Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

ΠΑΡΑΜΥΘΙ - Η ΔΙΑΘΗΚΗ

Ένα Διαδραστικό Παραμύθι

     Το παραμύθι, ως παιδαγωγικό μέσο, διδάσκει το παιδί με τρόπο ευχάριστο, χωρίς διδακτισμό, και μπορεί να αντικαταστήσει θαυμάσια τις συμβουλές, που συχνά προκαλούν αρνητικές αντιδράσεις από το νεαρό άτομο.
     Στο παρακάτω παραμύθι, που διαλέξαμε από ένα εικονογραφημένο φυλλάδιο με πέντε παραμύθια των Τατάρων και σας συστήνουμε να το αγοράσετε για τα παιδιά σας, η έγνοια του φτωχού πατέρα για τον αγαπημένο γιο, η διαθήκη-τρεις εντολές που του αφήνει, η πιστή τήρηση των εντολών του νεκρού πατέρα από τον καλό γιο, η φιλόξενη διάθεση, η βοήθεια του σεβάσμιου ξένου στην ερμηνεία των λόγων του πατέρα, ο σεβασμός προς τους γείτονες και την εθιμοτυπία του χαιρετισμού, η εργατικότητα, η αλληλεγγύη, η χαρά της προσφοράς και της αντιπροσφοράς, η εκτίμηση των άλλων, τα «κέρδη» της σωστής συμπεριφοράς κι η αξία των απλών πραγμάτων στη ζωή μας είναι διδάγματα που μπαίνουν στη συνείδηση του μικρού παιδιού και ριζώνουν και δίνουν καλούς καρπούς…        
                  
Η ΔΙΑΘΗΚΗ
                                                                        
     Σ’ ένα χωριό ζούσε κάποτε ένας φτωχός γέροντας που είχε ένα γιο, τον Αχμέτ. Σαν ήρθε η ώρα του γέροντα να πεθάνει, φώναξε κοντά του το γιο του.
     «Γιόκα μου», του είπε, «θέλω πριν πεθάνω να σου αφήσω μια διαθήκη.»
     Παραξενεύτηκε ο γιος.
    Τι διαθήκη, σκέφτηκε, μπορεί να μου αφήσει ο φτωχός μου πατέρας, αφού σ’ ολόκληρη τη ζωή του δούλευε χωρίς σταματημό, μα περιουσία δεν απόκτησε;    
     Και ο γέροντας αναστέναξε και είπε:
     «Θέλω σε κάθε ένα από τα γειτονικά χωριά να έχεις ένα σπίτι.»
     Τα λόγια αυτά έκαναν τον Αχμέτ πιο αμήχανο.
    Τι σπίτια, σκέφτηκε, αφού κι αυτό που ζούμε τώρα, μέχρι αύριο μπορεί να έχει γκρεμιστεί;
     Και συνέχισε ο γέροντας:
    «Μη βιάζεσαι να χαιρετήσεις πρώτος τους ανθρώπους, άφησε να σε χαιρετήσουν εκείνοι πρώτα. Τότε θα βγάζεις εσύ το καπέλο σου και θα χαιρετάς.»
    Σκέφτηκε ο γιος: Πολύ άσχημα είναι ο φτωχός ο πατέρας μου. Πώς μπορώ να κάνω αυτά που μου λέει; Από την πρώτη κιόλας μέρα θα με παραμερίσουν όλοι οι γείτονες και θα με πούνε άξεστο.
     Ο γέροντας έπιασε το χέρι του γιου του.
    «Κι η τελευταία μου εντολή», είπε, «είναι να τρως πάντα καλό και νόστιμο φαγητό…»
     Ήθελε κάτι ακόμα να προσθέσει, δεν πρόλαβε όμως, γιατί ξεψύχησε.
     Έκλαψε ο Αχμέτ, θρήνησε, όμως η δουλειά δεν περιμένει. Ήρθε η ώρα να πάει στο χωράφι, να οργώσει και να σβαρνίσει. Έζεψε την κοκαλιάρικη φοράδα του και ξεκίνησε. Κοιτάζει στο δρόμο, περπατούν άνθρωποι. Κανείς δεν είναι ξένος, όλοι τον γνωρίζουν από μικρό παιδί, όλους πρέπει να τους χαιρετήσει πρώτος. Και η διαθήκη του πατέρα; Κι αυτήν δεν πρέπει να την παραβεί. Γύρισε ο Αχμέτ στο σπίτι, κάθισε στο τραπέζι και μονολογούσε:
     «Και τι ετοιμάστηκα να πάω στο χωράφι; Ο πατέρας πρώτ’ απ’ όλα μου έδωσε εντολή να φροντίσω να έχω ένα σπίτι σε κάθε χωριό.»    
     Τότε βρέθηκε σε δύσκολη θέση, γιατί ήθελε να φάει. Βρήκε ο Αχμέτ ένα κομμάτι μπαγιάτικο ψωμί. Καθώς όμως ετοιμαζόταν να το δαγκώσει, θυμήθηκε ότι ο πατέρας του τον πρόσταξε να τρώει νόστιμο φαγητό, κι αυτό το ψωμί ήταν το μισό από άχυρο.
     Ήρθε κιόλας το βράδυ, και ο Αχμέτ όλο και συλλογιζόταν πώς να ζήσει από εδώ κι εμπρός. Ξάφνου άκουσε πως κάποιος χτυπούσε το παράθυρο. Άνοιξε και στο σπίτι μπήκε ένας ξένος, σκονισμένος απ’ την κορφή ως τα νύχια απ’ το πολύ περπάτημα και μ’ έναν άδειο ντορβά περασμένο στους ώμους.
     «Πέρασε, καλέ μου άνθρωπε», του λέει ο Αχμέτ, «καλώς όρισες. Το τζάκι μου είναι πάντα αναμμένο. Όμως μόνο κέρασμα μη μου ζητήσεις: εκτός απ’ αυτήν τη μπαγιάτικη κόρα ψωμί, δεν υπάρχει τίποτε άλλο στο σπίτι.»
     «Γιατί συμβαίνει αυτό;» ρωτάει ο ξένος.
     «Ζω με την ευλογία του πατέρα μου», απαντάει ο Αχμέτ. «Όμως κι αυτήν την κόρα δεν πρέπει να τη δαγκώσω. Ο πατέρας είπε στη διαθήκη του να τρώω καλό και νόστιμο φαγητό. Και στο χωράφι δεν πρέπει να πηγαίνω. Ο πατέρας με πρόσταξε να μη χαιρετάω κανέναν πρώτος, όμως δεν μπορείς να προσπερνάς όλους τους καλούς ανθρώπους, ούτε να τους αποφεύγεις. Και πώς να πάω στο χωράφι, αφού πρώτ’ απ’ όλα πρέπει να φροντίσω να αποκτήσω ένα σπίτι σε κάθε χωριό;»
     Χαμογέλασε ο ξένος.
     «Καλός άνθρωπος ήταν ο πατέρας σου», είπε, «έξυπνος άνθρωπος. Κι εσύ είσαι γιος αφοσιωμένος κι αντάξιος του πατέρα σου. Όμως δεν κατάλαβες τι ήθελε να πει. Άκουσε τι θα σου πω: ξάπλωσε τώρα να κοιμηθείς, και το πρωί σήκω τα χαράματα και πήγαινε στο χωράφι. Για τα υπόλοιπα μη στενοχωριέσαι. Όλα θά ’ρθουν από μόνα τους.»
      Δεν είχαν ακόμα σβήσει τ’ άστρα κι ο Αχμέτ ήταν κιόλας στο πόδι. Με μεγάλη προσοχή βγήκε απ’ την αυλόπορτα. Κοιτάζει, δεν ήταν κανείς. Προχωράει λίγο, κανείς. Είχε κιόλας αφήσει πίσω του το χωριό δίχως να συναντήσει κανέναν. Χάρηκε ο Αχμέτ. Ή ήμουν τυχερός, σκέφτηκε, ή ξύπνησα πρώτος απ’ όλους στο χωριό. Πρέπει και αύριο να κάνω το ίδιο.
     Μέχρι το μεσημέρι όργωσε το χωραφάκι του, το σβάρνισε, έσπειρε το σπόρο. Ένιωσε ακόμα πιο χαρούμενος. Ήθελε να ξαπλώσει σε μιαν άκρη να ξαποστάσει λιγάκι, όμως είδε πως ερχόταν προς το μέρος του ένας άνθρωπος. Φοβήθηκε ο Αχμέτ. Τώρα οπωσδήποτε θ’ αναγκαστώ να χαιρετήσω πρώτος! Και ήθελε κάπου να κρυφτεί. Πού όμως; Ο άνθρωπος έβγαλε ο ίδιος το καπέλο του.
     «Γεια σου», λέει, «πολύ όμορφα δουλεύεις. Εμένα όμως ψόφησε το άλογό μου. Τώρα και το χωραφάκι μου δεν οργώθηκε, κι ο σπόρος έμεινε άσπαρτος κι όπως φαίνεται και τα παιδάκια μου θα μείνουν όλο το χειμώνα χωρίς ψωμί.»
     «Δεν θα γίνει αυτό», λέει ο Αχμέτ. «Πού είναι το χωράφι σου;»
     «Να το εκεί, πέρα απ’ το δρόμο, κοντά στο γειτονικό χωριό.» Τράβηξαν κατά ’κει.
     Ο ήλιος έγερνε στη δύση, όταν ο Αχμέτ με τον καινούργιο του φίλο έριξαν στη γη τους τελευταίους σπόρους και σκούπισαν επιτέλους τον ιδρώτα τους.
     «Πώς να σ’ ευχαριστήσω;» αναρωτιόταν ο φίλος. «Δεν μπορώ να σ’ αφήσω να φύγεις έτσι, Αχμέτ. Πάμε στο σπίτι μου. Μα τι λέω! Από σήμερα το σπίτι μου είναι και δικό σου. Οι πόρτες του θα είναι πάντα ανοιχτές για σένα.»
     «Σήμερα δεν μπορώ», λέει ο Αχμέτ, «πρέπει να προφτάσω να γυρίσω στο χωριό πριν σκοτεινιάσει. Όμως τώρα έχω στο χωριό σας ένα σπίτι κι αυτό είναι που μετράει.»
     «Τότε κάνε μου τη χάρη και πάρε αυτή την πίτα για το δρόμο. Είναι φτιαγμένη από τους ίδιους σπόρους, από το ίδιο στάρι που σπείραμε σήμερα.»
     Γύρισε ο Αχμέτ στο σπίτι. Κάθισε στο τραπέζι. Άρχισε να μασά την πίτα και να θυμάται τη διαθήκη του πατέρα του. Θυμήθηκε τότε και τη συμβουλή του ξένου. Κι η πίτα, μετά από μια τόσο κουραστική μέρα, πόσο νόστιμη του φάνηκε, πιο γλυκιά κι από μέλι!    
     Κι έτσι από εκείνη τη μέρα πρώτος πήγαινε στο χωράφι ο Αχμέτ και τελευταίος γυρνούσε στο χωριό. Κι ο κόσμος όλα τα προσέχει κι αγαπά τους καλούς κι εργατικούς. Ο καθένας χαιρόταν να χαιρετάει τον Αχμέτ, να τον ρωτάει για την υγεία του.

(«Το χρυσό άρμα. Λαϊκά Παραμύθια των Τατάρων», αφήγηση Β. Μπογιαρίνοφ, εικονογράφηση Μ. Μάγιοφις, μτφ. Πέρσας Ντούπη, Εκδ. «Μαλίς» (Μόσχα) και «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1989, σ. 7-10)
           
        
Εικόνα Μ. Μάγιοφις, "Το χρυσό άρμα. Λαϊκά παραμύθια των Τατάρων".



ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ:


• Αφηγηθείτε με δικά σας λόγια το παραμύθι και βρείτε τις επιμέρους σκηνές που το απαρτίζουν. 
                                                                      
Η ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ: ΤΡΕΙΣ ΕΝΤΟΛΕΣ

1η εντολή: «Θέλω σε κάθε ένα από τα γειτονικά χωριά να έχεις ένα σπίτι.»

2η εντολή: «Μη βιάζεσαι να χαιρετήσεις πρώτος τους ανθρώπους, άφησε να σε χαιρετήσουν εκείνοι πρώτα.»
                            
3η εντολή: «Να τρως πάντα καλό και νόστιμο φαγητό.»
                                              
• Παιδιά, εσείς καταλάβατε τι πραγματικά εννοούσε ο πατέρας του Αχμέτ;

• Σκεφτείτε τρεις συμβουλές που σας δίνει συχνά ο δικός σας πατέρας και τρεις συμβουλές της μητέρας σας (σύνολο 6). Τις τηρείτε, όπως ο Αχμέτ, ή όχι; 
           
ΤΡΕΙΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ:

1η συμβουλή: «.......................................................................................................................»

2η συμβουλή: «........................................................................................................»

3η συμβουλή: «........................................................................................................»


ΤΡΕΙΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΜΟΥ:

1η συμβουλή: «.......................................................................................................................»

2η συμβουλή: «........................................................................................................»

3η συμβουλή: «........................................................................................................»

• Διαβάστε χωριστά καθεμιά από τις τρεις συμβουλές του πατέρα και της μητέρας σας και σκεφτείτε για ποιο λόγο σας δίνουν αυτή τη συμβουλή;  

Φτιάξτε ένα δικό σας παραμύθι, όπου ο Αχμέτ δεν θα τηρούσε τις εντολές του πατέρα του. Η συνέχεια και το μήνυμα του παραμυθιού δικά σας...  
       
• Ποιο επάγγελμα κάνει ο Αχμέτ και τι γνωρίζετε εσείς γι' αυτό; Καταγράψετε ονομαστικά σύγχρονα επαγγέλματα που έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με τις ασχολίες του.

• Βρείτε στο χάρτη πού ζουν οι Τάταροι και, με βάση όσα γράφει το παραμύθι, φανταστείτε τι είδους άνθρωποι είναι. 

• Ποιες ανθρώπινες αξίες προβάλλονται στο παραμύθι αυτό; Ποια θεωρείτε εσείς σημαντικότερη και γιατί; 

• Ποιες οι επαγγελματικές αξίες των ηρώων του παραμυθιού; Βρείτε μέσα στο παραμύθι χαρακτηριστικές φράσεις που τις περιέχουν. 
   
• Ποιος ο ρόλος του γέροντα ξένου; Πώς τον υποδέχτηκε ο Αχμέτ; Μπορείτε να βρείτε ένα ανάλογο παράδειγμα από τα σχολικά μαθήματά σας, όπου ένας νέος υποδέχεται με παρόμοιο τρόπο έναν ξένο στο σπίτι του, του εμπιστεύεται τα προβλήματά του κι ακούει τις συμβουλές του; 
          
• Μπορείτε να αναφέρετε ένα περιστατικό από τη ζωή σας, όπου ένας ξένος σας έδωσε συμβουλές; Εσείς πώς αντιδράσατε; 

• Με ποια λόγια και πράξεις ανταπέδωσε ο αγρότης που τον βοήθησε ο Αχμέτ τη χάρη που του έκανε; Πώς τον χαρακτηρίζετε; 
   
• Κάνετε ένα λακωνικό χαρακτηρισμό του Αχμέτ με επίθετα ή σύντομες φράσεις, π.χ. αφοσιωμένος γιος (ονομαστικά).
                
   Ο Αχμέτ ήταν:

   * …………………………………….             * …………………………………….              * …………………………………….
   * …………………………………….             * …………………………………….              * …………………………………….
   * …………………………………….             * …………………………………….              * …………………………………….
   * …………………………………….             * …………………………………….              * …………………………………….    
        
• Τι κέρδισε ο Αχμέτ, με το να τηρήσει πιστά τις συμβουλές του νεκρού πατέρα του; Βρείτε σε ποιο σημείο του παραμυθιού αναφέρονται τα αποτελέσματα της συμπεριφοράς του.  

• Βρείτε μέσα στο παραμύθι πώς χαιρετούν οι Τάταροι και ρωτήσετε τους γονείς σας τι ορίζουν οι καλοί τρόποι στην Ελλάδα για το χαιρετισμό.

Εσείς πώς χαιρετάτε τους μεγαλύτερους και τους συνομήλικούς σας; Τηρείτε ή όχι κάποιους κανόνες καλής συμπεριφοράς, για να δείξετε σεβασμό και ευγένεια προς τους άλλους, ή νομίζετε πως είναι περιττοί; Συζητήσετε το θέμα με τους φίλους σας, για να μάθετε και τη δική τους γνώμη. 

Υποδυθείτε τα πρόσωπα του παραμυθιού (Πατέρας, Αχμέτ, Γέροντας επισκέπτης, Τάταρος αγρότης, Γείτονες) και "παίξετε" το παραμύθι στο σχολείο ή στο σπίτι με τους γονείς, τα αδέλφια και τους φίλους σας.  

• Το ξέρετε ότι ο Αχμέτ εορτάζει στις 24 Δεκεμβρίου, του Αγίου Αχμέτ του Κάλφα, του Νεομάρτυρα, που πρώτα ήταν μουσουλμάνος αξιωματούχος, έγινε Χριστιανός και μαρτύρησε για τη χριστιανική του πίστη το 1682 στην Κωνσταντινούπολη;  

• Πλάι στις παρακάτω λέξεις από το κείμενο να γράψετε τις αντίθετές τους (αντώνυμα). Δείτε πρώτα ποια σημασία έχει η κάθε λέξη στο παραμύθι και χρησιμοποιήσετε ένα λεξικό, για να βρείτε την ακριβώς αντίθετη λέξη:
 - αμήχανος # 
 - να γκρεμιστεί # 
 - άξεστος # 
 - πάντα #
 - νόστιμο # 
 - παραβαίνω # 
 - μπαγιάτικο # 
 - ευλογία # 
 - αφοσιωμένος # 
 - αντάξιος # 
 - τυχερός # 
 - άσπαρτος # 
 - εργατικός #  

Μάθετε για τη διαδικασία παρασκευής ψωμιού, από τη σπορά μέχρι το ζύμωμα και το ψήσιμο. Σας συνιστώ να επισκεφτείτε χώρους, όπου μαθαίνουν τα παιδιά πώς φτιάχνεται το παραδοσιακό ψωμί, τα ζυμαρικά κ.ά. (π.χ. τα "Μυλέλια" στη Γέρα Λέσβου και στον Άγιο Στέφανο Αττικής ή αλλού). 

Ζητήσετε από το φούρναρη της γειτονιάς σας να σας μιλήσει για το επάγγελμά του και να σας επιτρέψει να παρακολουθήσετε το ζύμωμα και το ψήσιμο ψωμιού στο φούρνο του. Μόνο που πρέπει να ξυπνήσετε στις πέντε τα χαράματα!

• Καταγράψετε μια παραδοσιακή συνταγή για ψωμί, κάνετε φωτοτυπίες και μοιράστε την στους συμμαθητές σας ή στείλτε την στην τοπική εφημερίδα για δημοσίευση. 

• Ζυμώστε με τη γιαγιά ή τη μητέρα ή τον πατέρα σας στην κουζίνα του σπιτιού σας μια πίτα κι απολαύστε την, όταν ψηθεί! Μην παραλείψετε να δώσετε ένα κομμάτι σε ένα γέροντα ή μια γερόντισσα της γειτονιάς σας.

• Αν σας φαίνονται δύσκολες οι παραπάνω δραστηριότητες, ζωγραφίστε μια σκηνή από το παραμύθι! 

ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ, ΠΑΙΔΙΑ!

                                                                                  
ΦΩΤΟΤΥΠΙΑ ΣΧΕΤΙΚΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
(Μοιράζεται στους μαθητές για το προσωπικό τους αρχείο)
                                                                                       
Ακούστε ένα απόσπασμα από τον…
                                                                                              
«Προφήτη» του Χαλίλ Γκιμπράν
Μιλά για τη Δουλειά...
  
     Μετά ένας γεωργός είπε: «Μίλησέ μας για τη Δουλειά».
     Κι εκείνος απάντησε, λέγοντας:
     «Δουλεύετε, για να συμβαδίζετε με τη γη και την ψυχή της γης.
     Γιατί το να είσαι άεργος σημαίνει να είσαι ξένος με τις εποχές, και να βγαίνεις έξω από την πορεία της ζωής, που βαδίζει μεγαλόπρεπα και περήφανα αλλά και με υποταγή προς το άπειρο.
     Όταν δουλεύετε, είστε μια φλογέρα που μέσα από την καρδιά της ο ψίθυρος των ωρών μετατρέπεται σε μελωδία.
     Ποιος από σας θα ήθελε να είναι ένα καλάμι, βουβό και άφωνο, όταν όλα τ’ άλλα τραγουδούν μαζί ενωμένα;
     Από πάντα σας έλεγαν ότι η δουλειά είναι κατάρα κι ο μόχθος δυστυχία.
    Αλλά εγώ σας λέω ότι, όταν δουλεύετε, πραγματοποιείτε ένα μέρος από το πιο μακρινό όνειρο της γης, που ανατέθηκε σε σας όταν το όνειρο αυτό γεννήθηκε.  
     Κι όταν ζείτε με τη δουλειά, αγαπάτε πραγματικά τη ζωή.
     Κι όταν αγαπάτε τη ζωή μέσα από το μόχθο της δουλειάς, σημαίνει ότι επικοινωνείτε με το πιο κρυφό μυστικό της ζωής.

     Αλλά αν μέσα στον πόνο σας ονομάζετε τη γέννηση πόνο και τη συντήρηση της σάρκας μια κατάρα, που είναι γραμμένη στο μέτωπό σας, τότε σας απαντώ ότι τίποτ’ άλλο εκτός από τον ιδρώτα του μετώπου σας δε θα σβήσει αυτό που είναι γραμμένο.

     Σας έχουν ακόμα πει πως η ζωή είναι σκοτάδι, και μέσα στην απελπισία σας επαναλαμβάνετε σαν ηχώ αυτό που ειπώθηκε από τον απελπισμένο.
     Κι εγώ λέω ότι η ζωή είναι πραγματικά σκοτάδι, εάν δεν υπάρχει πάθος.
     Και κάθε πάθος είναι τυφλό, εάν δεν υπάρχει γνώση.
     Και κάθε γνώση είναι μάταιη, εάν δεν υπάρχει δουλειά.
     Και κάθε δουλειά είναι άδεια, εάν δεν υπάρχει αγάπη.
     Και όταν δουλεύετε με αγάπη, ενώνεστε με τον εαυτό σας, ο ένας με τον άλλο, και με το Θεό. 

     Και τι σημαίνει να δουλεύεις με αγάπη;
     Σημαίνει να υφαίνεις το ύφασμα με κλωστές που τραβάς από την καρδιά σου, σα να ’ταν να φορέσει το ύφασμα αυτό η αγαπημένη σου ψυχή.
     Σημαίνει να χτίζεις ένα σπίτι με στοργή, σα να ’ταν να κατοικήσει στο σπίτι αυτό η αγαπημένη σου ψυχή.
     Σημαίνει να σπέρνεις σπόρους με τρυφερότητα και να μαζεύεις τη σοδειά με χαρά, σα να ’ταν να φάει τον καρπό η αγαπημένη σου ψυχή.
     Σημαίνει να δίνεις σ’ όλα τα πράγματα το δικό σου νόημα με μια ανάσα από το πνεύμα σου.
     Και να ξέρεις ότι όλοι οι ευλογημένοι νεκροί στέκονται γύρω σου και σε κοιτάζουν.
                                                     
     Πολλές φορές σας άκουσα να λέτε, σα να μιλούσατε στον ύπνο σας, “Αυτός που δουλεύει το μάρμαρο, και βρίσκει την έκφραση της ψυχής του στην πέτρα, είναι ανώτερος από αυτόν που οργώνει τη γη.
     Κι αυτός που πιάνει τα χρώματα του ουράνιου τόξου και τα βάζει πάνω σ’ ένα πανί με ανθρώπινες μορφές, αξίζει περισσότερο απ’ αυτόν που φτιάχνει σαντάλια για τα πόδια μας.”
     Αλλά εγώ λέω, όχι στον ύπνο μου, αλλά ολόξυπνος στο καταμεσήμερο, ότι ο άνεμος δεν τραγουδά πιο γλυκά στις γιγάντιες βαλανιδιές απ’ ό,τι στο πιο μικρό και ταπεινό χορτάρι.
     Και μεγάλος είναι μόνο που μετατρέπει τη φωνή του ανέμου σε τραγούδι που το κάνει πιο γλυκό με την αγάπη του.
     
      Η Δουλειά είναι αγάπη φανερωμένη.
     Κι αν δεν μπορείτε να δουλεύετε με αγάπη παρά μόνο με αηδία, καλύτερα να παρατήσετε τη δουλειά σας και να καθίσετε στην πύλη του ναού και να παίρνετε ελεημοσύνες από εκείνους που δουλεύουν με χαρά.
     Γιατί αν ψήσεις το ψωμί με αδιαφορία, ψήνεις ένα πικρό ψωμί, που δε χορταίνει παρά τη μισή μόνο πείνα του ανθρώπου.
     Κι αν αγαναχτείς με το πάτημα των σταφυλιών, η αγανάχτησή σου στάζει δηλητήριο στο κρασί.
     Κι αν τραγουδάς σαν τους αγγέλους, και δεν αγαπάς το τραγούδι, βουλώνεις τα αυτιά του ανθρώπου στις φωνές της μέρας και τις φωνές της νύχτας.» 
(Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Χαλίλ Γκιμπράν «Ο Προφήτης» , μτφ. Ευ. Γράψα, εκδόσεις Μπουκουμάνη, Αθήνα 1974, σελ. 42-45.)

Χαλίλ Γκιμπράν (Μπεχάρι Λιβάνου 1883 - Νέα Υόρκη1931) ή «ο άνθρωπος από τον Λίβανο», όπως είναι γνωστός στο παγκόσμιο κοινό, υπήρξε ποιητής, φιλόσοφος και καλλιτέχνης. Γεννήθηκε στο Μπεχάρι του  Λιβάνου στις 6 Ιανουαρίου 1883. Η οικογένειά του ήταν εύπορη και καλλιεργημένη, ιδιαίτερα η μητέρα του, η οποία είχε ξεχωριστό ταλέντο στη μουσική. Σπούδασε ζωγραφική στο Παρίσι, με δάσκαλο τον Αύγουστο Ροντέν. Τα σχέδια και οι πίνακές του εκτέθηκαν σε πολλές πρωτεύουσες του κόσμου. Τα πρώτα λογοτεχνικά έργα του ήταν θεατρικά και πεζοτράγουδα γραμμένα στην αραβική γλώσσα. Εγκαταστάθηκε στις  Ηνωμένες Πολιτείες κι αργότερα άρχισε να γράφει στην αγγλική γλώσσα. Η ποίησή του μεταφράστηκε σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες. Στις 22 Αυγούστου 1931 πέθανε στη Νέα Υόρκη από κίρρωση του ήπατος, σε ηλικία 48 ετών. Η σορός του μεταφέρθηκε τον Ιούλιο του 1931 για να ταφεί σύμφωνα με τη θέλησή του στην ιδιαίτερη πατρίδα του.
Έργα του: «Επαναστατημένα Πνεύματα» (1908), «Σπασμένα Φτερά» (1912), «Δάκρυ και Χαμόγελο» (1914), «Η Λιτανεία» (1918), «Ο Τρελός» (1918), «Ο Πρόδρομος» (1920), «Ο Προφήτης» (1923), «Άμμος και Αφρός» (1926), «Ιησούς ο Γιος του Ανθρώπου» (1928). Έργα που εκδόθηκαν μετά το θάνατό του: «Οι Θεοί της Γης» (1931), «Ο Περιπλανώμενος» (1932), «Ο Κήπος του Προφήτη» (1933), «Ο Λάζαρος κι ο Αγαπημένος του» (1933).
                                                                                                                
(Πηγές: Βιβλίο Χαλίλ Γκιμπράν «Ο Προφήτης» εκδόσεων Μπουκουμάνη, και Βικιπαίδεια.)

ΑΠΟ ΒΟΥΝΑΤΣΟΥ ΜΥΡΣΙΝΗ

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑ


ΜΙΚΡΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑ           
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940  

Η ΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Νίκου Σφυρόερα

Ελληνικός Όρθρος


Μαζέψαμε του ήλιου τη σοδειά κάτω απ’ τη στέγη μας

και περιμέναμε να ’ρθει το πρωτοβρόχι να ποτίσει 
τις γέρικες ελιές μας, το στεγνό χώμα μας, 
να σπείρουμε ξανά το στάρι που μας θρέφει, 
ν’ ανοίξουμε το μούστο που μας θερμαίνει, 
ν’ ακούσουμε τα τραγούδια που μας γέννησαν
στο παλιό τζάκι με το καπνισμένο καριοφίλι,  
γύρω στη μαύρη την ποδιά της μάνας μας.                             
Μας γύρευεν ο γείτονάς μας νερό και του δίναμε…
μας γύρευεν ο ξένος ίσκιο κι έπαιρνε την καρδιά μας…
Δε θέλαμε άλλο χώμα για τον τάφο μας
παρά το χώμα που χορεύαμε συρτό.
δε θέλαμε άλλη θάλασσα για ψάρεμα
παρά τη θάλασσα, που μάθαμε κολύμπι.
δε θέλαμε άλλον ουρανό για χιόνι και βροχή,
παρά τον ουρανό που βρέχει την καλωσύνη μας…

Περιμέναμε… και μας ξυπνήσαν οι καμπάνες,
οι καμπάνες, οι καμπάνες!
μ’ άλλον ήχο – μ’ άλλο χτύπο – μ’ άλλο βούϊσμα οι καμπάνες
μ’ άλλο αλάφιασμα κι οι μάνες –
ενώ βούϊζαν καμπάνες
κι ενώ φεύγαν – φεύγαν – φεύγαν
τρομαγμένα από τις δράνες – τα σπουργίτια
κι ενώ κλαίγαν – και μουγκάνιζαν τα βόδια
όσο ηχούσαν και χτυπούσαν – σαν τρελές δαιμονισμένες,
σαν Μαινάδες μεθυσμένες – μέσ’ τη νύχτα
οι καμπάνες!


Ο ΗΡΩΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ

Λιάνας Τυραδέλλη

ΟΧΙ 


Της νιότης περιστέρια ασπίλωτα
γονιών σωστών πνοές, λεβέντικων Δασκάλων στήθη
τίμημα ατίμητα μεγάλο, στης λευτεριάς το βάθρο
τη ζωή σας δώσατε, μια χαραυγή αφιλόκερδα!
Να ’ν’ άραγε τ’ αντάλλαγμα, της παραζάλης οι σπασμοί
των σκοτισμένων των μυαλών ο συρφετός, η Λήθη;

ΟΧΙ, ποτέ δεν θα συμβεί αυτό, είν’ άτιμο
όσα κι αν περάσουν χρόνια.
Στο πορφυρένιο αιώνιο στρώμα σας
ευλαβικά σκύβουν πολλοί με περηφάνεια
δάκρυ ψυχής πικρό η ανάμνηση παληκαριών
χωρίς υποκρισίες, λόγους και στεφάνια.

Μέσ’ στων αδιάφορων τα πλήθη ξεσπαθώσατε
ανάμεσα στων κυνηγών του Πρόσκαιρου τα πιόνια
αντρειοσύνης φόρο τη ζωή σας δώσατε
πεσμένο σε παρτέρι ερήμου σπόρο τρέφετε
δροσοσταλιά δικαιοσύνης, ανθρωπιάς συμπόνια.


(Εφημερίδα «Νέο Εμπρός»/7-12-1995 και Κώστα Μίσσιου «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», τ. 10ος, σελ. 360)   


Νικηφόρου Βρεττάκου  

Μάνα και γιος (1940)


Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε  

κι η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της,   
μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο. Κι αχολόγησε η Πίνδος  
σαν να ’χε ο Διόνυσος γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν
οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν:
«Ίτε παίδες Ελλήνων…»
Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταύρωναν στον ορίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.            
               
Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ’ ανέβαιναν. 
Με την ευκή στον ώμο τους κατά το γιο πηγαίναν
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες    
κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους   
κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,
μ’ αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα   
κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα  
χάνονταν χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ’ την άλλη.

(«Τα Ποιήματα», Β΄ τόμος,  εκδόσεις "Τρία Φύλλα", σελ. 117)   


Γράμμα από το μέτωπο


Αγαπημένη μου,
μέσ’ στο Καλπάκι σ’ ένα ρέμα
κουρνιάσαν οι στρατιώτες.
Βουτώ τη λόγχη μου στο αίμα,
δέξου τις λέξεις μου τις πρώτες.

Είναι οι λέξεις μετρημένες
σαν τις στιγμές μου εδώ πάνω
κι είναι οι σκέψεις μου δοσμένες
ως τη στιγμή που θα πεθάνω.

Αχ, τι να σου γράψω, αγαπημένη,
εδώ συμβαίνουνε πολλά.
Γύρω μου δέκα σκοτωμένοι,
αλλά είμαι καλά, είμαι καλά.

Ό,τι κι αν γράψω δεν μου φτάνει,
τα λίγα εδώ είναι πολλά
κι αν μάθεις πως έχω πεθάνει,
είμαι καλά, είμαι καλά.

(Μελοποιημένοι στίχοι του στιχουργού Πυθαγόρα)


Οδυσσέα Ελύτη  

Άσμα ηρωικό και πένθιμο για το χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας


Κείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο.
Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νερά
μ’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο.
Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένον άνεμο
στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα
με πικραμένα μάτια. 

Τους πήρε μαύρο σύγνεφο ― δεν είχαν πίσω τους αυτοί
θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή
μάνα που να ’χει σφάξει με τα χέρια της
ή μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό
χορεύοντας να ’χει δοθεί στη λευτεριά του χάρου!

(Απόσπασμα από το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για το χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», εκδόσεις «Ίκαρος», Αθήνα 1981, σελ. 29-30)


Νικηφόρου Βρεττάκου

Ένας στρατιώτης μουρμουρίζει στο αλβανικό μέτωπο


Ποιος θα μας φέρει λίγον ύπνο εδώ που βρισκόμαστε;
Θα μπορούσαμε τότες τουλάχιστο
να ιδούμε πως έρχεται τάχατε η μάνα μας
βαστάζοντας στη μασχάλη της ένα σεντόνι λουλακιασμένο
με μια ποδιά ζεστασιά και κατιφέδες από το σπίτι μας.
Ένα φθαρμένο μονόγραμμα στην άκρη του μαντηλιού:
            ένας κόσμος χαμένος.

Τριγυρίζουμε πάνω στο χιόνι με τις χλαίνες κοκαλιασμένες.
Ποτέ δεν βγήκε ο ήλιος σωστός απ’ τα υψώματα του Μοράβα,
ποτέ δεν έδυσε ο ήλιος αλάβωτος απ’ τ’ αρπάγια της
            Τρεμπεσίνας.
Τρεκλίζω στον άνεμο χωρίς άλλο ρούχο,
διπλωμένος με το ντουφέκι μου, παγωμένος και ασταθής.

(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια
            πατρίδας μου
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο).

Δε θα μου πήγαινε αυτή η προσβολή περασμένη υπό μάλης,
δε θα μου πήγαινε αυτό το ντουφέκι αν δεν ήσουν εσύ,
γλυκό χώμα που νιώθεις σαν άνθρωπος,
αν δεν ήτανε πίσω μας λίκνα και τάφοι που μουρμουρίζουν
αν δεν ήτανε άνθρωποι κι αν δεν ήταν βουνά με περήφανα
μέτωπα, κομμένα θαρρείς απ’ το χέρι του θεού
να ταιριάζουν στον τόπο, στο φως και στο πνεύμα του.

Η νύχτα μας βελονιάζει τα κόκαλα μέσα στ’ αμπριά.   
             εκεί μέσα
μεταφέραμε τα φιλικά μας πρόσωπα και τ’ ασπαζόμαστε
μεταφέραμε το σπίτι και την εκκλησιά του χωριού μας
το κλουβί στο παράθυρο, τα μάτια των κοριτσιών,
το φράχτη του κήπου μας, όλα τα σύνορά μας,
την Παναγία με το γαρούφαλο, ασίκισσα,
που μας σκεπάζει τα πόδια πριν απ’ το χιόνι,
που μας διπλώνει στη μπόλια της πριν απ’ το θάνατο.

Μα ό,τι κι αν γίνει, εμείς θα επιζήσουμε.
Άνθρωποι κατοικούν μες στο πνεύμα της Ελευθερίας
            αμέτρητοι,
Άνθρωποι όμορφοι μες στη θυσία τους, Άνθρωποι.
Ένας μεγάλος καταυλισμός είναι η έννοια της αρετής.
Το ότι πεθάναν, δεν σημαίνει πως έπαψαν να υπάρχουν εκεί,
με τις λύπες, τα δάκρυα και τις κουβέντες τους.
Ο ήλιος σας θα ’ναι ακριβά πληρωμένος.
Αν τυχόν δεν γυρίσω, ας είστε καλά,
σκεφτείτε για λίγο πόσο μου στοίχισε.
  
(Σαν ήμουνα μικρός, καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια
            της πατρίδας μου
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο).

(«Τα Ποιήματα», Β΄ τόμος, εκδόσεις «Τρία Φύλλα», σελ. 118-119)




ΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

Άγγελου Σικελιανού
Αντίσταση  

Δεν είναι τούτο πάλεμα σε μαρμαρένια αλώνια,
εκεί να στέκει ο Διγενής και μπρος να στέκει ο Χάρος…
Εδώ σηκώνετ’ όλ’ η γη με τους αποθαμένους,
και με τον ίδιο θάνατο νικάει το θάνατό της...

Κι απάνω στα βουνά, κι απάνω στις κορφές τους
φωτάει μεμιάς ανάσταση, ξεσπάει αχός μεγάλος…

Η Ελλάδα σέρνει το χορό ψηλά με τους αντάρτες,
― χιλιάδες δίπλες ο χορός, χιλιάδες τα τραπέζια ―
κι είν’ οι νεκροί στα ξάγναντα πρωτοπανηγυριώτες.

(«Λυρικός βίος – Επίνικοι Β΄ 1940-1946»)


Ηλία Κουρτζή

Στίξη


Σ’ ασβεστωμένο τοίχο
με κάρβουνο γραμμένη
μια λέξη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
και μια σταγόνα αίμα
στο τέλος για τελεία…

(«Λέξεις»/1985, Κ. Μίσσιου «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», τ. 13, σ. 323, Μυτιλήνη 1998)


Νίκου Σαραντάκου
Εφτά χρονών

Ήταν μικρός, εφτά χρονώ, σαν ήρθε η κατοχή,
στην πρώτη τάξη… κι έλεγες πως δε θα νιώθει ακόμα.
Όμως το μίσος που έκρυβε για τον εχθρό η ψυχή
πώς χώραγε σε τοσοδούλι σώμα;
Τον Ούννο καθώς κοίταζε, που εμόλυνε τη γης
καβάλα σε διαβολικά σιδερικά θανάτου
γινόταν όλος σύσπαση ανήμπορης οργής
κι άβυσσος ήταν η ματιά του.
Πληθαίναν γύρω τα δεσμά, τα πτώματα κι οι τάφοι.
Το σχήμα μιας εκδίκησης παίρναν σιγά τα μίση.
Κι ήταν μικρός… Να μπόραγε συνθήματα να γράφει…
Να δοκιμάσει τάχα…; Να τολμήσει…;
Τον ηύρε η σφαίρα ως πάσκιζε τα γράμματα να φτάσει
όσο μπορούσε πιο ψηλά. Κι απόμεινε μισή,
σα μια κατάρα, που ακλουθά πέρ’ απ’ τον τάφο η φράση:
ΤΣΕΚΟΥΡΙ ΚΑΙ ΚΡΕΜΑΛΑ ΣΤΟΥΣ ΦΑΣΙ…

(«Της Κατοχής», 1978 και Κώστα Μίσσιου «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», τ. 9ος, Μυτιλήνη 1998, σελ. 227)

Πέτρου Ανταίου

Αντίσταση

Αντίσταση. Η μεγάλη στιγμή,
Ελλάδα, στις άμετρες μέρες σου,
στους πικρούς σου καιρούς.
Η Αλλαγή.
Τότες που οι γιοι
γεννούσαν αγνούς, τρυφερούς,
τολμηρούς τους πατέρες τους.

(«Αντίστροφη μέτρηση»/1991 και Κώστα Μίσσιου «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», τ. 9ος, Μυτιλήνη 1998, σελ. 569)


Άγγελου Σικελιανού
Ανάσταση  

Τα χελιδόνια του Θανάτου Σου μηνάν μιαν άνοιξη
καινούρια, Ελλάδα, κι απ’ τον τάφο Σου γιγάντια γέννα…
Μάταια βιγλίζει των Ρωμαίων η κουστωδία τριγύρα Σου…
Ακόμα λίγο, κι ανασταίνεσαι σε νέο Εικοσιένα!
                                           25 Μαρτίου 1942

Οδυσσέα Ελύτη 
Η μεγάλη έξοδος

     Τις ημέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λάβανε την απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από τ' ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος κι εξουσία η Άνοιξη.
     Και επειδή σίμωνε η μέρα που το Γένος είχε συνήθειο να γιορτάζει τον άλλο Σηκωμό, τη μέρα πάλι εκείνη ορίσανε για την Έξοδο. Και νωρίς εβγήκανε καταμπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη την αφοβιά σαν σημαία, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες. Και ακολουθούσανε άντρες πολλοί, και γυναίκες, και λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια. Όπου έβλεπες άξαφνα στην όψη τους τόσες χαρακιές, που ’λεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα.
     Τέτοιας λογής αποκοτιές, ωστόσο, μαθαίνοντες οι Άλλοι, σφόδρα ταράχθηκαν. Και φορές τρεις με το μάτι αναμετρώντας το έχει τους, λάβανε την απόφαση να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μία πήχη φωτιά κάτω απ' τα σίδερα, με τις μαύρες κάννες και τα δόντια του ήλιου. Όπου μήτε κλώνος μήτε ανθός, δάκρυο ποτέ δεν έβγαλαν. Και χτυπούσανε όπου να ’ναι, σφαλώντας τα βλέφαρα με απόγνωση. Και η Άνοιξη ολοένα τους κυρίευε. Σαν να μην ήτανε άλλος δρόμος πάνω σ' ολάκερη τη γη για να περάσει η Άνοιξη παρά μονάχα αυτός, και να τον είχαν πάρει αμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, πέρ’ απ’ την άκρη της απελπισίας, τη Γαλήνη που έμελλαν να γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες, και οι άντρες, και οι γυναίκες, και οι λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια.
     Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Και θερίσανε πλήθος τα θηρία, και άλλους εμάζωξαν. Και την άλλη μέρα εστήσανε στον τοίχο τριάντα.
25 Μαρτίου 1943
(«Άξιον Εστί», ανάγνωσμα τρίτο)



ΟΙ ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ – ΜΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΕΤΕ ΤΟΥΣ ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΤΟΥΣ

Οδυσσέα Ελύτη
Το οικόπεδο με τις τσουκνίδες

     Μιαν από τις ανήλιαγες μέρες εκείνου του χειμώνα, ένα πρωί Σαββάτου, σωρός αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες εζώσανε το μικρό συνοικισμό του Λευτέρη, με τα τρύπια τενεκεδένια παράθυρα και τ’ αυλάκια των οχετών στο δρόμο. Και φωνές άγριες βγάνοντας, εκατεβήκανε άνθρωποι με χυμένη την όψη στο μολύβι και τα μαλλιά ολόισα, ίδιο άχερο. Προστάζοντας να συναχτούν οι άντρες όλοι στο οικόπεδο με τις τσουκνίδες. Και ήταν αρματωμένοι από πάνου ως κάτου, με τις μπούκες χαμηλά στραμμένες κατά το μπουλούκι. Και μεγάλος φόβος έπιανε τα παιδιά, επειδή τύχαινε, σχεδόν όλα, να κατέχουνε κάποιο μυστικό στην τσέπη ή στην ψυχή τους. Αλλά τρόπος άλλος δεν ήτανε, και χρέος την ανάγκη κάνοντας, λάβανε θέση στη γραμμή, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη, το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα ξετυλίξανε γύρω τους το συρματόπλεγμα. Και κόψανε στα δύο τα σύγνεφα, όσο που το χιονόνερο άρχισε να πέφτει, και τα σαγόνια με κόπο κρατούσανε τα δόντια στη θέση τους, μήπως τους φύγουν ή σπάσουνε.
     Τότε, από τ’ άλλο μέρος φάνηκε αργά βαδίζοντας να ’ρχεται Αυτός με το Σβησμένο Πρόσωπο (=κουκουλοφόρος Έλληνας καταδότης, συνεργάτης Γερμανών), που σήκωνε το δάχτυλο κι οι ώρες ανατρίχιαζαν στο μεγάλο ρολόι των αγγέλων. Και σε όποιον λάχαινε να σταθεί μπροστά, ευθύς οι άλλοι τον αρπάζανε από τα μαλλιά και τον εσούρνανε χάμου πατώντας τον. Ώσπου έφτασε κάποτε η στιγμή να σταθεί και μπροστά στο Λευτέρη (=Έλληνας αγωνιστής). Αλλά κείνος δε σάλεψε. Σήκωσε μόνο αργά τα μάτια του και τα πήγε μεμιάς τόσο μακριά – μακριά μέσα στο μέλλον του – που ο άλλος ένιωσε το σκούντημα κι έγειρε πίσω με κίντυνο να πέσει. Και σκυλιάζοντας, έκανε ν’ ανασηκώσει το μαύρο του πανί, να του φτύσει κατάμουτρα. Μα πάλι ο Λευτέρης δε σάλεψε.
     Πάνω σ’ εκείνη τη στιγμή, ο Μεγάλος Ξένος (=Γερμανός), αυτός που ακολουθούσε με τα τρία σιρίτια στο γιακά, στηρίζοντας στη μέση τα χέρια του, κάγχασε: ορίστε, είπε, ορίστε οι άνθρωποι που θέλουνε, λέει, ν’ αλλάξουνε την πορεία του κόσμου! Και μη γνωρίζοντας ότι έλεγε την αλήθεια ο δυστυχής, καταπρόσωπο τρεις φορές του κατάφερε το μαστίγιο. Αλλά τρίτη φορά ο Λευτέρης δε σάλεψε. Τότε, τυφλός από τη λίγη πέραση που ’χε η δύναμη στα χέρια του, ο άλλος, μη γνωρίζοντας τι πράττει, τράβηξε το περίστροφο και του το βρόντηξε σύρριζα στο δεξί του αυτί.
     Και πολύ τρομάξανε τα παιδιά, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη και το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα κέρωσαν. Επειδή πήγανε κι ήρθανε γύρω τα χαμόσπιτα, και σε πολλές μεριές το πισσόχαρτο έπεσε και φανήκανε μακριά, πίσω απ’ τον ήλιο, οι γυναίκες να κλαίνε γονατιστές, πάνω σ’ ένα έρμο οικόπεδο, γεμάτο τσουκνίδες και μαύρα πηχτά αίματα. Ενώ σήμαινε δώδεκα ακριβώς το μεγάλο ρολόι των αγγέλων.
(Οδυσσέα Ελύτη «Άξιον Εστί», ανάγνωσμα τέταρτο)


ΕΚΑΤΟΜΒΕΣ ΗΡΩΩΝ

Σαράντου Παυλέα

Οι διακόσιοι σκοτωμένοι της Καισαριανής


Άγιοι της πατρίδας διακόσιοι σκοτωμένοι

με το εκτελεστικό απόσπασμα στης Καισαριανής το Σκοπευτήριο 
κι εσείς οι πέντε κρεμασμένοι δεν δεχθήκατε να σκεπάσετε τα μάτια σας
εκείνο το πρωί της Πρωτομαγιάς που το αίμα σας έγινε στόλισμα

και άναμμα στη φωτιά της παπαρούνας.

Κάποτε μερικοί από σας θ’ αγκαλιάζατε τα γαλάζια ή τα καστανά  
ή τα μαυρομάτικα τα κορίτσια σας κι άλλοι θα παίζατε με τα παιδιά σας 
μια καθαρή Δευτέρα σηκώνοντας το χαρταετό τους

γεμίζοντας την καρδιά σας από τις παιδικές φωνές 

στα διαλείμματα των σχολείων. 
Άγιοι της πατρίδας της πρωτομαγιάς του 1944 
δεν έχουμε χρεία μηχανημάτων, για να σας εντοπίζουμε, 

γιατί μέσα στο αίμα μας κυκλοφορείτε

των αθλημάτων σας τον αμάραντο στέφανο και την αθλητική σας γύρη  
μοιράζετε σε μας, για να βαστάζουμε στους ώμους μας της ελευθερίας την ευθύνη.
  
……………………………………………………………………………

Ω Διακόσιοι Δίκαιοι του Σκοπευτηρίου της Καισαριανής   
που σας σκότωσαν την ημέρα των λουλουδιών
αφήνετέ μας να ντυνόμαστε σήμερα στην απάνθρωπη την εποχή μας   
την αγάπη μας για τον άνθρωπο, αγαπώντας τους άλλους να ζεσταινόμαστε
κι όχι μισώντας να κρυώνουμε, να κρυώνουμε.
Φτωχά παιδιά κι υπάλληλοι και φοιτητές, αγρότες κι εργάτες   
σας ανακαλύπτουμε σε κάθε μόριο του σώματός μας,
όταν έχουμε την υγεία της ψυχής,
σας ανεβάζουμε στη συνείδησή μας  
όπως ένα υδατοανυψωτικό  μηχάνημα ανεβάζει το νερό από τα βάθη του
και το πηγαίνει με τ’ αρδευτικά τ’ αυλάκια του
να μιλήσει την τονωτική του ομιλία στις ρίζες των φυτών και των δέντρων.  
                                                  ………………………………………………………………………………
        
Δεν είναι αναγκαίο να δείξετε στο Θρόνο του Θεού    
τα σκοτεινά έτη του κελιού σας, ούτε τον πνιγμό της αγχόνης σας, 
ούτε το ματωμένο μολύβι των σφαιρών σας για να σας αναγνωρίσει,
μην του εικονίσετε τις πέτρες του λιθοβολισμού σας      
και την κραυγή των βασανιστηρίων σας,
μα δείξτε την καλωσύνη σας και τη γαλάζια την πατριωτική σας ευθυμία  
δείξτε στο Θεό και στους γαλάζιους τους αγγέλους  
που τον περιτριγυρίζουν με τη ζώνη των ασμάτων τους.
Δείξτε τους τα Δικαιώματα να ζουν οι άνθρωποι Κύριοι στο σπίτι τους     
με ομοφροσύνη και κοινοκτημοσύνη
και θα σας αναγνωρίσει, θα κινηθεί από τη θέση του,
θα σηκωθεί να σας υποδεχθεί και να σας καλωσορίσει…

(Απόσπασμα από το έργο «Οι διακόσιοι σκοτωμένοι της Καισαριανής – Πρώτο Θωρακισμένο Άσμα – Οι Άγιοι της Πατρίδας», πρδκ. «Αιολικά Γράμματα», τεύχος 211, σελ. 1, 6-7)
        

Ρίτας Μπούμη - Παπά

Χίλια σκοτωμένα Κορίτσια


Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
θα πλημμυρίσει η πόλη με βουβά κορίτσια   
ο αέρας με στυφή ευωδιά θανάτου
τα φρούρια θα σηκώσουν άσπρες σημαίες
τα οχήματα θα σταματήσουν – 
αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες.

Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
θα δείτε χίλια κορίτσια με τρυπημένα στήθη
ακάλυπτα, να σας φωνάζουν
«γιατί μας στείλατε έτσι νωρίς να κοιμηθούμε
σε τόσο χιόνι, αχτένιστες, κλαμένες»
αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες.
Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
θα ιδούν κατάπληκτα τα πλήθη
πως φάλαγγα πιο ανάλαφρη δεν πάτησε στη γη
πως λιτανεία πιο ιερή δεν έχει παρελάσει
ανάσταση πιο ένδοξη και ματωμένη –
αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες.

Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες
γαμήλιο άνθος η πανσέληνος θα υψωθεί
να τις στολίσει
μέσα στα κούφια μάτια τους θα κλαίνε ορχήστρες
οι μπούκλες τους, οι επίδεσμοι θα κυματίζουν
ως τότε, πολλοί από τύψεις θα πεθάνουν –
αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες.

Γεννήθηκα κοντά στην Κασταλία
και όπως σας είπα, άλλο νερό δεν ήπια
ως τη στιγμή που με συλλάβατε
με μόνο φταίξιμο τον έρωτά μου
για τον Απόλλωνα και για τη Λευτεριά!

Σεβάσμιε Παρνασσέ, παππούλη μου,
θα ’δες ληστές αμέτρητους πριν γεννηθούμε
θα ’κουσες κλάματα και βόγκους
πιο βροντερά από τους καταρράχτες σου
και σπαραγμούς πιο τρομερούς από τα βάραθρά σου.
       
Γι’ αυτό και σαν με πέρασαν πισθάγκωνα δεμένη
έν’ αυγουστιάτικο πρωί
μέσα απ’ τα μονοπάτια σου με τα πυκνά τα κέδρα
δε βρόντηξαν τα διάσελά σου από θυμό
δεν έβγαλες αστροπελέκι.
 
Αφιερωμένο στις 1352 εκτελεσμένες Ελληνίδες στην Κατοχή (1941-1944) και ξεχωριστά στη 17χρονη μαθήτρια Ηρώ Κωνσταντοπούλου, που την εκτέλεσαν οι Γερμανοί στο Σκοπευτήριο Καισαριανής στις 5 Σεπτεμβρίου 1944, ένα μήνα και λίγες μέρες πριν από την απελευθέρωσή μας.  

 


Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ

Σοφίας Μαυροειδή - Παπαδάκη

Αόρατη Πομπή


Πάνω απ’ τις ατελείωτες αυτές λεγεώνες των ελευτερωμένων
ανθρώπων, που πανηγύριζαν ξέφρενα, είδα μιαν άλλη ανάερη
πομπή, που γιόρταζε στον αιθέρα, πιο ξέφρενα, από κείνους
που πατούσαν τα πόδια τους πάνω στη γη.
Δε θα ξεχάσω ποτέ την αόρατη εκείνη πομπή! Πάνω από τα
κεφάλια μας φτερούγιζαν τραγουδώντας οι νεκροί μας.
Πώς γιόρταζαν τ’ άσαρκα αυτά παιδιά της Ελλάδας!
Γιόρταζαν κι εξηγούσαν το θάμα!   
«Σε ποτίσαμε με το αίμα μας, Λευτεριά!
Σε θρέψαμε με της νιότης μας τον Απρίλη!
Σε στήσαμε πάνω στα σπασμένα μας πόδια,
στ’ αποκεφαλισμένα κορμιά μας.     
Σου χαρίσαμε και τη στερνή μας ανάσα.
Είσαι δικό μας έργο, Λευτεριά!
Είσαι το δώρο που κάνουμε σήμερα στην Ελλάδα!
Κι ακόμη είσαι η δικαίωση της θυσίας μας,
η ανταμοιβή μας, τ’ αθάνατο φωτοστέφανό μας.          
Δεν πεθάναμε, λοιπόν, άδικα, αφού ζούμε σε σένα,
όπως ζουν οι γονιοί στα παιδιά τους.
Γιατί εμείς σε γεννήσαμε, Λευτεριά,
και σε κάναμε δώρο στους άλλους.»      


ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

 

Γιάννη Σκαλόπουλου

Μνημείο Εθνικής Αντίστασης


Έτσι που σε τηράω λεβεντομάνα

με το σπαθί των Μυκηνών στα κρινοδάκτυλα,
προσφέροντας με χάρη
Πατρίδα μου, αγάλλεται η ψυχή μου…

Παιδιά σου οι πολεμάρχοι, ας φιλιώσουν
κάτου απ’ το γαλάζιο ανάστημά σου
κι ας θυμηθούμε το κρύο, το χιόνι,
την Κατοχή, την πείνα, το σκοτάδι
του φασισμού κι ας στοχαστούμε
πως πάντα πρέπει ολόρθοι ν’ αγροικούμε
του Μίσους τα σκυλιά και τους προδότες…  

Κάτου, σε τούτο το μνημούρι να σταθούμε
αιώνια Ελλάδα που ξαναγεννιέσαι,
στα περιβόλια της θάλασσας αντάμα
να σεργιανίσουμε σύντροφοι, αδελφωμένοι…
Ν’ αντισταθούμε στου Μίσους τις Σειρήνες
κι ενωμένο τ’ ωραίο νησί της Λέσβου
καταθέτει, σαν μια γροθιά, τα δώρα
ελιά κι αστάχυ και δάφνινο στεφάνι,
τα πλούτια της Καρδιάς και του φωτός της…
Πατρίδα, αρραβωνιαστικιά του Στοχασμού μου…
                                  
(Εμπρ./6-9-1990, Κ. Μίσσιου «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», σ. 258, Μυτιλήνη 1998)


Η ΕΠΕΤΕΙΟΣ

Γιώργου Σαραντάρη

Ακόμα δεν μπόρεσα


Ακόμα δεν μπόρεσα να χύσω ένα δάκρυ  

πάνω στην καταστροφή
δεν κοίταξα ακόμα καλά τους πεθαμένους,
δεν πρόφτασα να δω πως λείπουνε
από τη συντροφιά μου,
πως έχασαν τον αέρα που εγώ αναπνέω
και πως η μουσική των λουλουδιών,
ο βόμβος των ονομάτων που έχουνε τα πράγματα
δεν έρχεται στ’ αυτιά τους.
ακόμα δεν χλιμίντρισαν τα άλογα
που θα με φέρουν πλάι τους.
Να τους μιλήσω,
να κλάψω μαζί τους
και ύστερα να τους σηκώσω όρθιους.
όλοι να σηκωθούμε σαν ένας άνθρωπος
σαν τίποτα να μην έχει γίνει
σαν η μάχη να μην είχε περάσει πάνω από τα κεφάλια μας.

(«Τα ποιήματα») 

Δημήτρη Γιαννουκάκη

Επέτειος της νίκης 


Τώρα, που χρόνια πέρασαν από τη μέρα κείνη,  

τη μέρα τη χαρμόσυνη, που χτύπησαν καμπάνες, 
όποιος κοιτάζει γύρω του και βλέπει τι έχει γίνει, 
τα ορφανεμένα τα παιδιά, τις μαυροφόρες μάνες…

Όποιος κοιτάζει γύρω του, μιας φρίκης οπτασίες, 
που άφησ’ ένας πόλεμος, στα χρόνια τα πικρά, 
τα γκρεμισμένα τα σχολειά, πεσμένες εκκλησίες 
και τάφους που σκεπάζουνε τα νιάτα τα νεκρά….

Ενώ θα βλέπει τραγική την τόση αδικία, 
που πλήγωσε θανάσιμα του κόσμου την ειρήνη, 
κι όταν πεισθεί πως πέρασε σα θύελλα η κακία 
και σάρωσε την όμορφη και θεία καλοσύνη,

θα σιγολέει – και μέσα του θα πλημμυρίζει ο πόνος 
μπρος στην εικόνα τη φρικτή τέτοιου κατακλυσμού:
– Επέρασαν οι βάρβαροι του Εικοστού Αιώνος 
και ήπιαν αίμα στην υγειά του νέου Πολιτισμού!!… 


Αριστοτέλη Νικολαΐδη

Μνήμες 1940-41 


Ήταν η μούρη τους γαμψή, το μάτι τους πηγάδι
λόξυγγας, κούφια στόματα, οι οστρακοδαίμονες
οι ορνιθολάτες, οι σιδεροκάνθαροι
παιδιά της λύκαινας, μαθές, με τα τετράδυμα βυζιά.

Χειμώνας πιο μεγάλος απ’ το χιόνι.
Στα σύνορα της Ιστορίας πολεμούσαν
οι ξεχωριστοί. νύχτα και γλυκοχάραζε
με νέα φαντάσματα ξεχύνονταν από τα πέρατα
με τα γεωμετρικά τους ράμφη κατεβαίνοντας
χαμένοι από την ίδια τους κοψιά, μυριάδες,
ο κόσμος, φαίνεται, ξεχνά παρόμοια τέρατα,
τέτοιους αφορισμένους ίσκιους: τώρα
στα ημίκλειστα μουσεία βλέπεις τους χιτώνες
ή τα κράνη τους να τα φορούν ξεμωραμένοι στρατηγοί. 
                                                     
(Συγκεντρωμένα ποιήματα/1991 και Κώστα Μίσσιου «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», τ. 9ος, Μυτιλήνη 1998, σελ. 593)


Στρατή Γαλάνη

Ελ-Αλαμέιν


Τάφοι απέριττοι, τάφοι απλοί
τάφοι σ’ ατέλειωτες σειρές… Πολλοί!!
Σταυροί σε ήρωες απ’ όλη τη γης,
σε νέους που πέσανε, κάθε φυλής…

Βρετανοί, Αφρικανοί, Αυστραλοί,
Έλληνες, Γάλλοι, Νεοζηλανδοί
στο χώμα, πλάι σε «εχθρούς» Γερμανούς
ποτές να μην κλάψουν πια μάνες τους γιους!!!

Ήρωες, αδέλφια, απ’ την Ελλάδα εμείς
σημάδι αγάπης για σας… Και τιμής!!!
Λίγα λουλούδια στους τάφους σας ρίξαμε
μαζί πολεμήσαμε τότε… μα ζήσαμε!!!

(Περιοδικό «Τα Μανταμαδιώτικα»/35/1986 και Κώστα Μίσσιου «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», τ. 9ος, Μυτιλήνη 1998, σελ. 346)


Ανθούλας Ζόλδερ

Χιροσίμα


Είμαι ο πόνος, η οιμωγή, το δέος!
το καμένο κλωνάρι, οι καψαλισμένοι οριζώνες,
το ασθενικό χρυσάνθεμο κι ο σπασμένος λωτός!
Η έξαλλη Γιαπωνέζα με την άγονη μήτρα
και το δύστυχο βρέφος της εποχής του ολέθρου!
Είμαι ο οίωτος, η Σαχάρα του πολέμου,
ο λίβας και η λάβα της ερήμωσης.
Πάνω απ’ το ύφασμα της συμφοράς μου
ψιθυρίζω βόγγους – πύρινες ανάσες –
που πνίγονται
μέσα στην κόλαση θανατικής κατάρας!
Είμαι η λιπασμένη, από ανθρώπινες υπάρξεις, στάχτη
που η ανάμνησή της θ’ ανασαίνει για πάντα το θυμίαμα
της θυσίας και η κραυγή της θ’ απλώνεται
πάνω από λαούς και γενιές
για να λυγίζουν κάτω απ’ το βάρος της αδικίας,
της αμαρτίας και της ντροπής του πολέμου
μέσα στον θρίαμβο της μετάνοιας.
Είμαι η στάχτη – μέσα στη μοίρα μου –   
που θα ζει αιώνια φλογερή
ο στημένος τύμβος της πυρηνικής κόλασης
που θα υψώνεται πάνω από μίση κι ορόσημα
για να πυρώνει την ανθρώπινη σκέψη προς τη μεταμέλεια
και να την κατευθύνει
προς της Ειρήνης τα υψηλά ιδανικά για έναν κόσμο
αδερφωμένο, γιομάτο στοχασμό και συμπόνια,
λύτρωση κι αγάπη.
Είμαι το μεγάλο «ΚΑΤΗΓΟΡΩ» κι ο σβηστός Ήλιος
της χώρας του ανατέλλοντος ήλιου!
Είμαι μια και μόνη
Η ΧΙΡΟΣΙΜΑ…

(«Ηχώ των δρόμων»/35/1986 και Κώστα Μίσσιου «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», τ. 9ος, Μυτιλήνη 1998, σελ. 352)


Γιώργου Γιαννουλέλλη

Κατοχή 


Χα-χα-χα. Γελά σαρκαστικά
στα μούτρα των ρομαντικών ανθρώπων
η πραγματικότης.
Πού ’ναι οι σπόροι που σπείρατε;
Πού ’ναι οι καρποί που θερίσατε;
Εντύσατε τον άνθρωπο
με μιαν άσπρη φορεσιά
παίρνοντας για στημόνι και για υφάδι
τον ουρανό με τ’ άστρα.
Μα τώρα που ξέσπασε η θύελλα
κυλούν οι χείμαρροι θολοί
ξεσκίστηκε η ουράνια φορεσιά
και κάτω απ’ τα λευκά κουρέλια
να! τα ματοβαμμένα νύχια
κι οι μαλλιαρές προβιές.
Χα-χα-χα. Γελά η πραγματικότητα
στα ωραία και λυπημένα
πρόσωπα των ρομαντικών ανθρώπων
και τους φορεί γι’ απειροστή φορά
το ακάνθινο στεφάνι.

(«Ανάμεσα στον ουρανό και τη γη»/1950 και Κώστα Μίσσιου «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», τ. 9ος, Μυτιλήνη 1998, σελ. 476)


Αριστοτέλη Νικολαΐδη

Κατοχή 

  
Το κρύο εκείνο πέρασε κι απ’ τους εκτελεσμένους
έμειναν μόνο οι αριθμοί.
Ψείρες, νεκροτομείο, τοίχος-άλτ!
σ’ έπιασαν, κάποιος άλλος θα ξεφύγει
μα κανείς δεν θα ξεφύγει απ’ τον εαυτό του: Κατοχή.

(Συγκεντρωμένα ποιήματα/1991 και Κώστα Μίσσιου «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», τ. 9ος, Μυτιλήνη 1998, σελ. 593)

                                            

Με σεβασμό και ευγνωμοσύνη στους Έλληνες του Σαράντα. Και την ευχή ν' αντλήσουμε από τον Αγώνα τους κουράγιο, για να βροντοφωνάξουμε και τα δικά μας ΟΧΙ...