Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

ΕΡΩΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

ΠΑΛΙΟΧΩΡΙΑΝΑ ΕΡΩΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ (CARMINA AMATORIA)
Αν παντρευτείς, παντρεύομαι, κι αν μένεις έτσι, μένω, 
κι αν γίνεις και καλογριά, πάλι στα μαύρα μπαίνω.

Από τη Μεταξωτή Γ. Γανώση (1898-1981)
                                     
Αγάπησα, τι κέρδισα, της γης το χρώμα πήρα,
του κόσμου την κατάκριση, κι ένα καλό δεν είδα.

 Άραγες τι να έγινε του κάμπου τ’ αηδονάκι,
του κόσμου η παρηγοριά και η δική μου αγάπη;   

Μάτια με μάτια βλέπονται, αχείλι δε μιλιέται, 
κι αν δε συνευρεθούν τα δυο, αγάπη δε λογιέται.   

Με πήρε το παράπονο, να πάγ’ ν’ ανοίξω μνήμα,
να πέσω μέσα ζωντανό κι έχε το ’συ το κρίμα.   

Όποιος μας αποχώρισε να λάβει αποχωρία
από τον τίμιο σταυρό κι από την Παναγία.  

Πάντα με την γλυκιάν αυγή, με το ψυχρό τ’ αγιάζι
η πληγωμένη μου καρδιά κλαίει κι αναστενάζει.   

Παρακαλώ στο Θιο να ζεις, κι ας μη σε συχνοβλέπω,
με τον αέρα σου πετώ και με το φως σου βλέπω.  

Ποιος άγιος και ποια Παναγιά θα γιάνει την πληγή μου,
γιατί πολλά ετράβηξε για σένα το κορμί μου.   

Ποιος άγιος κάνει θαύματα, να πάω να λειτουργήσω, 
την τωρινή αγάπη μου να την κληρονομήσω.   

Τα νέφη βγάζουν το νερό, τα πεύκα τον αέρα
και τα ματοκλαδάκια σου βραδιάζουν την ημέρα.   

Τον άμμο της ακρογιαλιάς με ’βάλαν να μετρήσω,
να βαρεθώ, πουλάκι μου, να σ’ απολησμονήσω.   

Ως πότε τ’ αχειλάκι μου θα στάζει μαύρο αίμα,
σαν έναν άδικο φονιά θα κρίνομαι για σένα;
                                                           
Από την Αικατερίνη Ι. Κουρτέλη (1904-1980)  

Αφότου εχωρίσαμε, γλυκιά παρηγοριά μου,
σαν τα ψαράκια του γιαλού έχασα τη μιλιά μου.  

Να ’ξερα πού κοιμάται ο Θιος και πού ξυπνούν οι αγγέλοι,
πού ξημεροβραδιάζεται το γκαρδιακό μου ταίρι.  

Να ’ξερα πού κοιμάται ο Θιος, πού βασιλεύει ο ήλιος,
πού ξημεροβραδιάζεται ο γκαρδιακός μου φίλος.  

Πάντα το αχειλάκι μου θα στάζει μαύρο αίμα,
σαν έναν άδικο φονιά θα κρίνομαι για σένα.  

Την απονιά σου θα την πω, ο κόσμος να τη μάθει
μη μπερδευτεί κι άλλος κανείς στα δίχτυα σου και πάθει.
                                                                          
Από τη Χρυσάνθη Κουτσουραδή - Βουλαλά (1898-1987)  
                                                                          
Όταν πεθάνω, μάτια μου, δεν θέλω να δακρύσεις,
μόνο στα μαύρα να ντυθείς και λύπη να κρατήσεις.
 
Ωχ ουρανέ κι θάλασσα, όρη, βουνά κι δάση,
ένα πουλάκι βάλθηκε διά να με χτικιάσει.
           
Μαρία Κουτσουραδή - Ξυπτερά (1922-2009)  
                                
Άσπρο μου τριανταφυλλάκι, κόκκινέ μου μενεξέ,
έσκυψα να σε φιλήσω κι έγινα ωσάν κι εσέ.  

Έλα, έλα, πέρδικά μου,
στ’ αγκαλούδια τα δικά μου. (οκτάδα)

Έλα, φως μου, με τα μένα
κι άσ’ τη μάνα που σ’ εγέννα. (οκτάδα)  

Έλα, φως μου, με τα μένα,
να περνάς χαριτωμένα. (οκτάδα)  

Έχεις δυο ματάκια μαύρα, του αγγέλου μοιάζουνε,
σα γυρίσουν και με δούνε, στην καρδιά με σφάζουνε.  

Έχεις ξανθά μακριά μαλλιά στην πλάτη σου ριγμένα,
αγγέλοι τα χτενίζουνε με διαμαντένια χτένα.  

Η θάλασσα και τα βουνά το μαρτυρούνε, φως μου,
πως άλλη αγάπη από σε δεν κρίνει ο λογισμός μου.  

Μαύρα ’ναι τα ματάκια σου, ξανθά ’ναι τα μαλλιά σου,
σα μήλα ροδοκόκκινα είναι τα μάγουλά σου.  

Μαύρα μάτια έχεις, φως μου, μαύρα ’ναι σαν την ελιά,
κι όποιος τα γλυκοφιλήσει χάρο δε φοβάται πια.  

Όντας με νεκροστολίσουν κι απ’ την πόρτα σ’ με περνούν,
τότες τα γλυκά σου μάτια σ’ άλλον ας παραδοθούν.

Όταν κάνεις το σταυρό σου, όντας πας να κοιμηθείς,
βάλε με στο λογισμό σου, στ’ όνειρό σου να με δεις.  

Σε τα λέγω τα τραγούδια,
γλάστρα μου με τα λουλούδια. (οκτάδα)  

Σε τα λέγω κι άκου τα,
πάρε χαρτί και γράφε τα. (οκτάδα)  

Τα μάτια σου είν’ αφορμή,
που θα με βάλουνε στη γη. (οχτάδα)
        
Από τη Νίκη Πρωτογύρου - Γανώση  
                                
Καρδιά μου μερακλίδισσα και παραπονεμένη,
κείνα οπού δεν ήλπιζες απόκτησες καημένη.  

Καρδιά μου, πάψε ν’ αγαπάς, δεν αγαπούνε τώρα,
και ν’ αγαπούν, το κάνουνε για να περνούν την ώρα.   

Τ’ άστρα δε βασιλεύουνε, ο ήλιος τα θαμπώνει,
οπ’ αγαπά μελαχρινό ποτέ δε μετανιώνει.  
     
Από Τετράδιο του Νικολάου Ι. Πρωτόγυρου
                                                        
Αγάπα με να σ’ αγαπώ, θέλε με να σε θέλω,
γιατί θα ’ρθει ένας καιρός να θες και να μη θέλω.  

Ανάμεσα στα φρύδια σου δίχτυ χρυσό πλεγμένο,
πάω να περάσω, μάτια μου, πιάστηκα το καημένο.
 
Αναστενάζω και πονώ, θυμούμαι και λυπούμαι
θα βλαστημώ τον αίτιο οπού σε εστερούμαι.  

Αν δε με θέλεις να περνώ, βάλε να με σκοτώσουν,
βάλε τα φίδια να με φάν’ και να με φαρμακώσουν.  

Αν παντρευτείς, παντρεύομαι, κι αν μένεις έτσι, μένω,
κι αν γίνεις και καλογριά, πάλι στα μαύρα μπαίνω.  

Άραγες μες στη μαύρη γη θα ξαναγαπηθούμε,
πάλι να τα μιλήσουμε τα πρωτινά να πούμε;  

Αρρώστησα και πάλεψα τρεις μήνες με το χάρο
και έταξα στην Παναγιά να γιάνω να σε πάρω.

Άσπρε μου κρίνε, κρίνε με δίκαια κατά νόμο
ή πάρε την ψυχούλα μου ή σώσε με, μικρό μου.  

Άσπρο μου χιόνι του βουνού, λιώσε να με δροσίσεις,
τη φλόγα της καρδούλας μου, μικρό μου να τη σβήσεις.

Άστρο με άστρο πολεμά κι η Πούλια με τη δύση
κι εγώ με το κορμάκι σου έχω μεγάλη κρίση.  

Αυτά τα μάτια τα γλυκά για πες μου πού τα βρήκες, 
τα είχες για τ’ αγόρασες για δανεικά τα πήρες;  

Βασιλικός κι αν μαραθεί, κι αν γείρουν τα κλωνιά του,
ρίξε νερό στη ρίζα του, να ’ρθει στα πρωτινά του.  

Βασιλικός μυρίζει εδώ, η αγάπη μου διαβαίνει,
για φέξτε μου να την ιδώ, γιατί η ψυχή μου βγαίνει. 
 
Βλέπω σε και συλλογάσαι και πικραίνομαι κι εγώ,
από τα παράπονά σου σαν το χιόνι ανελιώ.  

Βλέπω στη γη, δε σε θωρώ, στον ήλιο σε κοιτάζω,
όλα τ’ αηδόνια με ρωτούν πώς βαριαναστενάζω.  

Βράδιασε πάλι σήμερα, πάει και τούτη η μέρα,
δε σ’ είδαν τα ματάκια μου, να πάρει ο νους μου αέρα.  

Γιατί με κάνεις δυστυχή κι όλο με τρών’ οι πόνοι,
αφού το άθλιο κορμί όλο για σένα λιώνει;  

Είδα τα τα ματάκια σου και με παρηγορήσαν,
στον Άδη με πηγαίνανε και πίσω με γυρίσαν.  

Έλα και παρηγόρα με, προτού να βγει η ψυχή μου,
για να βρεθεί χαρούμενο στον Άδη το κορμί μου.  

Έλα, μελαχρινούλα μου, να πλέξω τα μαλλιά σου
και πλήρωσε τον κόπο μου με τ’ άσπρα μάγουλά σου.  

Έλα, μικρό μου, φίλησε το νεκρικό στεφάνι,
προτού με βάλουνε στη γη, τα φίδια να με φάνε.

Έλα, μικρό μ’, στον τάφο μου, γονάτισε και κλάψε,
το μαραμένο αχείλι μου σα σε μιλήσει κλάψε.  

Έμορφα που ’ν’ τα μάτια σου, έμορφα που κοιτάζουν,
σαράντα μίλια μακριά τον άνθρωπο τον σφάζουν.  

Εσύ ’σαι μια βασίλισσα κι όλο τον κόσμο ορίζεις,
σα θέλεις παίρνεις τις ψυχές, σα θέλεις τις χαρίζεις. 
 
Έχεις δυο ματάκια μαύρα, μαύρα ’ναι σαν την ελιά
κι όποιος τα γλυκοφιλήσει χάρο δε φοβάται πια.  

Έχεις δυο μάτια σαν ελιές επάνω σε κλωνάρι,
τα φρύδια σου ζωγραφιστά σα δυο ημερών φεγγάρι.  

Έχεις με και δε με πονείς,
μα θα με χάσεις και θα δεις. (οκτάδα)  

Η αγάπη δεν είναι δεντρί, δεν είν’ ανθός να πέσει,
μόν’ είναι βάτος και κλαδί κι όποιονε πιάσει μπλέκει.  

Ήθελα να ’μουν άγγελος εις το προσκέφαλό σου,
χρυσός σταυρός, να κρύβομαι στον κάτασπρο λαιμό σου.

Ήθελα να ’μουν ξέπονο, με ’λάφια να κοιμούμαι,
την απονιά σου, μάτια μου, να μην τη συλλογούμαι.  

Θα σ’ αγαπώ, θα σ’ αγαπώ, κι ο κόσμος ας το λένε,
ώσπου να έχουν δάκρυα τα μάτια μου θα κλαίνε.  

Κάθε στιγμή τα μάτια μου βρίσκονται δακρυσμένα,
πήρα πια την απόφαση πως θα χαθώ για σένα.  

Κομμάτιασέ την την καρδιά κι έπειτα συλλογίσου
κάθε κομμάτι της καρδιάς είναι καρδιά δική σου.  

Λιγνό κυπαρισσάκι μου, σκύψε και βγάλε αέρα,
να κελαηδήσουν τα πουλιά, να ξημερώσει η μέρα.  

Μαβί χελιδονάκι μου, πάρε με στα φτερά σου,
συ μ’ έκανες να περπατώ τρελό στη γειτονιά σου.  

Μάτια γλυκά, φρύδια σμιχτά, κορμάκι ζαχαρένιο,
πώς τη βαστάς τέτοια απονιά σε μένα το καημένο;

Μάτια και φρύδια έβλεπα και πίστευα καημένο,
μα την καρδιά δεν ήξερα και βγήκα γελασμένο.  

Μελαχρινή μου κάπαρη, δάφνη μου στολισμένη,
η αγάπη μου στα χέρια σου είναι παραδομένη.  

Μελαχρινό μου πρόσωπο κι αγγελικό μου βλέμμα,
χάρη το έχω ν’ ανελιεί η νιότη μου για σένα.  

Μελαχρινό σε είπανε, πολύ μου κακοφάνη,
μα η μελαχρινάδα σου στον Άδη θα με βάλει.  

Μελαχρινό σε είπανε, πολύ σου κακοφάνει,
αυτή η μελαχρινάδα σου στον Άδη θα με βάνει.  

Με μάρανες, που ’μουν ανθός, μ’ έλιωσες σαν το χιόνι,
σαν τ’ αγιοκέρι μ’ έκαψες κι ακόμα δε με σώνει.  

Μένα η καρδιά μου κλείδωσε, χάθηκαν τα κλειδιά της,
στον κόσμο συ της έμεινες γλυκιά παρηγοριά της.  

Μένα μου το ’παν οι γιατροί, μου το ’παν και οι μάγοι
πως στη δική μου την πληγή δε βρίσκεται βοτάνι.  

Μη λησμονάς για να ρωτάς καμιά φορά, πουλί μου,
αν εγιανε ο πόνος μου, αν έσβησ’ η πληγή μου.  

Μικρή εσύ, μικρό κι εγώ, καιρός δεν είν’ ακόμα κάνε,
μικρό μου, υπομονή το φετινό χειμώνα.  

Μπαρμπούνι μου θαλασσινό και της στεριάς παγόνι,
όταν σε καλοθυμηθώ, το αίμα μου παγώνει.  

Νεκρό κι αν είμαι, μίλησε, για σένα θ’ ανασάνω,
τα σάβανα οπού φορώ κομμάτια θα τα κάνω.  

Ο κόσμος είναι μάταιος για μένα πλέον τώρα,
το θάνατό μου καρτερώ κάθε στιγμή και ώρα.  

Όλα σου τα ’δωσε ο θεός, όλα με το κοντύλι,
μάτια και φρύδια και μαλλιά και ζαχαρένια χείλη.  

Όλα τα μάτια μάτια ’ναι, μα έχει κάτι μάτια
που σαϊτεύουν τις καρδιές, τις κάνουνε κομμάτια.  

Όλοι μου λέν’ να σ’ αρνηστώ, μα ’γώ δε σ’ απαρνούμαι, 
σ’ αγάπησα πιστά και το θεό φοβούμαι.  

Όντας κάνεις το σταυρό σου κι όντας πας να κοιμηθείς,
βάλε με στο λογισμό σου, στ’ όνειρό σου να με δεις.  

Όντας με νεκροδιαβαίνουν κι απ’ την πόρτα σ’ με περνούν,
τότες τα γλυκά σου μάτια σ’ άλλον ας παραδοθούν.
 
Ο ουρανός όταν θα βρέξει πρώτα αστράφτει και βροντά,
έτσι κι η παλιά η αγάπη λησμονιέται μια φορά.

Όπου ήταν άγιος έδραμα κι όπου ήταν άγιος πήγα,
στην πληγωμένη μου καρδιά βοτάνι δεν εβρήκα.  

Πάντα το αχειλάκι μου θα στάζει μαύρο αίμα
σαν έναν άδικο φονιά θα κρίνομαι για σένα.  

Πλαγιάζω για να κοιμηθώ, μα ύπνος δε με παίρνει,
γιατί έρχεται η αγάπη σου σαν κύμα και με δέρνει.  

Πουλάκι μου ακυνήγητο, ποιος θα σε κυνηγήσει,
ποιος θα σε βάλει στο κλουβί, να σε γλυκοφιλήσει;
 
Πρόβαλε, λεμονιάς κλαδί και νεραντζούλας άνθη,
να μου μαζέψεις λογισμό, οπού για σένα ’χάθει.  

Πρόβαλε, που δεν έχω πια άλληνε από σένα,
σώμα, ψυχή και κόκαλα συ τάχεις πληγωμένα.  

Ρόδα και τριαντάφυλλα κι ανθοί του παραδείσου
μάζεψε η μανούλα σου κι έπλασε το κορμί σου.  

Σα μάθεις πως απόθανα, ντύσου στα μαύρα κι έλα,
τον τελευταίον ασπασμό δώσ’ μου και πάλι φεύγα. 
 
Σαν αποθάνω, μάτια μου, πουλάκια θα σου γράψουν
το μερακλιδικο κορμί σε πού θε να το θάψουν.  

Σαν έλθουν, φως μου, και σου πουν το τρομερό χαμπάρι,
τότες κι εσύ να μ’ αρνηστείς, να κάνεις άλλ’ αγάπη.
 
Σαν έρθεις κι εύρεις λείψανα και κόκκαλα στο χώμα,
τα νεκροπούλια ρώτησε πως σ’ αγαπώ ακόμα.  

Σαν μαραθεί η καρδούλα μου στη γη και ρίξει φύλλα,
τότες κι εγώ, μικρούλα μου, θα κόψω την ελπίδα.  

Σαν νεκρωθεί το σώμα μου και κατεβεί στον Άδη,
έλα κι εσύ, μικρούλα μου και κάνε ένα σεργιάνι.  

Σαν πας, μικρό μ’, περίπατο εις τα νεκροταφεία,
στον τάφο μου να μην ελθείς, γιατ’ ήσουν η αιτία.  

Σαν τύραννος με τυραννείς και σαν κριτής με κρίνεις
κι ως πότε το κορμάκι μου στο χάρο θα το δίνεις.  

Σοκάκι μου χυματερό μα την κατεβασιά σου,
τίποτα δε λιμπίζομαι, μόν’ τη γειτόνισσά σου.  

Στα παραθύρια στάζει νερό βροχάμενο,
η αγάπη σου με κάνει πουλί πετάμενο.  

Στην κλίνη που κοιμάσαι συ να ’μουν κι εγώ να μείνω,
να τρέχουν τα ματάκια σου ροδόσταμα να πίνω.  

Στων μελαχρινών την κρίση θε να πάω να κριθώ,
γιατί είναι απ’ αυτό το μέρος και τα μάτια π’ αγαπώ.  

Τα μάτια σ’ με τα μάτια μου ίδια ’ναι στη μαυράδα
τα φρύδια σου με ξεπερνούν πόχουνε την καμάρα.
 
Τα μάτια σου είναι πέλαγος, τα φρύδια σου λειμιώνας
και το λιγνό σου το κορμί είναι βαρύς χειμώνας.  

Τα μάτια σου είναι πέλαγος, τα φρύδια σου λειμιώνας
ούτε φουρτούνα τα πατεί ούτε βαρύς χειμώνας.  

Τα μάτια σου είν’ το γλυκό, τα φρύδια σ’ κουταλάκια
και τ’ άλλα τα υπόλοιπα δίσκος με ποτηράκια.  

Τα μάτια σου ’ναι φυλακές, τα φρύδια σου ’ναι κρίσεις
κι όταν περάσω να κριθώ, φως μου, μη μ’ αδικήσεις.  

Τα μάτια σου όποιος τα δει και δεν αναστενάξει
αστροπελέκι και φωτιά να πέσει να τον κάψει.  

Τα μάτια σου όποιος τα δει και είναι πικραμένος
τη λύπη του τη λησμονά και χαίρεται ο καημένος.  

Τ’ άστρο που βγαίνει την αυγή για μένα είν’ σημάδι
όπ’ αγαπώ με βρίζουνε κι εγώ μπαίνω στον Άδη.  

Την απονιά σου θα την πω, ο κόσμος να τη μάθει
μη μπερδευτεί κι άλλος κανείς στα δίχτυα σου και πάθει.  

Την ώρα του θανάτου μου θα στείλω να σε φέρω,
να δεις με τα ματάκια σου για σε τι υποφέρω.  

Της θάλασσας τον ταραγμό ακούω και τρομάζω,
θαρρώ ’ρχεται η αγάπη μου και βαριαναστενάζω.  

Της τριανταφυλλιάς τα φύλλα θα τα κάνω φορεσιά,
να τα βάλω να περάσω, να σου κάψω την καρδιά.  

Τι έχουνε τα μάτια σου κι όπου με δούνε κλαίνε
και πάντα τ’ αχειλάκια σου παράπονα μου λένε;  

Τι με θωρείς και κρύβεσαι στης πόρτας το κανάτι;
Εγώ δεν είμαι γεμιτζής, να βάλω σένα ναύτη.  

Τι σου ’φταιξα και με θωρείς με μάτια αγριεμένα
και μου μηνά τ’ αχείλι σου λόγια φαρμακωμένα;  

Το φεγγαράκι ρώτησε, τ’ άστρα να σου το πούνε
πώς τρέχουν τα ματάκια μου, όταν σε θυμηθούνε.

Το φεγγαράκι το λαμπρό φέγγει στη γειτονιά σου,
μα συ δε βγαίνεις να το δεις, χαρά στην απονιά σου.  

Τσαχπίνισσα της γειτονιάς καινουργιοφορεμένη,
που μ’ έκανες να περπατώ τρελό στην οικουμένη.  

Ψηλά τη χτίζεις τη φωλιά και θα λυγίσει ο κλώνος
και θα σου φύγει το πουλί και θα σου μείνει ο πόνος.  

Ως και το παπουτσάκι σου κι εκείνο έχει γνώση,
πέτρα στην πέτρα περπατεί, την κάλτσα μη λερώσει. 

Ερωτικά τραγούδια αφιερωμένα σε κοπέλες Παλιοχωριανές
                                                
Αν παντρευτείς, παντρεύομαι, κι αν μένεις έτσι, μένω,
κι αν γίνεις και καλογριά, πάλι στα μαύρα μπαίνω. (Κ.-Θ. Β.).

Ξύπνησι, χαϊδεμένο μου, τσ' ήρθα στη γειτονιά σου,
χρυσή μπλιξούδα σ' ίφιρα, να πλέξεις τα μαλλιά σου. (Σ. Π.-Χ.)


Τσαχπίνισσα της γειτονιάς καινουργιοφορεμένη,
που μ’ έκανες να περπατώ τρελό στην οικουμένη. (Μ. Κ.-Κ.) 


Άλλα ερωτικά τραγούδια 
                                                
Για δες τον ήλιο όταν βγει και λάμπει στα λαγκάδια,
έτσ' είναι η κόρη έμορφη μπροστά στα παλικάρια.

Ο ποταμός σέρνει κλαδιά κι η θάλασσα καράβια
κι η κόρη με το πείσμα της πλανεί τα παλικάρια.

Πάσχω, πασχίζω, ερευνώ, ρωτώ, ζητώ, γυρεύω,
βοτάνι για τον έρωτα δεν μπόρεσα να εύρω.

Χρυσομαλλούσα Παναγιά, ολόχρυση κορώνα, 
εσύ με αλησμόνησες, 'γω σε θυμούμαι ακόμα.

Ω μερσινιά μου πράσινη, της ακκλησιάς στολίδι, 
χωρίς εσέ δε γίνεται κανένα παναγύρι.

Ω Παναγιά Αγιασώτισσα, έμπα κι εσύ στη μέση, 
να πάρω την αγάπη μου, γιατ' άλλη δεν μ' αρέσει.

Ω Παναγιά Αγιασώτισσα, ζωγραφιστή μ' ακόνα, 
εσύ κι αν με λησμόνησες, 'γω σε θυμούμαι ακόμα.

ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΜΥΡΣΙΝΗ Μ. ΒΟΥΝΑΤΣΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου