Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

ΠΑΡΑΜΥΘΙ - Η ΔΙΑΘΗΚΗ

Ένα Διαδραστικό Παραμύθι

     Το παραμύθι, ως παιδαγωγικό μέσο, διδάσκει το παιδί με τρόπο ευχάριστο, χωρίς διδακτισμό, και μπορεί να αντικαταστήσει θαυμάσια τις συμβουλές, που συχνά προκαλούν αρνητικές αντιδράσεις από το νεαρό άτομο.
     Στο παρακάτω παραμύθι, που διαλέξαμε από ένα εικονογραφημένο φυλλάδιο με πέντε παραμύθια των Τατάρων και σας συστήνουμε να το αγοράσετε για τα παιδιά σας, η έγνοια του φτωχού πατέρα για τον αγαπημένο γιο, η διαθήκη-τρεις εντολές που του αφήνει, η πιστή τήρηση των εντολών του νεκρού πατέρα από τον καλό γιο, η φιλόξενη διάθεση, η βοήθεια του σεβάσμιου ξένου στην ερμηνεία των λόγων του πατέρα, ο σεβασμός προς τους γείτονες και την εθιμοτυπία του χαιρετισμού, η εργατικότητα, η αλληλεγγύη, η χαρά της προσφοράς και της αντιπροσφοράς, η εκτίμηση των άλλων, τα «κέρδη» της σωστής συμπεριφοράς κι η αξία των απλών πραγμάτων στη ζωή μας είναι διδάγματα που μπαίνουν στη συνείδηση του μικρού παιδιού και ριζώνουν και δίνουν καλούς καρπούς…        
                  
Η ΔΙΑΘΗΚΗ
                                                                        
     Σ’ ένα χωριό ζούσε κάποτε ένας φτωχός γέροντας που είχε ένα γιο, τον Αχμέτ. Σαν ήρθε η ώρα του γέροντα να πεθάνει, φώναξε κοντά του το γιο του.
     «Γιόκα μου», του είπε, «θέλω πριν πεθάνω να σου αφήσω μια διαθήκη.»
     Παραξενεύτηκε ο γιος.
    Τι διαθήκη, σκέφτηκε, μπορεί να μου αφήσει ο φτωχός μου πατέρας, αφού σ’ ολόκληρη τη ζωή του δούλευε χωρίς σταματημό, μα περιουσία δεν απόκτησε;    
     Και ο γέροντας αναστέναξε και είπε:
     «Θέλω σε κάθε ένα από τα γειτονικά χωριά να έχεις ένα σπίτι.»
     Τα λόγια αυτά έκαναν τον Αχμέτ πιο αμήχανο.
    Τι σπίτια, σκέφτηκε, αφού κι αυτό που ζούμε τώρα, μέχρι αύριο μπορεί να έχει γκρεμιστεί;
     Και συνέχισε ο γέροντας:
    «Μη βιάζεσαι να χαιρετήσεις πρώτος τους ανθρώπους, άφησε να σε χαιρετήσουν εκείνοι πρώτα. Τότε θα βγάζεις εσύ το καπέλο σου και θα χαιρετάς.»
    Σκέφτηκε ο γιος: Πολύ άσχημα είναι ο φτωχός ο πατέρας μου. Πώς μπορώ να κάνω αυτά που μου λέει; Από την πρώτη κιόλας μέρα θα με παραμερίσουν όλοι οι γείτονες και θα με πούνε άξεστο.
     Ο γέροντας έπιασε το χέρι του γιου του.
    «Κι η τελευταία μου εντολή», είπε, «είναι να τρως πάντα καλό και νόστιμο φαγητό…»
     Ήθελε κάτι ακόμα να προσθέσει, δεν πρόλαβε όμως, γιατί ξεψύχησε.
     Έκλαψε ο Αχμέτ, θρήνησε, όμως η δουλειά δεν περιμένει. Ήρθε η ώρα να πάει στο χωράφι, να οργώσει και να σβαρνίσει. Έζεψε την κοκαλιάρικη φοράδα του και ξεκίνησε. Κοιτάζει στο δρόμο, περπατούν άνθρωποι. Κανείς δεν είναι ξένος, όλοι τον γνωρίζουν από μικρό παιδί, όλους πρέπει να τους χαιρετήσει πρώτος. Και η διαθήκη του πατέρα; Κι αυτήν δεν πρέπει να την παραβεί. Γύρισε ο Αχμέτ στο σπίτι, κάθισε στο τραπέζι και μονολογούσε:
     «Και τι ετοιμάστηκα να πάω στο χωράφι; Ο πατέρας πρώτ’ απ’ όλα μου έδωσε εντολή να φροντίσω να έχω ένα σπίτι σε κάθε χωριό.»    
     Τότε βρέθηκε σε δύσκολη θέση, γιατί ήθελε να φάει. Βρήκε ο Αχμέτ ένα κομμάτι μπαγιάτικο ψωμί. Καθώς όμως ετοιμαζόταν να το δαγκώσει, θυμήθηκε ότι ο πατέρας του τον πρόσταξε να τρώει νόστιμο φαγητό, κι αυτό το ψωμί ήταν το μισό από άχυρο.
     Ήρθε κιόλας το βράδυ, και ο Αχμέτ όλο και συλλογιζόταν πώς να ζήσει από εδώ κι εμπρός. Ξάφνου άκουσε πως κάποιος χτυπούσε το παράθυρο. Άνοιξε και στο σπίτι μπήκε ένας ξένος, σκονισμένος απ’ την κορφή ως τα νύχια απ’ το πολύ περπάτημα και μ’ έναν άδειο ντορβά περασμένο στους ώμους.
     «Πέρασε, καλέ μου άνθρωπε», του λέει ο Αχμέτ, «καλώς όρισες. Το τζάκι μου είναι πάντα αναμμένο. Όμως μόνο κέρασμα μη μου ζητήσεις: εκτός απ’ αυτήν τη μπαγιάτικη κόρα ψωμί, δεν υπάρχει τίποτε άλλο στο σπίτι.»
     «Γιατί συμβαίνει αυτό;» ρωτάει ο ξένος.
     «Ζω με την ευλογία του πατέρα μου», απαντάει ο Αχμέτ. «Όμως κι αυτήν την κόρα δεν πρέπει να τη δαγκώσω. Ο πατέρας είπε στη διαθήκη του να τρώω καλό και νόστιμο φαγητό. Και στο χωράφι δεν πρέπει να πηγαίνω. Ο πατέρας με πρόσταξε να μη χαιρετάω κανέναν πρώτος, όμως δεν μπορείς να προσπερνάς όλους τους καλούς ανθρώπους, ούτε να τους αποφεύγεις. Και πώς να πάω στο χωράφι, αφού πρώτ’ απ’ όλα πρέπει να φροντίσω να αποκτήσω ένα σπίτι σε κάθε χωριό;»
     Χαμογέλασε ο ξένος.
     «Καλός άνθρωπος ήταν ο πατέρας σου», είπε, «έξυπνος άνθρωπος. Κι εσύ είσαι γιος αφοσιωμένος κι αντάξιος του πατέρα σου. Όμως δεν κατάλαβες τι ήθελε να πει. Άκουσε τι θα σου πω: ξάπλωσε τώρα να κοιμηθείς, και το πρωί σήκω τα χαράματα και πήγαινε στο χωράφι. Για τα υπόλοιπα μη στενοχωριέσαι. Όλα θά ’ρθουν από μόνα τους.»
      Δεν είχαν ακόμα σβήσει τ’ άστρα κι ο Αχμέτ ήταν κιόλας στο πόδι. Με μεγάλη προσοχή βγήκε απ’ την αυλόπορτα. Κοιτάζει, δεν ήταν κανείς. Προχωράει λίγο, κανείς. Είχε κιόλας αφήσει πίσω του το χωριό δίχως να συναντήσει κανέναν. Χάρηκε ο Αχμέτ. Ή ήμουν τυχερός, σκέφτηκε, ή ξύπνησα πρώτος απ’ όλους στο χωριό. Πρέπει και αύριο να κάνω το ίδιο.
     Μέχρι το μεσημέρι όργωσε το χωραφάκι του, το σβάρνισε, έσπειρε το σπόρο. Ένιωσε ακόμα πιο χαρούμενος. Ήθελε να ξαπλώσει σε μιαν άκρη να ξαποστάσει λιγάκι, όμως είδε πως ερχόταν προς το μέρος του ένας άνθρωπος. Φοβήθηκε ο Αχμέτ. Τώρα οπωσδήποτε θ’ αναγκαστώ να χαιρετήσω πρώτος! Και ήθελε κάπου να κρυφτεί. Πού όμως; Ο άνθρωπος έβγαλε ο ίδιος το καπέλο του.
     «Γεια σου», λέει, «πολύ όμορφα δουλεύεις. Εμένα όμως ψόφησε το άλογό μου. Τώρα και το χωραφάκι μου δεν οργώθηκε, κι ο σπόρος έμεινε άσπαρτος κι όπως φαίνεται και τα παιδάκια μου θα μείνουν όλο το χειμώνα χωρίς ψωμί.»
     «Δεν θα γίνει αυτό», λέει ο Αχμέτ. «Πού είναι το χωράφι σου;»
     «Να το εκεί, πέρα απ’ το δρόμο, κοντά στο γειτονικό χωριό.» Τράβηξαν κατά ’κει.
     Ο ήλιος έγερνε στη δύση, όταν ο Αχμέτ με τον καινούργιο του φίλο έριξαν στη γη τους τελευταίους σπόρους και σκούπισαν επιτέλους τον ιδρώτα τους.
     «Πώς να σ’ ευχαριστήσω;» αναρωτιόταν ο φίλος. «Δεν μπορώ να σ’ αφήσω να φύγεις έτσι, Αχμέτ. Πάμε στο σπίτι μου. Μα τι λέω! Από σήμερα το σπίτι μου είναι και δικό σου. Οι πόρτες του θα είναι πάντα ανοιχτές για σένα.»
     «Σήμερα δεν μπορώ», λέει ο Αχμέτ, «πρέπει να προφτάσω να γυρίσω στο χωριό πριν σκοτεινιάσει. Όμως τώρα έχω στο χωριό σας ένα σπίτι κι αυτό είναι που μετράει.»
     «Τότε κάνε μου τη χάρη και πάρε αυτή την πίτα για το δρόμο. Είναι φτιαγμένη από τους ίδιους σπόρους, από το ίδιο στάρι που σπείραμε σήμερα.»
     Γύρισε ο Αχμέτ στο σπίτι. Κάθισε στο τραπέζι. Άρχισε να μασά την πίτα και να θυμάται τη διαθήκη του πατέρα του. Θυμήθηκε τότε και τη συμβουλή του ξένου. Κι η πίτα, μετά από μια τόσο κουραστική μέρα, πόσο νόστιμη του φάνηκε, πιο γλυκιά κι από μέλι!    
     Κι έτσι από εκείνη τη μέρα πρώτος πήγαινε στο χωράφι ο Αχμέτ και τελευταίος γυρνούσε στο χωριό. Κι ο κόσμος όλα τα προσέχει κι αγαπά τους καλούς κι εργατικούς. Ο καθένας χαιρόταν να χαιρετάει τον Αχμέτ, να τον ρωτάει για την υγεία του.

(«Το χρυσό άρμα. Λαϊκά Παραμύθια των Τατάρων», αφήγηση Β. Μπογιαρίνοφ, εικονογράφηση Μ. Μάγιοφις, μτφ. Πέρσας Ντούπη, Εκδ. «Μαλίς» (Μόσχα) και «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1989, σ. 7-10)
           
        
Εικόνα Μ. Μάγιοφις, "Το χρυσό άρμα. Λαϊκά παραμύθια των Τατάρων".



ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ:


• Αφηγηθείτε με δικά σας λόγια το παραμύθι και βρείτε τις επιμέρους σκηνές που το απαρτίζουν. 
                                                                      
Η ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ: ΤΡΕΙΣ ΕΝΤΟΛΕΣ

1η εντολή: «Θέλω σε κάθε ένα από τα γειτονικά χωριά να έχεις ένα σπίτι.»

2η εντολή: «Μη βιάζεσαι να χαιρετήσεις πρώτος τους ανθρώπους, άφησε να σε χαιρετήσουν εκείνοι πρώτα.»
                            
3η εντολή: «Να τρως πάντα καλό και νόστιμο φαγητό.»
                                              
• Παιδιά, εσείς καταλάβατε τι πραγματικά εννοούσε ο πατέρας του Αχμέτ;

• Σκεφτείτε τρεις συμβουλές που σας δίνει συχνά ο δικός σας πατέρας και τρεις συμβουλές της μητέρας σας (σύνολο 6). Τις τηρείτε, όπως ο Αχμέτ, ή όχι; 
           
ΤΡΕΙΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ:

1η συμβουλή: «.......................................................................................................................»

2η συμβουλή: «........................................................................................................»

3η συμβουλή: «........................................................................................................»


ΤΡΕΙΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΜΟΥ:

1η συμβουλή: «.......................................................................................................................»

2η συμβουλή: «........................................................................................................»

3η συμβουλή: «........................................................................................................»

• Διαβάστε χωριστά καθεμιά από τις τρεις συμβουλές του πατέρα και της μητέρας σας και σκεφτείτε για ποιο λόγο σας δίνουν αυτή τη συμβουλή;  

Φτιάξτε ένα δικό σας παραμύθι, όπου ο Αχμέτ δεν θα τηρούσε τις εντολές του πατέρα του. Η συνέχεια και το μήνυμα του παραμυθιού δικά σας...  
       
• Ποιο επάγγελμα κάνει ο Αχμέτ και τι γνωρίζετε εσείς γι' αυτό; Καταγράψετε ονομαστικά σύγχρονα επαγγέλματα που έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με τις ασχολίες του.

• Βρείτε στο χάρτη πού ζουν οι Τάταροι και, με βάση όσα γράφει το παραμύθι, φανταστείτε τι είδους άνθρωποι είναι. 

• Ποιες ανθρώπινες αξίες προβάλλονται στο παραμύθι αυτό; Ποια θεωρείτε εσείς σημαντικότερη και γιατί; 

• Ποιες οι επαγγελματικές αξίες των ηρώων του παραμυθιού; Βρείτε μέσα στο παραμύθι χαρακτηριστικές φράσεις που τις περιέχουν. 
   
• Ποιος ο ρόλος του γέροντα ξένου; Πώς τον υποδέχτηκε ο Αχμέτ; Μπορείτε να βρείτε ένα ανάλογο παράδειγμα από τα σχολικά μαθήματά σας, όπου ένας νέος υποδέχεται με παρόμοιο τρόπο έναν ξένο στο σπίτι του, του εμπιστεύεται τα προβλήματά του κι ακούει τις συμβουλές του; 
          
• Μπορείτε να αναφέρετε ένα περιστατικό από τη ζωή σας, όπου ένας ξένος σας έδωσε συμβουλές; Εσείς πώς αντιδράσατε; 

• Με ποια λόγια και πράξεις ανταπέδωσε ο αγρότης που τον βοήθησε ο Αχμέτ τη χάρη που του έκανε; Πώς τον χαρακτηρίζετε; 
   
• Κάνετε ένα λακωνικό χαρακτηρισμό του Αχμέτ με επίθετα ή σύντομες φράσεις, π.χ. αφοσιωμένος γιος (ονομαστικά).
                
   Ο Αχμέτ ήταν:

   * …………………………………….             * …………………………………….              * …………………………………….
   * …………………………………….             * …………………………………….              * …………………………………….
   * …………………………………….             * …………………………………….              * …………………………………….
   * …………………………………….             * …………………………………….              * …………………………………….    
        
• Τι κέρδισε ο Αχμέτ, με το να τηρήσει πιστά τις συμβουλές του νεκρού πατέρα του; Βρείτε σε ποιο σημείο του παραμυθιού αναφέρονται τα αποτελέσματα της συμπεριφοράς του.  

• Βρείτε μέσα στο παραμύθι πώς χαιρετούν οι Τάταροι και ρωτήσετε τους γονείς σας τι ορίζουν οι καλοί τρόποι στην Ελλάδα για το χαιρετισμό.

Εσείς πώς χαιρετάτε τους μεγαλύτερους και τους συνομήλικούς σας; Τηρείτε ή όχι κάποιους κανόνες καλής συμπεριφοράς, για να δείξετε σεβασμό και ευγένεια προς τους άλλους, ή νομίζετε πως είναι περιττοί; Συζητήσετε το θέμα με τους φίλους σας, για να μάθετε και τη δική τους γνώμη. 

Υποδυθείτε τα πρόσωπα του παραμυθιού (Πατέρας, Αχμέτ, Γέροντας επισκέπτης, Τάταρος αγρότης, Γείτονες) και "παίξετε" το παραμύθι στο σχολείο ή στο σπίτι με τους γονείς, τα αδέλφια και τους φίλους σας.  

• Το ξέρετε ότι ο Αχμέτ εορτάζει στις 24 Δεκεμβρίου, του Αγίου Αχμέτ του Κάλφα, του Νεομάρτυρα, που πρώτα ήταν μουσουλμάνος αξιωματούχος, έγινε Χριστιανός και μαρτύρησε για τη χριστιανική του πίστη το 1682 στην Κωνσταντινούπολη;  

• Πλάι στις παρακάτω λέξεις από το κείμενο να γράψετε τις αντίθετές τους (αντώνυμα). Δείτε πρώτα ποια σημασία έχει η κάθε λέξη στο παραμύθι και χρησιμοποιήσετε ένα λεξικό, για να βρείτε την ακριβώς αντίθετη λέξη:
 - αμήχανος # 
 - να γκρεμιστεί # 
 - άξεστος # 
 - πάντα #
 - νόστιμο # 
 - παραβαίνω # 
 - μπαγιάτικο # 
 - ευλογία # 
 - αφοσιωμένος # 
 - αντάξιος # 
 - τυχερός # 
 - άσπαρτος # 
 - εργατικός #  

Μάθετε για τη διαδικασία παρασκευής ψωμιού, από τη σπορά μέχρι το ζύμωμα και το ψήσιμο. Σας συνιστώ να επισκεφτείτε χώρους, όπου μαθαίνουν τα παιδιά πώς φτιάχνεται το παραδοσιακό ψωμί, τα ζυμαρικά κ.ά. (π.χ. τα "Μυλέλια" στη Γέρα Λέσβου και στον Άγιο Στέφανο Αττικής ή αλλού). 

Ζητήσετε από το φούρναρη της γειτονιάς σας να σας μιλήσει για το επάγγελμά του και να σας επιτρέψει να παρακολουθήσετε το ζύμωμα και το ψήσιμο ψωμιού στο φούρνο του. Μόνο που πρέπει να ξυπνήσετε στις πέντε τα χαράματα!

• Καταγράψετε μια παραδοσιακή συνταγή για ψωμί, κάνετε φωτοτυπίες και μοιράστε την στους συμμαθητές σας ή στείλτε την στην τοπική εφημερίδα για δημοσίευση. 

• Ζυμώστε με τη γιαγιά ή τη μητέρα ή τον πατέρα σας στην κουζίνα του σπιτιού σας μια πίτα κι απολαύστε την, όταν ψηθεί! Μην παραλείψετε να δώσετε ένα κομμάτι σε ένα γέροντα ή μια γερόντισσα της γειτονιάς σας.

• Αν σας φαίνονται δύσκολες οι παραπάνω δραστηριότητες, ζωγραφίστε μια σκηνή από το παραμύθι! 

ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ, ΠΑΙΔΙΑ!

                                                                                  
ΦΩΤΟΤΥΠΙΑ ΣΧΕΤΙΚΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
(Μοιράζεται στους μαθητές για το προσωπικό τους αρχείο)
                                                                                       
Ακούστε ένα απόσπασμα από τον…
                                                                                              
«Προφήτη» του Χαλίλ Γκιμπράν
Μιλά για τη Δουλειά...
  
     Μετά ένας γεωργός είπε: «Μίλησέ μας για τη Δουλειά».
     Κι εκείνος απάντησε, λέγοντας:
     «Δουλεύετε, για να συμβαδίζετε με τη γη και την ψυχή της γης.
     Γιατί το να είσαι άεργος σημαίνει να είσαι ξένος με τις εποχές, και να βγαίνεις έξω από την πορεία της ζωής, που βαδίζει μεγαλόπρεπα και περήφανα αλλά και με υποταγή προς το άπειρο.
     Όταν δουλεύετε, είστε μια φλογέρα που μέσα από την καρδιά της ο ψίθυρος των ωρών μετατρέπεται σε μελωδία.
     Ποιος από σας θα ήθελε να είναι ένα καλάμι, βουβό και άφωνο, όταν όλα τ’ άλλα τραγουδούν μαζί ενωμένα;
     Από πάντα σας έλεγαν ότι η δουλειά είναι κατάρα κι ο μόχθος δυστυχία.
    Αλλά εγώ σας λέω ότι, όταν δουλεύετε, πραγματοποιείτε ένα μέρος από το πιο μακρινό όνειρο της γης, που ανατέθηκε σε σας όταν το όνειρο αυτό γεννήθηκε.  
     Κι όταν ζείτε με τη δουλειά, αγαπάτε πραγματικά τη ζωή.
     Κι όταν αγαπάτε τη ζωή μέσα από το μόχθο της δουλειάς, σημαίνει ότι επικοινωνείτε με το πιο κρυφό μυστικό της ζωής.

     Αλλά αν μέσα στον πόνο σας ονομάζετε τη γέννηση πόνο και τη συντήρηση της σάρκας μια κατάρα, που είναι γραμμένη στο μέτωπό σας, τότε σας απαντώ ότι τίποτ’ άλλο εκτός από τον ιδρώτα του μετώπου σας δε θα σβήσει αυτό που είναι γραμμένο.

     Σας έχουν ακόμα πει πως η ζωή είναι σκοτάδι, και μέσα στην απελπισία σας επαναλαμβάνετε σαν ηχώ αυτό που ειπώθηκε από τον απελπισμένο.
     Κι εγώ λέω ότι η ζωή είναι πραγματικά σκοτάδι, εάν δεν υπάρχει πάθος.
     Και κάθε πάθος είναι τυφλό, εάν δεν υπάρχει γνώση.
     Και κάθε γνώση είναι μάταιη, εάν δεν υπάρχει δουλειά.
     Και κάθε δουλειά είναι άδεια, εάν δεν υπάρχει αγάπη.
     Και όταν δουλεύετε με αγάπη, ενώνεστε με τον εαυτό σας, ο ένας με τον άλλο, και με το Θεό. 

     Και τι σημαίνει να δουλεύεις με αγάπη;
     Σημαίνει να υφαίνεις το ύφασμα με κλωστές που τραβάς από την καρδιά σου, σα να ’ταν να φορέσει το ύφασμα αυτό η αγαπημένη σου ψυχή.
     Σημαίνει να χτίζεις ένα σπίτι με στοργή, σα να ’ταν να κατοικήσει στο σπίτι αυτό η αγαπημένη σου ψυχή.
     Σημαίνει να σπέρνεις σπόρους με τρυφερότητα και να μαζεύεις τη σοδειά με χαρά, σα να ’ταν να φάει τον καρπό η αγαπημένη σου ψυχή.
     Σημαίνει να δίνεις σ’ όλα τα πράγματα το δικό σου νόημα με μια ανάσα από το πνεύμα σου.
     Και να ξέρεις ότι όλοι οι ευλογημένοι νεκροί στέκονται γύρω σου και σε κοιτάζουν.
                                                     
     Πολλές φορές σας άκουσα να λέτε, σα να μιλούσατε στον ύπνο σας, “Αυτός που δουλεύει το μάρμαρο, και βρίσκει την έκφραση της ψυχής του στην πέτρα, είναι ανώτερος από αυτόν που οργώνει τη γη.
     Κι αυτός που πιάνει τα χρώματα του ουράνιου τόξου και τα βάζει πάνω σ’ ένα πανί με ανθρώπινες μορφές, αξίζει περισσότερο απ’ αυτόν που φτιάχνει σαντάλια για τα πόδια μας.”
     Αλλά εγώ λέω, όχι στον ύπνο μου, αλλά ολόξυπνος στο καταμεσήμερο, ότι ο άνεμος δεν τραγουδά πιο γλυκά στις γιγάντιες βαλανιδιές απ’ ό,τι στο πιο μικρό και ταπεινό χορτάρι.
     Και μεγάλος είναι μόνο που μετατρέπει τη φωνή του ανέμου σε τραγούδι που το κάνει πιο γλυκό με την αγάπη του.
     
      Η Δουλειά είναι αγάπη φανερωμένη.
     Κι αν δεν μπορείτε να δουλεύετε με αγάπη παρά μόνο με αηδία, καλύτερα να παρατήσετε τη δουλειά σας και να καθίσετε στην πύλη του ναού και να παίρνετε ελεημοσύνες από εκείνους που δουλεύουν με χαρά.
     Γιατί αν ψήσεις το ψωμί με αδιαφορία, ψήνεις ένα πικρό ψωμί, που δε χορταίνει παρά τη μισή μόνο πείνα του ανθρώπου.
     Κι αν αγαναχτείς με το πάτημα των σταφυλιών, η αγανάχτησή σου στάζει δηλητήριο στο κρασί.
     Κι αν τραγουδάς σαν τους αγγέλους, και δεν αγαπάς το τραγούδι, βουλώνεις τα αυτιά του ανθρώπου στις φωνές της μέρας και τις φωνές της νύχτας.» 
(Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Χαλίλ Γκιμπράν «Ο Προφήτης» , μτφ. Ευ. Γράψα, εκδόσεις Μπουκουμάνη, Αθήνα 1974, σελ. 42-45.)

Χαλίλ Γκιμπράν (Μπεχάρι Λιβάνου 1883 - Νέα Υόρκη1931) ή «ο άνθρωπος από τον Λίβανο», όπως είναι γνωστός στο παγκόσμιο κοινό, υπήρξε ποιητής, φιλόσοφος και καλλιτέχνης. Γεννήθηκε στο Μπεχάρι του  Λιβάνου στις 6 Ιανουαρίου 1883. Η οικογένειά του ήταν εύπορη και καλλιεργημένη, ιδιαίτερα η μητέρα του, η οποία είχε ξεχωριστό ταλέντο στη μουσική. Σπούδασε ζωγραφική στο Παρίσι, με δάσκαλο τον Αύγουστο Ροντέν. Τα σχέδια και οι πίνακές του εκτέθηκαν σε πολλές πρωτεύουσες του κόσμου. Τα πρώτα λογοτεχνικά έργα του ήταν θεατρικά και πεζοτράγουδα γραμμένα στην αραβική γλώσσα. Εγκαταστάθηκε στις  Ηνωμένες Πολιτείες κι αργότερα άρχισε να γράφει στην αγγλική γλώσσα. Η ποίησή του μεταφράστηκε σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες. Στις 22 Αυγούστου 1931 πέθανε στη Νέα Υόρκη από κίρρωση του ήπατος, σε ηλικία 48 ετών. Η σορός του μεταφέρθηκε τον Ιούλιο του 1931 για να ταφεί σύμφωνα με τη θέλησή του στην ιδιαίτερη πατρίδα του.
Έργα του: «Επαναστατημένα Πνεύματα» (1908), «Σπασμένα Φτερά» (1912), «Δάκρυ και Χαμόγελο» (1914), «Η Λιτανεία» (1918), «Ο Τρελός» (1918), «Ο Πρόδρομος» (1920), «Ο Προφήτης» (1923), «Άμμος και Αφρός» (1926), «Ιησούς ο Γιος του Ανθρώπου» (1928). Έργα που εκδόθηκαν μετά το θάνατό του: «Οι Θεοί της Γης» (1931), «Ο Περιπλανώμενος» (1932), «Ο Κήπος του Προφήτη» (1933), «Ο Λάζαρος κι ο Αγαπημένος του» (1933).
                                                                                                                
(Πηγές: Βιβλίο Χαλίλ Γκιμπράν «Ο Προφήτης» εκδόσεων Μπουκουμάνη, και Βικιπαίδεια.)

ΑΠΟ ΒΟΥΝΑΤΣΟΥ ΜΥΡΣΙΝΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου