Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013

ΚΛΗΔΟΝΑΣ - ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ

ΓΙΟΡΤΗ ΑЇ-ΓΙΑΝΝΗ ΤΟΥ «Λ’ΤΡΟΥΠΙΟΥ»
                                                                         
     Στις 24 του Ιούνη, γίνεται στη Μελίντα το πανηγύρι του Αϊ-Γιάννη του «Λ’τρουπιού (<Ηλιοτροπίου), που ονομάζεται έτσι γιατί τότε έχουμε τις θερινές τροπές του ηλίου (θερινό ηλιοστάσιο, ηλιοτρόπιον), που αρχίζει να μικραίνει η μέρα. Κατά την παράδοση (Ευαγγελιστής Λουκάς, κεφ. 1, 8-20 και 65), ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, γιος του Ζαχαρία και της Ελισάβετ, ήταν έξι μήνες μεγαλύτερος από τον Ιησού κι αφού η γέννηση του Χριστού εορτάζεται 25 Δεκεμβρίου, στις χειμερινές τροπές του ηλίου, το γενέθλιο του Αϊ-Γιάννη του Πρόδρομου εορτάζεται έξι μήνες πριν, στις θερινές τροπές του ήλιου.
     Το εκκλησάκι του Αϊ-Γιάννη βρίσκεται πάνω από το εκκλησάκι του Αγίου Βλάσση, στο δρόμο Μελίντας - Παλαιοχωρίου. Μετά τη λειτουργία, κατεβαίνουν στη θάλασσα, κάθονται στην αμμουδιά ή γλεντούν στα καφενεδάκια. Τη μέρα αυτή παλιά άρχιζαν τα μπάνια. Πίστευαν μάλιστα ότι, αν δεν πνιγεί κάποιος σ’ όλο τον κόσμο εκείνη τη μέρα, δεν θα βραδιάσει ― ίσως για λόγους προφύλαξης (Γ. Μαυραγάνη «Παλαιοχώρι Πλωμαρίου Λέσβου», σελ. 238 και Μ. Βουνάτσου, πρδκ. «Τα Παλιοχωριανά», τεύχος 10ο, σελ. 152).
     Μικροί και μεγάλοι τυλίγουν τη μέση τους με κλωνάρια λυγαριάς (<μεσν. λυγαρέα <αρχ. λύγος) και φορούν στο κεφάλι τους στεφάνια από λυγαριά, για «σ’ντερουσύν’» (σιδεροσύνη), για να είναι δηλαδή γεροί σαν σίδερο κι ευλύγιστοι σαν το κλωνάρι της λυγαριάς. Μετά τα ρίχνουν στη θάλασσα, για να πάρει η θάλασσα τους πόνους και τις αρρώστιες τους, κυρίως πόνους μέσης, πονοκεφάλους, πυρετούς, ελονοσία και άλλες. Παρετυμολογικά, ο Αϊ-Γιάννης ο Λ'τρουπιός ή Λιοτρόπης ή Κλήδονας ή Λαμπαδιάρης ή Ριγανάς ή Ριζικάρης είναι θεραπευτής άγιος: Γιάννης → ’γιαίνω < υγιαίνω < θεραπεύω - θεραπεύομαι. Γι’ αυτό μάζευαν τη μέρα εκείνη θεραπευτικά βότανα και ρίγανη και τα «άστριζαν», τα άφηναν αποβραδίς σε στέγες και πεζούλια ερημοκκλησιών, για να ευλογηθούν από τον Άγιο αυτή την ηλιοτροπική νύχτα.
     Την παραμονή 23 Ιούνη, οι νοικοκυρές στο Παλαιοχώρι βγάζουν στα μπαλκόνια τα μάλλινα και βαμβακερά καλά τους ρούχα, για να τα αερίσουν, να τα δει το άστρο και στη συνέχεια να τα φυλάξουν ξανά στα σεντούκια με λεβάντα, φυτικό αντισκωρικό, για να μην κάνουν κιτρινίλες, «για να μην τα κατουρήσ’ η Λ’τρουπιός», όπως λένε. Δημιουργείται έτσι μια πολύχρωμη γιορτινή εικόνα και πολλοί γυρίζουν, για να δουν ποιο σπίτι έχει τα πιο όμορφα και τα πιο πολλά (Μ. Βουνάτσου, πρδκ. «Τα Παλιοχωριανά», τεύχος 10ο, σελ. 152, Γ. Μαυραγάνης-σελ. 236, Π. Νικήτα «Το Λεσβιακό Μηνολόγιο», σελ. 188, 220 κ.ά.).
     Όμως τα κυριότερα χαρακτηριστικά της γιορτής του Αϊ-Γιάννη είναι το άναμμα και το πήδημα της φωτιάς, το άνοιγμα του κλήδονα και το ξόρκισμα των παρασίτων και εντόμων, έθιμα με πανάρχαιο θρησκευτικό αλλά και πρακτικό χαρακτήρα. Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι, μέχρι πρόσφατα, τελούνταν και σε μεγάλες αστικές περιοχές, εκτός από τα χωριά όλης της Ελλάδας. 

ΤΑ ΚΑΨΑΛΑ
  
     Έθιμο ηλιολατρικό, καθαρτήριες και διαβατήριες οι φωτιές, πυρολατρικά ενισχυτικές του ηλιακού φωτός, που στις τροπές του ήλιου ταλαντεύεται ανησυχητικά, γυρίζει. Μάλιστα, ο λαός πιστεύει πως, αν βάλει μπροστά στα μάτια του ένα σκούρο πανί και κοιτάξει τον ήλιο εκείνη τη μέρα, μπορεί να δει τις αδυναμίες του. Όπως αναφέρει ο Δημήτρης Λουκάτος στη σελ. 46 του βιβλίου του «Τα καλοκαιρινά», στη Χίο τα παιδιά πήγαιναν στ’ αλώνια κι έκαναν κουτρουβάλες, για να δυναμώσουν τον ήλιο, ενώ οι Πόντιοι ξενυχτούσαν χορεύοντας, για να δουν το ξημέρωμα τον ήλιο που «γύριζε». Κι όταν τον αντίκριζαν τα παιδιά, του έριχναν πετρίτσες, λέγοντας: 
     «Τράπου, τράπου, ήλιε, 
       που (όπως) γυρίζουν τα λαλάτσα (τα λιθάρια)»
     Στο Μανταμάδο και σ’ άλλα χωριά της Λέσβου βλέπουν το πρωί τι στροφή θα πάρει ο ήλιος (Π. Νικήτα «Το Λεσβιακό Μηνολόγιο», σελ. 108).
     Οι φωτιές του Αϊ-Γιάννη έχουν «διαβατήριο» χαρακτήρα, γιατί, καθώς πηδάμε τη φωτιά, περνάμε από τη μια ηλιακή περίοδο στην άλλη. Κάθε σάπιο και παλιό και άχρηστο, που μπορεί να κρύβει φίδια ή βλαβερά έντομα, καίγεται από την καθαρτήρια δύναμη της φωτιάς (Λουκάτος, σελ. 45). Γι’ αυτό ο Άγιος λέγεται και Λαμπαδιάρης, Λαμπαδιστής, Λαμπροφόρος (Στρατή Μολίνου «Λαογραφικό Πολύπτυχο», 72-73).
     Όταν βραδιάσει, ανάβουν φωτιές στις πλατείες και στα τρίστρατα, όπου καίνε και τα μαγιάτικα στεφάνια, τους κόκκινους Μάρτηδες που έβαλαν στο χέρι την 1η του Μάρτη, σταυρολούλουδα, απομυρίσματα κι άλλα αγιοτικά (Δ. Λουκάτος-σελ. 44-45, Γ. Μαυραγάνης-σελ. 236, Ξ. Μαυραγάνης-σελ. 40, Μ. Βουνάτσου-σελ. 153, Π. Νικήτας-σελ. 223, Μέγας Καζαμίας «Υδρόγειος» 2011-σελ. 45 κ.ά.). Αρχίζουν να πηδούν τρεις φορές σταυρωτά, συνήθως κρατώντας μια πέτρα ή κάτι σιδερένιο στο κεφάλι τους και λέγοντας: «σίδηρου πάνου, σίδηρου κάτου, σίδηρου τσι καταμισή» ή «πέτρα του κεφάλι σου, σίδηρου η μέση σου», «άλισου, μάλισου, πέτρα του κιφάλι σου», «πέτρα του κιφάλι σου, σίδηρου τ’ αυτί σου, να σπάσει η κεφαλή σου». Ο Ξενοφών Ε. Μαυραγάνης, στο διήγημα «Τ’ Λ’τρουπιού» από το βιβλίο του «Ο θείος μου ο Άγιος», αναφέρει πως «προτιμούσαν πέτρα της θάλασσας μαλλιαρή, που πάνω της είχαν φυτρώσει θαλάσσια χόρτα, για να τραβήξει τα "κακά" και να γυρίσει, απορριπτόμενη από το χρήστη, στο βυθό που θα την πλύνει και θα την εξαγνίσει».
     Αλλά η πιο χαρακτηριστική φράση-ξόρκι είναι η φράση «άγ’στρου μπουγιάγ’στρου», που ακούγεται στο σατιρικό «άγ’στρου μπουγιάγ’στρου, του γρούν’ μας είν’ ατάιγ’στου». Στην Αγιάσο ο εξορκισμός αυτός είναι «άγιστρου - παράγιστρου» και στην Καλλονή «Άγισου, μπάλισου» (Π. Νικήτα «Λεσβιακό Μηνολόγιο», σελ. 183 και 223):
Αγιάσος:
     «Άγιστρου, παράγιστρου
      τσι πέτρα στου τσιφάλι σου,
      σίδηρου στη μέση σου
      τσι σκατά στου φέσι σου.»
Καλλονή:
    «Άγισου, μπάλισου,
      πέτρα στου τσιφάλι σου.
      Άγι μου Γιάννη,
      κι όπου πουνώ να γιάνει.»
     Ο Γιάννης Κοντέλλης («Το Ακράσι Λέσβου», σελ. 133) αναφέρει ότι στο Ακράσι άναβαν φωτιές σε πολλά σημεία του χωριού και τις πηδούσαν κρατώντας μια πέτρα στο κεφάλι κι απαγγέλλοντας τους εξής στίχους:
Ακράσι:
    «Άστρου μπουγιάστρου
     του γρούν’ μας είνι άσπρου.»
     Κατά το Γιώργο Γιαννουλέλλη («Πλωμάρι Λέσβου- Οι τοπωνυμίες – Η καταγωγή των Πλωμαριτών», σελ. 167-168), η λέξη «άγ’στρου» είναι άγιστρον < άγιστον < άγος = μίασμα, μόλυσμα. Η λέξη «μπουγιάγ’στρου» είναι πιθανόν αλλοίωση της φράσης «εμπυριάζεις το» > μπυριάγ’ς του > μπουργιάγ’ς του > μπουργιάγ’στου > μπουγιάγ’στρου. Το αρχαίο ρήμα «εμπυριάζω» (ἐν+πῦρ+παραγωγική κατάληξη -ιάζω) έχει τις σημασίες ρίχνω κάτι στη φωτιά, εξαγνίζω καίγοντας κάτι στη φωτιά ή περνώντας το πάνω από φωτιά. Όλη η φράση σημαίνει: «Πάρε το μολυσμένο, το άρρωστο, το αμαρτωλό και κάψε το και εξάγνισέ το, κάνε το γερό».
     Με το Γ. Γιαννουλέλλη συμφωνούν και οι Δημήτρης και Γιάννης Παπάνης, οι οποίοι γράφουν σχετικά στη σελ. 111 του Δ΄ τόμου του βιβλίου τους «Παροιμίες και παροιμιακές φράσεις που λέγονται στην Αγιάσο»: «Το βράδυ της παραμονής τ’ Αγιού Γιαννιού τ’ ’λιουτροπιού ανάβουν φωτιές στις γειτονιές όλων των χωριών σχεδόν της Λέσβου, που τις λέν’ "κάψαλα". Κρατούν μια πέτρα στο κεφάλι και, αφού πηδήσουν τρεις φορές πάνω από τη φωτιά λέγοντας το παραπάνω ξόρκι, σύγκαιρα πετάν την πέτρα όσο μπορεί ο καθένας πιο μακριά. Ο νικητής του πετάγματος της πέτρας παίρνει ένα χρηματικό ποσό που έχουμε ορίσει. Η πέτρα συμβολίζει το κάθε κακό που μπορεί να μας βρει, γι’ αυτό και την πετάμε όσο μπορούμε πιο μακριά, για να φύγει μακριά μας το κακό (διήγηση Στράτου Γουγουτά). Με το σίδερο, που συμβολίζει τη δύναμη, ευχόμαστε, παρακαλάμε τη φωτιά να μας έχει γερούς σαν το σίδερο…». Και στο Παλαιοχώρι, όποιος/όποια καταφέρει να πηδήσει πιο ψηλά, όταν οι φλόγες της φωτιάς "ξελοχούν", απολαμβάνει το θαυμασμό των άλλων κι ακούγεται στο χωριό. 
     Ο Παναγιώτης Νικήτας στο «Λεσβιακό Μηνολόγιο» γράφει σχετικά: «… το ’χουν σε καλό να πηδήξουν τα κάψαλα… γιατί έτσι φεύγουν όλες οι κακομοιριές και οι αρρώστιες… Άλλοι ανάβουν τα κάψαλα στις αυλές τους, κάτω από τα δέντρα τους, για να φύγουν τα κακά κι οι αρρώστιες από τα δέντρα. Άλλοι, πηδώντας τη φωτιά, ζητούν και κάποια χάρη από τον Άγιο Γιάννη… Στα Μιστεγνά, στην Αγιάσο και σε άλλα χωριά καίνε τα ξερά κλαδιά και φύλλα συκαμιάς από τους μεταξοσκώληκες που εκτρέφουν, που γίνονται πια κουκούλια… Πηδούν τα κάψαλα και λένε "τσι τ’ χρόν’ καλύτιρα"» (σελ. 108, 183, 223).
     Το έθιμο της φωτιάς, η οποία πάντα ήταν κύριο λατρευτικό στοιχείο, είναι πανάρχαιο πυρολατρικό. Με τα πηδήματα πάνω από τις φωτιές, ο άνθρωπος εκστασιάζεται και με τη μαγεία προσπαθεί να εξευμενίσει το θείο και να ξεκλέψει ευνοϊκά σημάδια για τα μελλούμενα. Ο Φαίδων Κουκουλές («Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός», τόμος Α ΙΙ, σελ. 271-274) αναφέρει ότι το έθιμο ήταν γνωστό από τα βυζαντινά χρόνια από τον Ε΄ μ.Χ. αι. και ότι τον Ζ΄ αι. απαγορεύτηκαν από την Εκκλησία ως ειδωλολατρικά με τον 65ο κανόνα της εν Τρούλλω Συνόδου (681 μ.Χ.). Αναφορές στο έθιμο κάνουν πολλοί βυζαντινοί και νεότεροι συγγραφείς και ερευνητές: Κύρου Θεοδώρητος, Θεόδωρος Βαλσαμών, Μιχαήλ Ψελλός, Ιωσήφ Βρυέννιος, Μιχαήλ Γλυκάς, Νομοκάνονες, Ματθαίος Βλαστάρης, Φαίδων Κουκουλές, Νικόλαος Πολίτης πολλοί άλλοι.
     Ο νεότερος ερευνητής Drexl είπε ότι «ανάπτονται οι πυρές, διότι είναι παλιά η δοξασία ότι διά του πυρός ενισχύεται η υγεία». Ένα λαϊκό δίστιχο λέει (Μολίνος, σελ. 80):
    «Να πηδήσω στη φωτιά,
     μη με πιάσει αρρωστιά.»
     Πιο σωστή είναι η ερμηνεία του Burnouf, ο οποίος υποστηρίζει ότι «το έθιμο είναι υπόλειμμα της εορτής των ηλιοστασίων» (Φ. Κουκουλές, Α΄ ΙΙ, σελ. 273). Χαρακτηριστικό της πίστης πως η φωτιά είναι μέσο εξαγνισμού και του εθίμου της 23ης Ιουνίου είναι ότι συνδυάζεται και με το ξόρκισμα των εντόμων με τον καπνό της φωτιάς. Οι Κύπριοι μάλιστα ρίχνουν στη φωτιά ειδικά καύσιμα, τις «ψυλλίτσες».
     Η γιορτή του Αϊ-Γιάννη είναι ιδιαίτερα αγαπητή από τις γυναίκες, γιατί συνδυάζεται με πολλές μαντευτικές εκδηλώσεις για το φανέρωμα του μελλοντικού γαμπρού, γι’ αυτό και λέγεται «Ριζικάρης». Θα αναφέρουμε μερικές απ’ αυτές:
     • Κλέβουν αλάτι από τρία σπίτια που έχουν άντρα με το ίδιο όνομα ή ζητούν αλάτι από τρεις Μαρίες, ζυμώνουν με αλμυρό νερό μια πίτα, την ψήνουν στη φωτιά στα τρίστρατα και την τρώνε. Κατ' άλλους, βάζουν και ένα κομμάτι κάτω από το προσκέφαλό τους. Όποιον δουν στο όνειρό τους να τους προσφέρει νερό, αυτόν θα παντρευτούν.
     • Μετά το πήδημα της φωτιάς, τα ανύπαντρα κορίτσια παίρνουν στάχτη από τα αποκαΐδια σε ένα σινί ή πιάτο, την αφήνουν όλη νύχτα στα κεραμίδια κάτω από τα άστρα και το πρωί, ανάλογα με τα σημάδια πάνω στη στάχτη, μαντεύουν το όνομα ή το επάγγελμα του άντρα που θα πάρουν. «Κι αφού καταλάγιασαν τα όμορφα τραγούδια, τα γεμάτα έρωτα και πόθο, προσμονή κι ελπίδα για νύφες και νεράιδες, ομορφονιούς και καβαλάρηδες, τα κορίτσια του δρόμου μας μάζεψαν λίγη απ’ τη ζεστή ακόμα στάχτη της φωτιάς στα πιάτα τους, για να τα βάλουν πάνω στα κεραμίδια των σπιτιών τους, να τη δούνε τ’ άστρα της εξαίσιας αυτής νύχτας και να κατεβούνε οι Μοίρες να τη μοιράνουνε, για να πάρει μαντική και τελεσματική δύναμη και να σχηματίσει στην επιφάνειά της όνομα αρσενικό ή να φανερώσει σημάδι από επάγγελμα αντρικό. Να ξέρουν, δηλαδή, τι να περιμένουν στα κρυφά και χνοτιασμένα τους όνειρα ή στα καλέσματα και τα προξενιά που θα έρχονταν…» (Αξιώτη Διαμαντή «Η Άννα του Κλήδονα», σελ. 17. Απόσπασμα από το διήγημα περιλαμβάνεται στα «Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» Β΄ Γυμνασίου).
     • Το βράδυ βάζουν στα άστρα φύλλα συκιάς, που τα ονοματίζουν με τα ονόματα αντρών που έχουν στο νου τους. Το πρόσωπο που το όνομά του έχουν δώσει στο φύλλο που το πρωί θα βρουν να μην έχει μαραθεί θα είναι ο άντρας που θα παντρευτούν.
     • Κάτω από το μαξιλάρι τους βάζουν κουκιά ξεματισμένα και αξεμάτιστα. Το πρωί πιάνουν με κλειστά μάτια ένα, κι αν είναι ξεματισμένο, θα πάρουν πλούσιο άντρα, αν είναι αξεμάτιστο, θα πάρουν φτωχό.

Ο ΚΛΗΔΟΝΑΣ
                                                   
     • Αλλά το πιο χαρακτηριστικό έθιμο είναι το «άνοιγμα του Κλήδονα», που έδωσε το όνομά του και στον Άγιο, ο οποίος λέγεται Κλήδονας και «Λ’τρουπιός» (< ηλίου τροπές), γιατί στις 24 Ιουνίου γίνονται οι θερινές τροπές του ηλίου κι οι μέρες αρχίζουν να μικραίνουν.
     Η λέξη "κλήδονας" ετυμολογείται από τη λ. "κληδών" = οιωνός, μαντευτικό σημείο, προγνωστικός ήχος, μάντεμα από άκουσμα τυχαίων ήχων, «τὸ διά τινων φημῶν ζητεῖν νὰ μάθῃ τις τὰ μέλλοντα», κατά τους αρχαίους και βυζαντινούς Έλληνες (Ανδριώτης, Κουκουλές). Ο Ζωναράς συμπληρώνει τον ορισμό: «τὸ διά τινων σημείων ζητεῖν γνῶναι εἰ μέλλοι τις εὐπραγῆσαι ἢ δυσπραγῆσαι» (Φαίδων Κουκουλές, Α΄ ΙΙ, σελ. 169). Το έθιμο του κλήδονα, γνωστό και στα βυζαντινά χρόνια, αναφέρει πρώτος ο Μιχαήλ Ψελλός και άλλοι βυζαντινοί συγγραφείς, όπως ο Ζωναράς, ο Ιωσήφ Βρυέννιος και ο Θεόδωρος Βαλσαμών, ο οποίος το περιγράφει λεπτομερώς και αναφέρει ότι ζητούσαν χρησμούς για διάφορα θέματα, κυρίως αν θα ευτυχήσουν ή θα δυστυχήσουν, ότι στόλιζαν με πολυτελή πέπλα το σπίτι όπου ανοιγόταν ο κλήδονας (πρβλ. "ανοίξετε τον κλήδονα και στρώσετε βελούδα"), ότι χόρευαν και γλεντούσαν το βράδυ της παραμονής και την ημέρα της γιορτής του Αϊ-Γιάννη. Η ονομασία «χορός του Κλήδονα» στη Χίο επιβεβαιώνει την πληροφορία ότι χόρευαν (Φ. Κουκουλέ «Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός», τόμος Α΄ ΙΙ, σελ. 170-172).
     Ο λαός γράφει τη λέξη "κλείδωνας" με -ει- και -ω- και την ετυμολογεί από τη λέξη "κλειδί", γιατί κλειδώθηκε το στόμα του Ζαχαρία, πατέρα του Ιωάννη Πρόδρομου, μέχρι να γεννηθεί, επειδή δεν πίστευε ότι θα κάνει παιδί με τη χάρη του θεού τόσο γέρος ή γιατί ρίχνουν μέσα στο «αμίλητο νερό» ένα κλειδί και το «κλειδώνουν».
     Το βράδυ της παραμονής, λοιπόν, μία κοπέλα, που σε μερικά μέρη πρέπει να λέγεται Μαρία, πηγαίνει στη βρύση της γειτονιάς και γεμίζει ένα κανάτι με «αμίλητο νερό», που λέγεται έτσι γιατί δεν μιλά καθόλου όση ώρα κάνει να πάει και να γυρίσει από τη βρύση, για να μη χάσει το νερό τις μαγικές και καθαρτήριες ιδιότητές του, που θα ενισχυθούν με το "ξάστρισμά" του τη νύχτα.  Σε κάποια νησιά παίρνουν από τη θάλασσα «αμίλητο θαλασσινό νερό από σαράντα κύματα». Κατ’ άλλους, παίρνουν «αμίλητο νερό» από τρεις βρύσες του χωριού ή σπιτιών όπου κατοικούσαν μονοστέφανες (Διαμαντή Αξιώτη «Ξόβεργα με μέλι», διήγημα «Η Άννα του Κλήδονα», σελ. 15-20). Έπειτα κάθε μια ρίχνει στο κανάτι ένα δικό της μικροαντικείμενο, δαχτυλήθρα ή τσιμπιδάκι ή σκουλαρίκι ή νόμισμα ή κουμπί ή δαχτυλίδι ή ψήφα ή άλλο «σημάδι», τα λεγόμενα «ριζικάρια» (από τη λ. ριζικό = τύχη, μοίρα). Στο τέλος ρίχνουν ένα κλειδί, για να «κλειδώσουν» το κανάτι, το σκεπάζουν με ένα άσπρο πανί, το βάζουν στην αστρατσιά ενός σπιτιού και το αφήνουν όλη τη νύχτα στα άστρα, να «ξαστριστεί».
                            
        «Κλειδώνουμε τον Κλήδονα στ’ Αγιού Γιαννιού τη χάρη
         κι όποια ’ναι καλορίζικη, πρωί θα ξενεφάνει.» (θα φανερωθεί)
       
     Τα χαράματα, πριν ανατείλει ο ήλιος, θα το πάρουν μέσα στο σπίτι, ώστε να διατηρήσει τη μαγική επήρεια των άστρων. Το απόγευμα της 24ης Ιουνίου μαζεύονται γυναίκες και άντρες της στις γειτονιές κι «ανοίγουν τον Κλήδονα» με το χαρακτηριστικό δίστιχο:
                      
        «Ανοίξετε τον Κλήδονα με τ’ Αϊ-Γιαννιού τη χάρη,
          όποια θα είναι τυχερή, φέτος θα τον επάρει.»
                                         
     Μία πρωτότοκη και αμφιθαλής (που ζουν κι οι δύο γονείς της) κοπέλα ή ένα κορίτσι που το ντύνουν νυφούλα (στην Αδριανούπολη λεγόταν «καληνίτσα» = καλή νυφίτσα-Κουκουλές, σελ. 170, Π. Νικήτας, σελ. 200, 268 κ.ά.) ή μια γυναίκα σκεπασμένη με ένα χράμι (Π. Νικήτας, σελ. 184) ή ένα παιδί σκεπασμένο με ένα κόκκινο πανί (Π. Νικήτας-σελ. 220, Χατζόγλου-Μπλάνη Πόπη-σελ. 115-116) ή μία αμφιθαλής Μαρία πιάνει από το κανάτι και κρατά χωρίς να τα δείχνει ένα-ένα τα μικροαντικείμενα, καθώς λένε εναλλάξ ένα επαινετικό δίστιχο κι ένα πιπεράτο σατιρικό τραγούδι, συχνά τολμηρά αθυρόστομο. Μετά την απαγγελία του δίστιχου, βγάζει το χέρι από το κανάτι και δείχνει το αντικείμενο, που αναγνωρίζεται από τον/την κάτοχό του, η οποία κρίνει το τυχερό της από το δίστιχο. Έτσι ο ζωτικός κοινωνικός χώρος της γειτονιάς μετατρέπεται αυτή τη μαγική βραδιά σε «λαϊκό μαντείο», που δίνει ερωτικούς χρησμούς.
     Τα σχόλια, τα γέλια και τα αστεία πειράγματα, χωρίς παρεξήγηση, τραντάζουν τις γειτονιές και θυμίζουν οργιαστικές διονυσιακές τελετές, καθώς δεν λείπουν τα δίστιχα με σεξουαλικά υπονοούμενα ή και αθυρόστομες βωμολοχίες, τα «άχρεια λόγια» (Π. Νικήτας, σελ. 230, 235) κατά τα κοινώς λεγόμενα. Γι’ αυτό σήμερα είναι παροιμιώδεις οι φράσεις «αυτά να τα πεις στουν Κλήδουνα» ή «αυτά τ’ ακούγ’ ιγώ στουν Κλήδουνα» για λόγια χωρίς σοβαρή σημασία. Ποτέ όμως δεν ξεφεύγουν από τα όρια της ευπρέπειας, ίσως γιατί τα δρώμενα αυτά έχουν βαθιές ρίζες μέσα στο χρόνο και είναι πολυσήμαντα για την ανθρώπινη ζωή. 
                                                                                       
     Άσπρη ’σαι σαν το γιασεμί και σαν το σιμιγδάλι
     κι όταν περνάς στη γειτονιά, όλους τους πιάνει ζάλη.
                                                        
     Άσπρη ’σαι σαν το τζάκι μας και σαν το μαγεριό μας,
     είσ’ όμορφη και νόστιμη, ωσάν το γάιδαρό μας.
                                                                                           
     Βασίλισσά ’σαι, μάτια μου, έχεις και την κορώνα,
     έχεις και την Παράδεισου στα χείλη και στο στόμα.
                                                   
     Έχεις τα μάτια του λαγού, τα φρύδια της καμήλας,
     έχεις και το καστάγονο της μυξοπροβατίνας.
                           
     (περισσότερα στιχάκια του Κλήδονα θα βρείτε πιο κάτω)
                
     Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των δίστιχων του Κλήδονα είναι πως συχνά δεν ξεχωρίζεις από την αρχή αν είναι επαινετικά ή σατιρικά και, ως εκ τούτου, περιέχουν το στοιχείο του ξαφνιάσματος. Επαινετικές φράσεις, όπως "άσπρη είσαι", "είσαι όμορφη", αποκτούν έντονα σατιρικό νόημα πλάι σε μια παρομοίωση με κάτι άσχημο ή μια αρνητική φράση. Πολλές οι παρομοιώσεις με ζώα κυρίως, συχνά τα προσδιοριστικά σύνθετα επίθετα, για να τονιστούν οι χάρες ή τα ελαττώματα των προσώπων, που ένα-ένα «κρίνονται» από τους έμμετρους ερωτικούς χρησμούς του «λαϊκού μαντείου» του Κλήδονα. Έτσι, το περιεχόμενό τους λειτουργεί σαν προμάντευμα, καθώς μπορεί να επηρεάσει θετικά ή αρνητικά το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται ή και τον κοινωνικό περίγυρο. Δεν είναι τυχαίο πως πολλά απ’ αυτά αναφέρονται στο γάμο, που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εξωτερική εμφάνιση. Η εξωτερική ομορφιά είναι και σήμερα διαβατήριο, ενώ η ασχήμια οδηγεί συχνά στο περιθώριο. Παρά την εύθυμη ατμόσφαιρα, οι ανύπαντρες κοπέλες ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητες σε ζητήματα σχετικά με τον έρωτα και το γάμο. Κολακεύονταν από ένα επαινετικό τραγούδι ή, αντίθετα, επηρεάζονταν αρνητικά από ένα πειραχτικό δίστιχο, κυρίως αν από σύμπτωση είχαν κάποιο ελάττωμα από όσα τις διακωμωδούσαν. Η φτώχεια γεννά την ανασφάλεια, η ανασφάλεια φέρνει αγωνία, η αγωνία προκαλεί φόβο. Γι’ αυτό προσπαθούσαν με πολλούς τρόπους να μάθουν ποιο ήταν το τυχερό τους. Ας δούμε παρακάτω μερικούς ακόμα:
     • Μετά το άνοιγμα του Κλήδονα, οι κοπέλες βάζουν «αμίλητο νερό» από το κανάτι μέσα στο στόμα τους και πάνε σε ένα τρίστρατο. Όποιο όνομα αντρικό ακούσουν, αυτό το όνομα θα έχει ο άντρας που θα παντρευτούν. Η τύχη τους είναι «ανοιχτή» εκείνη τη μαγική βραδιά (Χατζόγλου-Μπλάνη Πόπη-σελ. 116).
     • Άλλες βάζουν το «αμίλητο νερό» σε ποτήρι, ρίχνουν μέσα λιωμένο μολύβι ή ασπράδι αυγού και, ανάλογα με το σχήμα που θα πάρει, θα φανεί το επάγγελμα του μελλοντικού γαμπρού, π.χ. βαπόρι – ναυτικός, τσαπί – γεωργός, πένα – γραμματικός (μολυβδομαντεία) (Γ. Μαυραγάνης-σελ. 238, Μ. Βουνάτσου-σελ. 153 κ.ά.).
     • Ρίχνουν, επίσης, ένα δαχτυλίδι μέσα σ’ ένα ποτήρι που γύρω-γύρω έχει ένα χαρτί με τα γράμματα της αλφαβήτας. Το γράμμα που θα χτυπήσει κάθε φορά το δαχτυλίδι θα είναι το αρχικό γράμμα του ονόματος του άντρα καθεμιάς από τις κοπέλες της παντρειάς (Μ. Βουνάτσου-σελ. 153).
     Όποιος διαβάσει το θαυμάσιο βιβλίο «Το Λεσβιακό Μηνολόγιο» του Παναγιώτη Νικήτα (1889-1965), που έχει επανεκδοθεί το 2001 στη Μυτιλήνη και περιλαμβάνεται στο Α΄ τεύχος του Α΄ τόμου του Δελτίου της Εταιρείας Λεσβιακών Μελετών, θα κάνει ένα ευχάριστο ταξίδι στη Λέσβο. Εμείς, ξεφυλλίζοντάς το, θα καταγράψουμε εδώ όσα έθιμα δεν αναφέρουν ή τα αναφέρουν παραλλαγμένα οι άλλες βιβλιογραφικές πηγές που παραθέτουμε στο τέλος:
     • Τη μέρα τ’ Αγιού Γιαννιού, οι γυναίκες σηκώνονται πολύ πρωί, πριν βγει ο ήλιος, παίρνουν από τη βρύση «τ’ ανήλιαστου νιρό», για να λουστούν μ’ αυτό και να ραντίσουν όλα τα ρούχα του σπιτιού (σελ. 107).
     • Όταν βγει ο ήλιος, στέκονται και βλέπουν τον ίσκιο τους. Αν ο ίσκιος τους φαίνεται καθαρά, θα είναι γερές/γεροί όλο το χρόνο, αν δεν φαίνεται το κεφάλι, τότε θα πεθάνουν μέσα στο χρόνο. Αν ο ίσκιος δείξει δυο κεφάλια, η ανύπαντρη θα παντρευτεί και η παντρεμένη θα κάνει παιδί (σελ. 108, 262). Αν ο ίσκιος έχει μεγάλο κεφάλι, θα ζήσουν, άμα δείχνει μικρό το κεφάλι, θα πεθάνουν. Ιδιαίτερα ευαίσθητοι είναι οι γέροι, που από τον ίσκιο τους προσπαθούν να μαντέψουν αν θα βγάλουν το χρόνο ή θα πεθάνουν (183-184, 188, 214, 228, 250-251).
     • Τη μέρα της γιορτής του Αϊ-Γιάννη του Λ’τρουπιού δεν πρέπει να κάνουν δουλειές, αλλιώς τίποτα δεν θα πάει καλά. Αν φυτέψεις δέντρο, δεν θα πιάσει (σελ. 108).
     • Στο Μανταμάδο και σε άλλα χωριά της Λέσβου, τ’ Αγιού Γιαννιού κρεμάζουν έξω από την πόρτα ένα δεμάτι από αλυγαριά, φλισκούνι, αγκαθούρα και λάπατο. Οι κοπέλες ζώνουν τη μέση τους με λυγαριά, για να μην πονεί από τις δουλειές (σελ. 108, 118, 262 κ.α.).
     • Πριν ανατείλει ο ήλιος, θα βγάλουν τα ρούχα από τα μπαούλα κι, αφού τα ραντίσουν με το «αμίλ’χτου νιρό», θα τα ξαναβάλουν μέσα (σελ. 108). 
     • Το κανάτι με το «αμίλητο νερό» το παίρνουν από τρεις βρύσες δυο παιδιά, αγόρια ή κορίτσια, το σκεπάζουν με κόκκινο πανί και το αφήνουν όλη νύχτα στ’ άστρα ή κάτω από τα δέντρα ή ανάμεσα στα λουλούδια ή σε φούρνο, να βλέπει στην Ανατολή (σελ. 109, 195).
     • Κόβουν το βράδυ της παραμονής τόσα συκόφυλλα, όσους αγαπητικούς έχουν. Απάνω σε κάθε συκόφυλλο ρίχνουν λίγο αλάτι ψιλό και μελετούν το πρόσωπο που τους ενδιαφέρει. Το κάθε συκόφυλλο αντιπροσωπεύει κι ένα πρόσωπο. Το πρωί που θα σηκωθούν, θα δούνε ποιο συκόφυλλο είναι πιο δροσερό και πράσινο και θα μάθουν ποιον άντρα θα πάρουν! Αν όμως βρεθεί πιο δροσερό απ’ τα άλλα ένα συκόφυλλο που δεν το έχουν ονοματίσει, τότε ο άντρας που θα πάρουν θα είναι άγνωστο πρόσωπο (σελ. 110).
     • Στην Αγιάσο, άμα τελειώσει ο Κλήδονας, οι κοπελούδες νίβουν τα χέρια τους με «αμίλητο νερό» από τη γραγούδα, για να μην ιδρώνουν όταν κεντούν (σελ. 184).
     • Στη Αγία Παρασκευή Λέσβου, την παραμονή του «Λ’τρουπιού» άνοιγαν τα σεντούκια και τις ντουλάπες, άπλωναν όλα τα ρούχα στα παραθύρια και στο πάτωμα κι έκαναν μες στα σεντούκια και στις ντουλάπες τρεις σταυρούς με «αλισκούν’» (φλισκούνι) (σελ. 195).
     • Στην Ανεμώτια, εκείνη τη μέρα λούζονταν και πλύνονταν με καρυδόφυλλα και φλισκούνι, για να είναι όλο το χρόνο «μυρισμένες» (σελ. 200).
     • Στον Ασώματο, τ’ Αγιού Γιαννιού τ’ Λ’τρουπιού έλεγαν: «Τ’ς Αγιάς Μαρίνας σύκου τσι τ’ Λιτρουπιού σταφύλ’» (σελ. 202).
     • Στη Βρίσα Λέσβου, τ’ Αγιού Γιαννιού τ’ Λ’τρουπιού πήγαιναν οι κοπελούδες στο πηγάδι κι έβλεπαν τον ίσκιο τους. Εκεί μέσα έβλεπαν κι αυτόν που θα έπαιρναν άντρα (σελ. 208). Στο Υψηλομέτωπο και στα Γέλια, πήγαιναν στο πηγάδι, σκεπάζονταν με κόκκινο πανί κι έβλεπαν μέσα το πρόσωπο που θα πάρουν άντρα (σελ. 266).
     • Στη Γέρα, τη μέρα της γιορτής του Αϊ-Γιάννη έβαζαν τον ορνό στις συκιές, για να μη ρίχνουν τα σύκα τους (σελ. 214).
     • Στην Ερεσό, τ’ Αγιού Γιαννιού τ’ Λ’τρουπιού, οι κοπέλες πάνε στη ρεματιά τ’ Χαλάντρα, κόβουν καλαμίθρες κι αργαλιές (λυγαριές) και στολίζουν με στεφάνια το κεφάλι και τη μέση τους, για να είναι γερές όλο το χρόνο. Τα μικρά παιδιά παίρνουν το βράδυ τα στεφάνια και τα βγάζουν έξω, να τα δει το άστρο και τα πλακώνουν με μια πέτρα. Το πρωί τρέχουν να δουν τα δώρα που άφησε τη νύχτα ο Αϊ-Γιάννης κάτω από τα στεφάνια. Έτσι πάντα βρίσκουν τα δώρα των συγγενών. Ανήμερα το πρωί, βράζουν τα χτεσινά στεφάνια και με το νερό αυτό κάνουν το μπάνιο τους οι γυναίκες (σελ. 218).
     • Στην Ερεσό, το πρωί της γιορτής του Αϊ-Γιάννη, σκεπάζουν τα μάτια τους με μια «φ’νίκα» (τουλουπάνι) και βλέπουν τις στροφές του ήλιου (σελ. 218).
     • Στα Πάμφιλα, τα κάψαλα τα λένε «καραμούστα». Άναβαν τρεις φωτιές με τις καλαμιές από τα στάχυα. Την ώρα που πηδούσαν πάνω από τη φωτιά, βαστούσαν μια πέτρα κι έλεγαν: «Σα π’ βαρεί γη πέτρα, να βαρεί τσι η κισέ μας» (το πορτοφόλι μας) (σελ. 235). Στον Πολιχνίτο άναβαν τρεις φωτιές από «μυρουδιόξ’λου» (γλυκάνισο), πηδούσαν και έλεγαν: «Πέτρα στου τσιφάλι μου, σίδηρου η μέση μου» (σελ. 250).
     • Στην Πέτρα και στο Σκουτάρο, πήγαιναν την αυγή, πριν βγει ο ήλιος, και πετούσαν χώμα πάνω στις συκιές κι έλεγαν τα παρακάτω λόγια (σελ. 241):
      «Ως βαστά ο Χριστός τ’ν αλήθεια,
        να βαστά η συκιά τα σύκα.»
     • Στον Πολιχνίτο, την παραμονή της γιορτής του Αϊ-Γιάννη τ’ Λ’τρουπιού οι κοπελούδες έβαζαν στο προσκέφαλό τους τρία κουβάρια κλωστές, ένα κόκκινο, ένα άσπρο κι ένα γιρανιό (γαλάζιο σκούρο). Όταν ξυπνούσαν το πρωί, έβαζαν το χέρι τους κι έπιαναν το ένα. Αν έπιαναν το κόκκινο, θα ήταν μπεκιάρης (άγαμος) το παλικάρι που θα έπαιρναν, αν έπιαναν το άσπρο, θα ήταν ξένος, κι αν έπιαναν το γιρανιό θα ήταν χήρος (σελ. 250).
     • Στον Πολιχνίτο, τα κορίτσια βγαίνουν πρωί-πρωί στο παραθύρι κι όποιον άντρα πρωτοδούν, ο άντρας που θα πάρουν θα έχει το ίδιο όνομα μ’ αυτόν (σελ. 250).
     • Στον Πολιχνίτο, τα κορίτσια πήγαιναν το μεσημέρι στο πηγάδι με έναν καθρέφτη, έσκυβαν από πάνω κι έβλεπαν μέσα στις γυαλάδες το γαμπρό που απάντεχαν (σελ. 250). Σε άλλες πηγές αναφέρεται πως σκεπάζονταν οι ίδιες ή σκέπαζαν το πηγάδι με κόκκινο πανί.
     • Στον Πολιχνίτο, τη μέρα της γιορτής, από την ώρα που ανατέλλει ο ήλιος μέχρι να ανεβεί ένα μπόϊ, βλέπουν τον ήλιο να στριφογυρίζει σαν το ροδάνι (σελ. 250).
     • Στο Σκαλοχώρι, του Λ’τρουπιού βράζουν φλισκούνι, αλυγαριά και καρυδόφυλλα, λούζονται μ’ αυτό το νερό και ρίχνουν και στο σπίτι, για το καλό (σελ. 254).
     • Στο Σκαλοχώρι, τη μέρα εκείνη λαδώνουν με ένα φτερό όρνιθας τους ορνούς, για να ωριμάσουν γρήγορα τα σύκα (σελ. 255).
     • Στα Τελώνια (Άντισσα), την παραμονή του Λ’τρουπιού σκούπιζαν με φροκαλιά από λυγαριά (σελ. 262).
     • Στα Τελώνια (Άντισσα), τα κάψαλα τα έκαναν την παραμονή, άναβαν καλαμιές αράπις, πηδούσανε τις φωτιές και λέγανε τα εξής (σελ. 262):
      «Ω, καλώς τουν Ά’ξτου,
       σύκα τσι καρύδια,
       ω καλά σταφύλια.»
     Ύστερα έδειχταν το σκόρδο στη φωτιά και το έτρωγαν, «για να μην τους πιάνει η θέρμη» (ελώδης πυρετός) (σελ. 262).
     • Στη Φίλια, το πρωί, προτού να βγει ο ήλιος, πήγαιναν στα χωράφια, έκοβαν λυγαριές κι έδεναν τη μέση και το κεφάλι τους, για να μην πονούν. Ύστερα έπαιρναν χώμα, το έριχναν στις συκιές και χάραζαν τις συκιές, για να θρέφουν τις πληγές τους και να μη ρίχνουν τα σύκα. Έλεγαν ταυτόχρονα και τα παρακάτω στιχάκια (σελ. 268):
      «Άγι μ’ Γιάννη Λιτρουπιάνη,
       κι λιτρόπιασι τα σύκα.
       Ως βαστά γη Χ’στός τ’ν αλήθεια,
       να βαστά τσ’ η σ’κιά τα σύκα.»
     • Στη Φίλια, μετά το άνοιγμα του κλήδονα, τα κοπελούδια γεμίζουν το στόμα τους με «κληδονέρι», τρέχουν στους δρόμους κι όποιον πρωτοδούν, αυτού το όνομα θα έχει ο άντρας που θα παντρευτούν (σελ. 269).
     • Στη Μυτιλήνη και στην Κάπη, τ’ Αγιού Γιαννιού τ’ Λ’τρουπιού τη μέρα, που κάνει κύκλους ο ήλιος, οι ξωχάρηδες ρίχνουν χώμα στα δέντρα και λένε:
      «Ήλι μ’, τρύπου,
       Ήλι μ’, φούσκου,
       Ήλι μ’, που τρυπάς τα σύκα,
       σα π’ βαστά η στσύλους τ’ν πίτα,
       να βαστάς τσι συ τα σύκα.»
     Είναι μια έκκληση προς τον Ήλιο, για να προστατέψει από την αρρώστια τον ορνό, να μην πέσει, και να πληθύνει η παραγωγή των σύκων (σελ. 274-275).
     • Στη Μυτιλήνη, για τους Γιάννηδες που γιόρταζαν, τα παιδιά έλεγαν ρυθμικά το εξής πειραχτικό τραγουδάκι (σελ. 275):
      «Γιάνν’, Γιάνν’, τσιρλουγιάνν’,
        τ’ άντιρά σου μες στου τηγάν’,
        δό’ μας κουμματέλ’ πανέλ’,
        να σφουτζίσου του τ’γανέλ’.»
    • Στη Μυτιλήνη, λέγεται η εξής παροιμία για εκείνους που δίνουν αφορμή να δημιουργηθεί μεγάλο κακό: «Ιξ ιτίας αμ’ του Γιάνν’, σ’χάθ’κα τσι τουν άγιου Γιάνν’» (σελ. 275).
     Όλα αυτά τα έθιμα, που έχουν πανελλαδικό χαρακτήρα τα περισσότερα, εκτός του ότι είναι λατρευτικά κατάλοιπα από πρωτόγονες αλλά και ιστορικές εποχές, δείχνουν την προσπάθεια του ανθρώπου να διεισδύσει στο άγνωστο Μέλλον. Δείχνουν ακόμα την ανάγκη για ψυχική εκτόνωση και διασκέδαση. Γι’ αυτό και επέζησαν μέχρι σήμερα.

ΣΑΤΙΡΙΚΑ ΚΑΙ ΕΠΑΙΝΕΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΚΛΗΔΟΝΑ
    24 Ιουνίου, η μέρα που γελούμε κι όταν μας βρίζουν!
    
     Ανοίξετε τον κλήδονα στ’ Αγιού Γιαννιού τη χάρη
     όποια θα είναι η τυχερή φέτος θα τον επάρει.
                         
     Ανοίξετε τον κλήδονα και στρώσετε χαράρια,
     τι θα περάσει ο βασιλιάς με τα στραβά ποδάρια.
                             
     Έφτασε η ώρα κι η στιγμή κι ο κλήδονας ανοίγει,
     και καθενός το ριζικό στα φανερά ξανοίγει.
                                      
     Σαν μάθει ο σκύλος γράμματα κι η γάτα να διαβάζει,
     τότε κι εσύ θα παντρευτείς, να κάνει ο κόσμος χάζι.
                           
     Ανοίξετε τον κλήδονα στ’ Αγιού Γιαννιού τη χάρη
     κι όποια ’ναι καλορίζικη φέτος θα τον επάρει.
                                 
     Ανοίξιτι τουν κλήδουνα τσ’ απλώσιτι τις κάπις
     τσ’ α’ δε μι δώσ’τι απ’ αυτό, να σας του φάν’ οι κάτις (γάτες).
                                          
     Άνοίξαμι τουν κλήδουνα τσ’ απλώσαμι τις κάπις
     τσι θα σι δώσουμ’ απ’ αυτό, να μην του φάν’ οι κάτις. 
                                         
     Καρσί μου ήρτις τσ’ έκατσις απάνου στην πιζούλα
     τσι κρέμασις τ’ς αχείλις σου, σα τ’ χταπουδιού κ’ κουκούλα.
                              
     Όταν σ’ εγέννα η μάνα σου, χρυσή ’ταν η κοιλιά της
     και σ’ έκανε ομορφότερη απ’ όλα τα παιδιά της.
                              
     Τα μάκια σ’ τα μιγάλα, η μύκ’ σ’ η μακριγιά,
     τα χείλια σ’ τα πρησμένα, τ’ αυκιά σ’ τα μυτιρά.
                                                     
     Σαν το ψηλό καμπαναριό, που δεν το πιάνει σκόνη
     έτσι ’ναι το κορμάκι σου καθημερ’νή και σκόλη.
                                        
     Το στόμα σου είναι καφενές, τα δόντια σου καρφάρες
     και τα στραβά σου τα κανιά του περβολιού οι τσάπες.
                                    
     Τ’ όμορφο το χεράκι σου να ’βαζα μαξιλάρι,
     να ’χα μες την αγκάλη μου το αργυρό φεγγάρι.
                                             
     Απ’ όλα του προσώπου σου, η μύτη σου μ’ αρέσει,
     είνι σα γαβανόχειρου τσι κρέμιτι να πέσει.
                   
     Τα μάτια σου είν’ το γλυκό, τα φρύδια σ’ κουταλάκια
     και τ’ άλλο το υπόλοιπο δίσκος με ποτηράκια.
      
     Μουρή σαρδέλα βρουμιρή, σουπιά τηγανισμένη
     και καρακάξα του γιαλού, κανένας δεν σε θέλει.
                       
     Άγγελος είσαι, μάτια μου, κι αγγελικά βαδίζεις,
     σα θέλεις παίρνεις τις ψυχές, σα θέλεις, τις χαρίζεις.
                   
    Έχεις φωνή γαϊδουρινή και γουρουνιού ομορφάδα
     κι όποιος γυρίσει και σε δει, του έρχεται ζαλάδα.
  
     Έχεις δυο μάτια σαν ελιές επάνω σε κλωνάρι,
     τα φρύδια σου ζωγραφιστά σα δυο ημερών φεγγάρι.
                        
     Αγάπη μου ξινόρυζο και χαβιαρομανέστρα,
     την Κυριακή ’σαι όμορφη και τη Δευτέρα χέστρα.
  
     Μελαχρινό και νόστιμο, μαύρη μου σοκολάτα,
     εσύ ’σαι ήλιος τ’ ουρανού κι οι άλλες είναι τ’ άστρα.
        
     Όμορφη είσαι, μάτια μου, σαν του παπά το ράσο,
     κι όταν σε δω από κοντά, κοντεύω να ξεράσω.
     
     Σαράντα να τα μοιραστούν τα όμορφά σου κάλλη,
     όλες θα γίνουν όμορφες κι όμορφη θα ’σαι πάλι.
              
     Η μάνα σ’ ήταν σκόρδου τσι η τσύρ’ς ήταν κρουμμύδ’
     τσι συ απού ποιον ιπήρις τσι γίντσις καραφύλλ’;
                
     Ρόδα και τριαντάφυλλα κι ανθοί του παραδείσου
     μάζεψε η μανούλα σου κι έπλασε το κορμί σου.
      
     Από πίσω από την πόρτα στέκουν δυο κανιά ουλόρτα,
     απού πίσ’ απ’ του καθρέφκ’ κάτι μια γριά τσι γνέθ’.
                         
     Εσύ ’σαι μια βασίλισσα κι όλο τον κόσμο ορίζεις,
     σα θέλεις παίρνεις τις ψυχές, σα θέλεις τις χαρίζεις.
                           
     Από πίσω από την πόρτα στέκουν δυο κανιά ουλόρτα,
     απού πίσου απ’ του καζάν’ κάτι μια γριά τσι κλάν’.
              
     Ως και το παπουτσάκι σου κι εκείνο έχει γνώση,
     πέτρα την πέτρα περπατεί, την κάλτσα μη λερώσει.
     
     Ένα καράβι έρχεται με κόκκινο πανάκι,
     από καρσί μου φαίνεσαι πως είσαι πουτανάκι.
                                                                  
     Όλα σου τα ’δωσε ο Θεός, όλα με το κοντύλι,
     μάτια και φρύδια και μαλλιά και ζαχαρένια χείλη.
                           
     Ένα καράβι έρχεται γεμάτο με το ρύζι,
     το ’να του μάκ’ σ’ είνι στραβό τσι τ’ άλλου καγιαρίζει.
                                                   
     Μελαχρινό τα μάτια σου όταν τα πάρεις βόλτα,
     πολλές καρδιές μαραίνονται, μα η δική μου πρώτα.
                           
     Έχεις μαλλιά σα σέλινα στις πλάτες σου ριγμένα
     και τα χτενίζουν άγγελοι με διαμαντένια χτένα.
             
     Για δες μαλλιά σγουρά ξανθά, πλεγμένα με την τάξη
     και κάθε τρίχα γίνεται μαχαίρι να με σφάξει.
                   
     Μουρή αρκούδα μαλλιαρή μι τα στραβά πουδάρια,
     π’ έκατσις τσ’ ανιγέλασις ούλα τα παληκάρια.
                             
     Βασίλισσα των κοριτσιών θε να σε ονομάσω,
     άλλη δε βρήκα στο ντουνιά ωσάν την εμορφιά σου.
                             
     Σα φουρτουνιάσ’ η θάλασσα κι εβγούνε τα χταπόδια,
     τότις θα παντριφκείς τσι συ μι τα στραβά τα πόδια.
                               
     Μαύρα ’ναι τα ματάκια σου, ξανθά ’ναι τα μαλλιά σου,
     σα μήλα ροδοκόκκινα είναι τα μάγουλά σου.
                            
     Έχεις δυο μάκια σαν αυγά, δυο κώλους σα βαρέλια,
     όποιος γυρίσει να σι δει ξηραίνιτι στα γέλια.
                     
     Έμορφα που ’ν’ τα μάτια σου, έμορφα που κοιτάζουν,
     σαράντα μίλια μακριά τον άνθρωπο τον σφάζουν.
                                                
     Από την πόρτα σου περνώ και βήχω ξεροβήχω,
     κι αν δε γυρίσεις να σε δω, σου κατουρώ τον τοίχο.
                               
     Σαν περδικούλα περπατείς, σαν περιστέρι τρέχεις,
     χαρά στην ομορφάδα σου, που ταίρι να μην έχεις.
                                 
     Σαν παλιαπίδι κρέμισι, χουρίς αγέρα κ’νιέσι,
     χουρίς να σι λουγιάζ’ κανείς, λυέσι τσι του καυτσιέσι.
                                    
     Άσπρη είσαι σαν το χιόνι, όμορφη όπως καμιά,
     σαν τα μάρμαρα της Πόλης, που ’ναι η Αγιά Σοφιά.
                                
     Από καρσί σε γνώρισα ’γκλέζικο μοναστήρι,
     τώρα σε ξέρω από κοντά, δε θέλω πια μαρτύροι.
                                   
     Άσπρο μου τριαντάφυλλο, της Παναγιάς μετόχι,
     το καμαροφρυδάκι σου άλλη καμιά δεν το ’χει.
                            
     Αν έχεις κόρην έμορφη, βάλ’ τηνε στο ζεμπίλι
     και κρέμασέ την υψηλά, να μη στη φάν’ οι ψύλλοι.
                                      
     Λάμπει ο ήλιος την ημέρα, το φεγγάρι την αυγή,
     λάμπει και το πρόσωπό σου σκόλη και καθημερ’νή.
                                    
     Λάθος σας επαινέσανε το ιδικό σας σπίτι
     και σήκωσες τόσο ψηλά τη μακριά σου μύτη.
                        
     Σαν της ελιάς το λιόφυλλο, που γέρνει πάνω κάτω,
     έτσι ’ναι το κορμάκι σου λιγνό και ντελικάτο.
                         
     Να μη θαρρείς πως σ’ αγαπώ κι ήλθα να τραγουδήσω,
     ο γάιδαρός μου δίψασε, κι ήλθα να τον ποτίσω.
                          
     Τσαχπίνισσα της γειτονιάς καινουργιοφορεμένη,
     που μ’ έκανες να περπατώ τρελό στην οικουμένη.
                                     
     Να μην πολυπαινεύεσαι, και ξέρω τη γενιά σου,
     πόσες χιλιάδες κόνιδες έχ’ η βρακοθηλιά σου.
                          
     Ψηλό κυπαρισσάκι μου, καφασωτό πλεγμένο,
     εσύ ’σαι μες στη γειτονιά λιγνό και χαϊδεμένο.
                                  
     Για δες του παλιοφάναρου, που δε βλέπει να φέξει,
     που δε βλέπει τα μούτρα του, μό’ θέλ’ να κουρουϊδέψει.
                          
     Αρχοντοπούλα να ’σουνα, δεν θα ’χες τέτοια χάρη,
     να σου ζυγίζουν το φιλί με το μαργαριτάρι.
                            
     Είσαι κουτσή, είσαι στραβή, γαϊδούρα μαδημένη,
     καμιά στην ομορφάδα σου με σένανε δεν βγαίνει.
                   
     Έχεις δυο ματάκια μαύρα, μαύρα ’ναι σαν την ελιά
     κι όποιος τα γλυκοφιλήσει χάρο δε φοβάται πια.
                       
     Η χήρα θέλει πάπλωμα κι η παντρεμένη στρώμα
     κι η λεύτερη κατάχαμα, που δεν τα ξέρει ακόμα.
                             
     Λιγνό κυπαρισσάκι μου, σκύψε και βγάλε αέρα,
     να κελαηδήσουν τα πουλιά, να ξημερώσει η μέρα.
                               
     Τι ωραιότης είν’ αυτή, τι λάχανα και πράσα,
     και τι καμπούρικο κορμί, να κάνει τόσα πάσα.
                                     
     Σαν περιστέρι φτερουγάς, λαλείς ωσάν αηδόνι
     και περπατάς καμαρωτά, σαν τ’ όμορφο παγώνι.
                                    
     Μουρή στραβή πινακωτή μι τα στραβά ψουμιά σου,
     κανένας δε σι λουγαριάζ’, δεν έρχιτι κουντά σου.
                                    
     Ανάμεσα στα φρύδια σου δίχτυ χρυσό πλεγμένο,
     πάω να περάσω, μάτια μου, πιάστηκα το καημένο.
                  
     Ξιφτιλίσιτι τα φώτα τσι χουρεύγ’ ένα λαδ’κό,
     για φυγιάτι από μπροστά μου, να το καλοστοχαστώ.
                         
     Έχεις δυο ματάκια μαύρα, του αγγέλου μοιάζουνε,
     σα γυρίσουν και με δούνε, στην καρδιά με σφάζουνε.
        
     Σαν τέτοια τέτοια λάχανα, σαν τέτοια ραπανάκια,
     σαν τέτοια βρουμουχόρταρα γιμάτα τα σοκάκια.
                           
     Αυτά τα μάτια τα γλυκά για πες μου πού τα βρήκες,
     τα είχες για τ’ αγόρασες για δανεικά τα πήρες;
                     
     Καρσί μου ήρτις τσ’ έκατσις απάνου στην πιζούλα
     τσι κρέμασις τ’ς αχείλις σου, σαν την παλιογαϊδούρα.
                             
     Στρουγγυλουμηλουπρόσωπη, νιραντζουμαγουλάτη,
     σχίζεις την πέτρα, κάνεις δυο, μι του διξί σου μάτι.
                             
     Σα φουρτουνιάσ’ γη θάλασσα τσι βγούνι τα χταπόδια,
     τότι θα παντριφκείς τσι συ μι τα στραβά τα πόδια.
                   
     Τα μάτια σου σφάζουν πασά, τα φρύδια σου βεζύρη,
     τ’ αγγελικό σου το κορμί σφάζει καραβοκύρη.
               
     Ανέβα πάνου στου βουνό τσι μά’ξι τσιραμδέλια
     τσι τρίψι την κασίδα σου, να πέσουν τα ψειρ’δέλια.
                    
     Μοναχογιέ της μάνας σου, χρυσής βαγιούδας φύλλο,
     εσύ ’σαι που πρωτάνοιξες χωρίς κλειδιά τον ήλιο.
                
     Σα βγάλει ο βάτραχος μαλλιά και η χελώνα γένια,
     τότε θα παντρευτείς κι εσύ, να βγεις από την έγνοια.
                       
     Μοιάζεις με την Αγιά Σοφιά και δεν υπάρχει άλλη
     που να μπορεί να παινεθεί σαν τα δικά σου κάλλη.
                        
     Θα πάρεις άντρα όμορφο, με αετίσιο μάτι,
     το ριζικό του κλήδονα τον λέει ακαμάτη!
                        
     Είσαι μαστίχα χιώτικη, κανέλα μυρισμένη,
     απ’ όλες μέσ’ στη γειτονιά εσύ ’σαι χαϊδεμένη.
                                 
     Δεν τοὔξιρα, Μαρίγια μου, πους αγαπάς τα σύκα,
     να σι φυτέψου μια συκιά πα στου κουρμιού σ’ την τρύπα.
                            
     Σαράντα χρόνια έσκαβα τη γη μι τη βιλόνα,
     για νά ’βρου την αγάπη μου τη μαρμαρουκουλόνα.
                   
     Δε σι καταχρειγιάζουμι για γούρνα, για πηγάδι,
     για ν’ ανασέρνου του νιρό, να πίνιν οι γαϊδάροι.
                                                   
     Όταν σ’ εγέννα η μάνα σου, ο ήλιος εκατέβη
     και σου ’δωσε την ομορφιά και πάλι πίσω ανέβη.
                         
     Της μαύρης κότας τα φτερά στη γη να τιναχτούνε
     και της κακιάς γειτόνισσας τα μάτια της να βγούνε.

     Να χαίρεσαι τη γλώσσα σου την αηδουνουλαλούσα,
     που τήνε πήραν τα πουλιά σκουπό τσι την λαλούσαν.

     Μωρή σαρδέλα βρωμερή, σουπιά τηγανισμένη, 
     που κάθεσαι κι αναγελάς πέρδικα πλουμισμένη. 
 
     Ζαχαρουβόλου δάγκασις κι έσταξι η γλυκάδα
     κι είπις τα τραγουδάκια σου ούλα μι την αράδα.

     Μη μου πολυφημίζεσαι πως είσαι παλικάρι,  
     γιατί 'σαι σαν το μέρμηγκα που κουβαλεί κριθάρι.
        
     Σαν τα μάρμαρα της Πόλης, που ’ναι στην Αγιά Σοφιά,
     έτσι τα ’χεις ταιριασμένα μάτια, φρύδια και μαλλιά.
                        
     Μουρή κατσίκα ψουριαριά, σουπιά τηγανισμένη,
     μουρ’ ανιρούφα του γιαλού, ποιος διάβουλους σι παίρνει;
                       
     Μαλαματένι μ’ μαστραπά μι τ’ ασημένιου χέρι,
     που του κρυγιώνεις του νιρό χειμώνα καλουκαίρι.
                 
     Τα δόγκια σ’ τα τριανταδυό τσι τα μαλλιά σου βρούτσα,
     τα μάκια σ’ κλειδαρότρυπις, τ’ αυκιά σ’ παλιουπαπούτσια.
       
     Γαλάζια πέτρα του γιαλού μι ασημένια βούλα,
     να σι χαρεί η μανούλα σου, που σ’ έχει μοναχούλα.
          
     Μουρή στραβή πινακουτή, μι τα στραβά ψουμιά σου,
     ανάσκελη να τσείτισι, δεν έρχουμι κουντά σου.
             
     Ανοίξιτε τουν κλήδονα, να βγει η χαριτουμένους,
     να κατιβεί γιου βασιλιάς μι τ’ άστρα στουλισμένους.

     Βρε ακαμάτη, παλαβέ, με γουρουνίσιους τρόπους, 
     τι θέλεις και μπερδεύεσαι μαζί με τους ανθρώπους;                               
                              
     Ανοίξιτε τουν κλήδονα τσι στρώσιτι βελούδα,
     για να περάσ’ γη βασιλιάς με τη βασιλοπούλα.
             
     Ανοίξετε τον Κλήδονα, να βγει χαριτωμένος,
     να βγει ένας αγγούραρος θεριός θεριακωμένος. 
             
     Κλήδουνα, παλιουκλήδουνα, να 'χα του ριζικό σου, 
     που σι τραγ'δούν οι λεύτιρις τσι πίνειν του νιρό σου.

      Ανοίξιτε τουν κλήδονα, να βγει η χαριτουμένους,
      να βγει τσι ένας γ’δόχειρας, μες στα μαλλιά χουμένους.
                           
     Σήμερα μόνο ο απόηχος απομένει απ’ αυτά τα ομαδικά δρώμενα ή η απλή επανάληψή τους ως λαογραφικών εθίμων μοναχά. Ο ορθολογισμός και οι ξενόφερτοι τρόποι της εποχής μας έχουν παρασύρει κάθε εκδήλωση του χτες κι έχουν στερήσει τους σημερινούς ανθρώπους του χωριού και της πόλης απ’ αυτές τις εθιμικές ευκαιρίες για γέλιο και ομαδική εκτόνωση. Η ζωή μας σήμερα είναι στεγνή, γιατί δεν μπορέσαμε να κατανοήσουμε πως, από αυτές τις απλοϊκές μαγικές τελετές του μικρόκοσμου της γειτονιάς τους, οι άνθρωποι αντλούσαν δύναμη κι ελπίδα. Οι στίχοι του Γιώργου Σεφέρη «Φωτιές του Αϊ-Γιάννη» («Ο κ. Στρατής Θαλασσινός – Πέντε ποιήματα του κ. Σ. Θαλασσινού») μοιάζουν σαν μαντική «κληδόνα» για τη μοίρα του σημερινού ανθρώπου:
                       
    «Η μοίρα μας, χυμένο μολύβι, δεν μπορεί ν’ αλλάξει
      δεν μπορεί να γίνει τίποτε.
     Έχυσαν το μολύβι μέσα στο νερό κάτω από τ’ αστέρια κι
     ας ανάβουν οι φωτιές…».
                                      
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
                  
Το έθιμο πανελλήνιο, η βιβλιογραφία πλουσιότατη. Εμείς διαλέξαμε γραπτά από τη Λεσβιακή βιβλιογραφία, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, για να γνωρίσουμε τα σχετικά με τη γιορτή του Αϊ-Γιάννη «τ’ Λ’τρουπιού» έθιμα και συνάμα Λέσβιους ερευνητές και λογοτέχνες.
- Ανδριώτη Νικολάου «Ετυμολογικό λεξικό της κοινής Νεοελληνικής», Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης -Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 161.
- Αξιώτη Διαμαντή «Η Άννα του Κλήδονα», από το βιβλίο «Ξόβεργα με μέλι», Εκδόσεις "Νεφέλη", Αθήνα 1994, σελ. 15-20.
- Βουνάτσου Μυρσίνης «Γιορτή του Αϊ-Γιάννη Λ’τρουπιού», πρδκ. «Τα Παλιοχωριανά», τεύχος 10ο (Απρ.-Μάης-Ιούν. 1983), σελ. 152-153.
- Γιαννουλέλλη Γιώργου «Απολιθωμένες φράσεις. Μεσαιωνικές λέξεις», στο βιβλίο «Πλωμάρι Λέσβου - Οι τοπωνυμίες - Η καταγωγή των Πλωμαριτών», Εκδόσεις "Στέφ. Δ. Βασιλόπουλος", Αθήνα 1983, σελ. 167-168.
- Κοντέλλη Γιάννη «Το Ακράσι Λέσβου», Μυτιλήνη 1991, σελ. 133.
- Κοντέλλη Πάνου «Το στέκι της γειτονιάς», από το βιβλίο «Ζωγραφιές του Παλιού Καιρού», Έκδοση Νότης Ρεπάνης, Αθήνα 1998, σελ 89.
- Κουκουλέ Φαίδωνος «Αι κληδόνες», στο βιβλίο «Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός», τόμος Α΄ ΙΙ, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, σελ. 167-172 και 271-274.
- Λουκάτου Δημήτρη «Ο Αϊ-Γιάννης ο Κλήδονας ή Λαμπαδάρης», από το βιβλίο «Τα καλοκαιρινά», Εκδόσεις "Φιλιππότη", Αθήνα 1992, σελ. 43-49.
- Μαυραγάνη Γιάννη «Γιορτές και πανηγύρια - Του Άη-Γιάννη τ’ Λ’τουρπιού», στο βιβλίο «Παλαιοχώρι Πλωμαρίου Λέσβου – Παράδοση – Ιστορία – Η ζωή και τα έθιμα», Αθήνα 1995, σελ. 236-238.
- Μαυραγάνη Ξενοφώντα «Τ’ Λ’τρουπιού», από το βιβλίο «Ο θείος μου ο Άγιος», Εκδόσεις "Εμπρός", Μυτιλήνη 2009, σελ. 40-42.
- Μέγας Καζαμίας «Υδρόγειος», «Ανοίξτε τον κλήδονα», Εκδόσεις "Υδρόγειος" , Αθήνα 2011, σελ. 44-45.
- Μολίνου Στρατή «Ο Κλήδονας του Αη-Γιαννιού και άλλα παγανιστικά», στο βιβλίο «Λαογραφικό Πολύπτυχο», Εκδόσεις "Εντελέχεια", Μυτιλήνη 2006, σελ. 72-81.
- Νικήτα Παναγιώτη «Το Λεσβιακό Μηνολόγιο», «Λεσβιακά», Δελτίο Εταιρείας Λεσβιακών Μελετών, Α΄ τόμος, Μυτιλήνη 2001, σελ. 107-110, 183-184, 188, 195-196, 200, 202, 203, 208, 214-215, 218, 220, 228, 230, 235, 241, 246-247, 250-251, 254-255, 262, 266, 268-269, 274-275.
- Παπάνη Δημήτρη και Γιάννη «Τα κάψαλα», στο βιβλίο «Παροιμίες και παροιμιακές φράσεις που λέγονται στην Αγιάσο», τόμος Δ΄, Μυτιλήνη 1994, σελ. 110-112.
- Παπάνη Δημήτρη και Γιάννη «Λεξικό της Αγιασώτικης Διαλέκτου», Μυτιλήνη 2002, σελ. 27 και 184.
- Χατζόγλου - Μπλάνη Πόπης «Τραγούδια από την Παράδοση της Λέσβου - Παροιμίες - Γνωμικά», Έκδοση εταιρίας Αιολικών Μελετών, Μυτιλήνη 2005, σελ. 115-127.
Κλείνουμε αυτή την εργασία μας για τα έθιμα του Αϊ-Γιάννη του Λιοτρόπη, θυμίζοντάς σας το όμορφο τραγούδι «Η σούστα πήγαινε μπροστά», από το δίσκο του Δήμου Μούτση «Άγιος Φεβρουάριος», σε στίχους Μάνου Ελευθερίου. 

Και του χρόνου!
ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΑΠΟ 
ΒΟΥΝΑΤΣΟΥ Μ. ΜΥΡΣΙΝΗ


Η σούστα πήγαινε μπροστά
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Δήμος Μούτσης
Πρώτη εκτέλεση: Δημήτρης Μητροπάνος

                                                                          
Η σούστα πήγαινε μπροστά
κι ο μάγκας τοίχο-τοίχο
δεν έτυχε στα χρόνια αυτά
τίποτα να πετύχω.
                                                                                                                                                 
Ανάβουνε φωτιές στις γειτονιές
του Αη-Γιάννη αχ πόσα ξέρεις και μου λες,
αχ πόσα τέτοια ξέρεις και μου λες
που ’χουν πεθάνει.
   

                                                                                          
Με βάλαν πάνω στην κορφή
στ' αγριεμένο κύμα,
στης Σμύρνης την καταστροφή
στ' άδικο και στο κρίμα.

                                                                                                             
Ανάβουνε φωτιές στις γειτονιές,
του Αη-Γιάννη αχ πόσα ξέρεις και μου λες,
αχ πόσα τέτοια ξέρεις και μου λες
που ’χουν πεθάνει.


   


Τραγούδια του κλήδονα θα βρείτε και σε άλλη ανάρτησή μας, στη διεύθυνση: