, Δημητρίου - Ειρήνης, Εμμανουήλ, Πηνελόπης - Μαρίας, Καλδή, Ιωάννου, Παναγιώτου - Ευαγγελίας, Χρήστου - Δημητρίου, Μαρίτσας - Ειρήνης, Μυρσίνης, Σοφίας - πάντων των νεκρών προπατόρων και ομοχωρίων, πάντων των διδασκάλων, πάντων των υπέρ πατρίδος πεσόντων, πάντων των αμνημονεύτων νεκρών...
   
ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΑ ΕΤΟΥΣ 2014:
- 22 Φεβρουαρίου
- 7 Ιουνίου

    «Ε, θάνατε δεν σε φοβούμαι! Ένα μουλάρι είσαι, θα σε καβαλικέψω να με πας στο Θεό!»
(Νίκος Καζαντζάκης)




[Ο θάνατος είναι το τέλος ή μια άλλη αρχή;]

    «Ο θάνατος δεν είναι τίποτα. Είμαι ο ίδιος κι εσύ ο ίδιος είσαι. Ό,τι ήμασταν ο ένας για τον άλλον είμαστε ακόμα. Να με ονομάζεις όπως πάντα. Μίλα με μένα σαν άλλοτε. Γέλα με όσα γελούσαμε μαζί. Λέγε το όνομά μου στο σπίτι χωρίς αχτίδα λύπης. Η κλωστή δεν κόπηκε στο νήμα. Γιατί να είμαι έξω απ’ τη σκέψη σου, επειδή δεν είμαι στο οπτικό σου πεδίο; Όχι, δεν είμαι μακριά σου, είμαι μόνο στην απέναντι μεριά του δρόμου.»
(Ιερός Αυγουστίνος – Από το βιβλίο της Μάρως Βαμβουνάκη «Χορός μεταμφιεσμένων», εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα 2009, σελ. 200)
ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ

Μοιρολόι

Όποιά ’χασε τον άντρα της, έχασε την τιμή της,
κι όποιά ’χασε τη μάνα της, έχασε την κουβέντα,
κι όποιά ’χασε τον αδερφό, έχασε τα φτερά της,
κι όποιά ’χασε την αδερφή, έχασε το σιργιάνι,
κι όποιά ’χασε μικρά παιδιά, έχασε την καρδιά της.

(Νικολάου Πολίτη «Δημοτικά Τραγούδια», εκδόσεις ″Πέλλα″, σελ. 213)


Όταν σηκώνουν το νεκρό

 – Αυτού που κίνησες να πας στο μακρινό ταξίδι,
  θέλω να ειπείς στη μάνα σου πότε θα ’ρθεις στο σπίτι,
  να ’χω κι εγώ μια παντοχή, να ’χω και την ελπίδα,
  λελούδια να ’χω στην αυλή, τριαντάφυλλα στρωμένα,
  να σου ’χω γιόμα μυστικό, και δείπνο να δειπνήσεις,
  να ’χω νερό για να λουστείς, ρούχα καλά ν’ αλλάξεις,
  να στρώσω και την κλίνη σου, να πέσεις να πλαγιάσεις.
 – Λελούδια συ να τα χαρείς, τριαντάφυλλα να τα ’χεις,
  κι αν έχεις γιόμα, γέψου το και δείπνο δείπνησέ το,
  κι αν έχεις και νερό ζεστό, λούσου το μοναχή σου,
  κι αν έχεις ρούχα φόρεσ’ τα, κοιμήσου στο κρεβάτι.
  Το δρόμον οπού πέρασα δεν τον ξαναδιαβαίνω,
  θα πάω στης Άρνης τα βουνά, στης Αρνεσιάς τη βρύση,
  κι έχω τη γης για στρώματα, σεντόνια έχω το χώμα,
  και γεύομαι τον κουρνιαχτό, δειπνάω από το χώμα,
  και πίνω τ’ ωριοστάλαχτο της πλάκας το φαρμάκι.
 – Σαν αποφάσισες να πας, να μην ξαναγυρίσεις,
  άνοιξε τα ματάκια σου, να μ’ αποχαιρετήσεις,
  να μας αφήσεις το έχε γεια και το μεγάλον πόνο.

 (Νικολάου Πολίτη «Δημοτικά Τραγούδια», εκδόσεις ″Πέλλα″, σελ. 208)


Μοιρολόγια Αγιάσου    
    
Το δρόμο που θε να διαβείς να ’χ’ ένα παναθύρι,
καλά να σε περάσουνε στης τρίχας το γεφύρι.

Σου στέλνω χαιρετίσματα κι ένα μαντήλι στάρι,
για να ταγίζεις τα πουλιά, να φέρνουν το χαμπάρι.

(http://pergamos.lib.uoa.gr/dl/wiewObject?scheme=euDefaultView&pid=uoadl:3522)


Λορέντζου Μαβίλη (1860-1912) 
  
Λήθη
    
Καλότυχοι οι νεκροί, που λησμονάνε 
την πίκρια της ζωής. Όντας βυθίσει 
ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει, 
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και ν
α ’ναι!
 
Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε 
στης Λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση· 
μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει, 
α στάξει γι’ αυτές δάκρυ, όθε αγαπάνε.
 

Κι αν πιουν θολό νερό, ξαναθυμούνται, 
διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι, 
πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.
 

Α δεν μπορείς παρά να κλαις το δείλι, 
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν: 
θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν.
 
                                                         (1899)

(«Τα έργα του Λορέντζου Μαβίλη», εκδόσεις των ″Γραμμάτων″, Αλεξάνδρεια 1922, σελ. 34)



*Το νερό της λησμονιάς: Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, οι ψυχές στον Κάτω Κόσμο πίνουν το νερό της λησμονιάς (λήθης) και ξεχνούν αφενός τις χαρές της ζωής (για να μη θλίβονται που τις στερούνται) αλλά και τα βάσανα που έζησαν (κατά το Μαβίλη).


 

 * Ασφοδελό λιβάδι: Ο ασφόδελος, κατά τους αρχαίους Έλληνες, ήταν σύμβολο πένθους και τα λουλούδια του αποτελούσαν πρότυπο λησμονιάς. Όπως αναφέρει ο Όμηρος στην «Οδύσσεια», έσπερναν τον ασφόδελο στους τάφους, γιατί νόμιζαν ότι οι ψυχές τρέφονταν με τους κονδύλους τους. Έλεγαν ακόμα ότι οι πεθαμένοι άνθρωποι κατοικούν στον «ασφοδελό λειμώνα», λιβάδι με ασφόδελους που βρίσκεται στον Άδη.


  

Κωστή Παλαμά (1859-1943)

Ο Τάφος
 
Στο ταξίδι που σε πάει
ο μαύρος καβαλάρης
κοίταξε απ’ το χέρι του
τίποτα να μην πάρεις.

Κι α διψάσεις, μην το πιεις
από τον κάτου κόσμο
το νερό της αρνησιάς,
φτωχό κομμένο δυόσμο!

Μην το πιεις, κι ολότελα
κι αιώνια μας ξεχάσεις
βάλε τα σημάδια σου
το δρόμο να μη χάσεις.

(Από το ποίημα «Ο Τάφος», που έγραψε ο Παλαμάς τη νύχτα του θανάτου του μικρού γιου του Άλκη - «Ποίηση Κωστή Παλαμά. Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου. Ο Τάφος», σελ. 201)


Αριστοτέλη Βαλαωρίτη (1824-1879)
  
Το Ψυχοσάββατο
   
Εις τον βαρύν τον ίσκιο σου, μαύρο μου κυπαρίσσι,
απόψε τα μεσάνυχτα θα νλθη να καθίσει,
ένας πατέρας πχασεν όμορφη θυγατέρα.
Τήνε γυρεύει εδώ κι εκεί, τη νύχτα, την ημέρα,
και δεν την βρίσκει ο δύστυχος. Όσους ρωτά του λένε
πως δεν την είδαν να διαβεί και τον θωρούν και κλαίνε.          
…………………………………………………………………….

Σύρε, πατέρα, να τη δεις,
απόψε οι πεθαμένοι
μεγάλη έχουνε γιορτή
και βγαίνουν στολισμένοι
σαν νιόνυμφοι απ’ τα μνήματα
με τ’ άσπρα σάβανά τους,
να φάν’ τα κόλλυβά τους.

Σαν έλθουν τα μεσάνυχτα,
τ’ ορνίθι σαν λαλήσει,
σύρε και κλάψε μοναχός
σιμά στο κυπαρίσσι.
Σήμερο ψυχοσάββατο
θα ’λθει στην αγκαλιά σου,
να πάρει τα φιλιά σου.

(«Άπαντα Αριστοτέλη Βαλαωρίτη», επιμέλεια Πολύβιου Βοβολίνη, ″Διεθνείς Εκδόσεις″, σελ. 54, 56)


Ιωάννη Γρυπάρη (1870-1942) 
   
Μάθε τον πόνο το γερό
     
Μάθε τον πόνο το γερό
βουβός στα δόντια σου ν’ αλέθεις.
Χύνε της λήθης το νερό
μες στο τρελό κρασί της μέθης.

Θα πάει κι αυτό μίαν ομορφιά
και πριν να γύρει ακόμα ο χρόνος,
έχει ο Θεός, τα εφτά καρφιά
θε να μας βάλει ο νέος πόνος.

Όριζε, μοίρα των μοιρώ,
εσύ που γνέθεις και ξεγνέθεις,
χύνε της λήθης  το νερό
μες στο τρελό κρασί της μέθης.
      
(«Ιντερμέδια: [Μάθε τον πόνο το γερό]», 1-8. Σκαραβαίοι και τερρακότες, [1919]. Λίνος Πολίτης, Ποιητική Ανθολογία, ΣΤ΄. Ο Παλαμάς και οι σύγχρονοί του, εκδόσεις ″Δωδώνη″, χ.χ. 127, http://www.snhell.gr/references/quotes/writer.asp?id=89)


Της Άρνης το νερό

Μουσική - Στίχοι - Ερμηνεία: Σταύρος Σιόλας 
Εικόνες - Παρουσίαση: ΚαΤερίνη


Της Άρνης το νερό, της αρνησιάς,
της αρνησιάς η βρύση.

Αχ, της Άρνης το νερό το ήπιες και...το ήπιες και μ' αρνήθης.

Αχ, αγάπη μου, στα χείλη στάξε να το πιω
της Άρνης το πικρό νερό,
κι αν σε ξεχάσω, αν σ’ αρνηθώ
και πάλι εσένα άμα σε δω
κι αν σε ξεχάσω, αν σ' αρνηθώ
και πάλι εσένα θ' αγαπώ.

Αχ, της λήθης το στενό το πέρασες... το πέρασες κι εχάθης.

Αχ, αγάπη μου, στα χείλη στάξε να το πιω
της Άρνης το πικρό νερό,
κι αν σε ξεχάσω, αν σ' αρνηθώ
και πάλι εσένα άμα σε δω,
κι αν σε ξεχάσω, αν σ' αρνηθώ
και πάλι εσένα θ' αγαπώ.

Στα χείλη στάξε να το πιω
της Άρνης το πικρό νερό,
κι αν σε ξεχάσω, αν σ' αρνηθώ
και πάλι εσένα άμα σε δω,
κι αν σε ξεχάσω, αν σ' αρνηθώ
και πάλι εσένα θ' αγαπώ...

(Πηγή - Ανοίξτε την υπερσύνδεση: http://www.youtube.com/watch?v=JSw6XjJxmAQ)


[Δάσκαλε, μίλησέ μας για το θάνατο]

    «…Στο βάθος των ελπίδων και των πόθων σας υπάρχει η σιωπηλή σας γνώση για το υπερπέραν.
     Και σαν τους σπόρους που ονειρεύονται κάτω από το χιόνι, η καρδιά σας ονειρεύεται την άνοιξη. Να εμπιστεύεστε τα όνειρα, γιατί σ’ αυτά είναι κρυμμένη η πύλη προς την αιωνιότητα.
     Ο φόβος σας για το θάνατο είναι σαν το τρεμούλιασμα του βοσκού, όταν στέκεται μπροστά στο βασιλιά που το χέρι του θα τον ακουμπήσει για να τον τιμήσει. Μήπως δεν χαίρεται ο βοσκός κάτω από το τρεμούλιασμά του, που θα φορέσει το μετάλλιο του βασιλιά; Κι ωστόσο, δεν είναι η ταραχή που τον γνοιάζει πιο πολύ;     
     Γιατί, τι άλλο είναι ο θάνατος, εκτός από το να σταθείς γυμνός μέσα στον άνεμο και να λιώσεις από τον ήλιο; Και τι σημαίνει να πάψεις ν’ αναπνέεις, εκτός από το να ελευθερώσεις την ανάσα από τα ασταμάτητα κύματά της, για να μπορέσει να υψωθεί και να απλωθεί και να γυρέψει το Θεό αλαφρή κι ανεμπόδιστη;
     Μονάχα όταν πιείτε από το ποτάμι της σιωπής, θα μπορέσετε πραγματικά να τραγουδήσετε. Και μόνο όταν φτάσετε στη βουνοκορφή, θ’ αρχίσετε να σκαρφαλώνετε. Και όταν η γη γυρέψει τα μέλη σας, τότε μόνο θα χορέψετε πραγματικά.»

(Χαλίλ Γκιμπράν (1883-1931) «Ο Προφήτης», εκδόσεις ″Μπουκουμάνης″, Αθήνα 1974, σελ. 100)
  
…………………………………………………………………………………………………………….......................

     «Κι ύστερα από λίγη ώρα ένας από τους μαθητές τον ρώτησε κι είπε:  ″Δάσκαλε, μίλησέ μας για την ύπαρξη. Τι σημαίνει να υπάρχεις;″
     ″Σε τούτο τον Κήπο βρίσκονται θαμμένοι από τα χέρια των ζωντανών ο πατέρας μου κι η μάνα μου. σε τούτο τον Κήπο είναι θαμμένοι οι σπόροι των περασμένων χρόνων, που ήρθαν ως εδώ με τα φτερά του ανέμου. Χιλιάδες φορές θα θαφτούνε εδώ ο πατέρας μου κι η μάνα μου και χιλιάδες φορές ο άνεμος θα θάψει εδώ τους σπόρους και χιλιάδες χρόνια από σήμερα, εσείς κι εγώ κι αυτά τα λουλούδια θα μαζευτούμε στον ίδιο Κήπο, και θα υπάρξουμε, αγαπώντας τη ζωή, και θα υπάρξουμε με τ’ όνειρο του διαστήματος, και θα υπάρξουμε και θα υψωνόμαστε προς τον ήλιο.″»

(Χαλίλ Γκιμπράν «Ο Κήπος του Προφήτη», εκδόσεις ″Μπουκουμάνης″, Αθήνα 1974, σελ. 174)

………………………………………………………………………………………………………………....................

«Θα ζήσω πέρα από το θάνατο και θα τραγουδώ στ’ αφτιά σας.
 Ακόμα κι όταν το απέραντο θαλάσσιο κύμα με φέρει στο απέραντο θαλάσσιο βάθος.
 Θα καθίσω στο τραπέζι σας, αν και χωρίς σώμα,
 και θα πάω μαζί σας στα χωράφια, σαν πνεύμα αόρατο.
 Θα ’ρθω στο παραγώνι σας, αθέατος καλεσμένος.
 Ο θάνατος δεν αλλάζει τίποτα εξόν από τις μάσκες που σκεπάζουν τα πρόσωπά μας…»


 (Χαλίλ Γκιμπράν «Ο Κήπος του Προφήτη», εκδόσεις ″Μπουκουμάνης″, Αθήνα 1974, σελ. 188-189)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου