Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013

ΠΟΙΗΜΑ ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΝΑΝΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ

ΓΙΑ ΝΑ ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ
 
1η Οκτωβρίου: Παγκόσμια Ημέρα της Τρίτης Ηλικίας
1993: Έτος της Τρίτης Ηλικίας

 «Τοιοῦτος γίγνου περὶ τοὺς γονεῖς, 
οἵους ἂν εὔξαιο περὶ σεαυτὸν γενέσθαι 
τοὺς σεαυτοῦ παῖδας»
                                       (Ἰσοκράτης)

Να τιμούμε τους γέροντες και τις γερόντισσες. Να αγαπούμε, να σεβόμαστε και να γηροκομούμε τους γονείς μας όταν γεράσουν. 

     Αξία διαχρονική ο σεβασμός προς τους μεγαλύτερους, χρυσός ηθικός κανόνας, πανανθρώπινος, που δεν έχει χάσει τη λάμψη του με το πέρασμα των αιώνων. Οι αρχαίοι Αθηναίοι τιμούσαν εκείνους που σεβόντουσαν τους γονείς τους και θεωρούσαν τα αχάριστα παιδιά τόσο επικίνδυνα για την πατρίδα, ώστε ούτε άρχοντες τους έβγαζαν ποτέ στην πόλη, ούτε ακόμη να αγορεύσουν στο βήμα του δήμου δεν τους επέτρεπαν. Εξάλλου ο σοφός Πιττακός ο Μυτιληναίος πολύ σωστά έλεγε πως, όπως θα μεταχειριστούμε εμείς τους γονείς μας, το ίδιο θα μας μεταχειριστούν και τα παιδιά μας. Στο χωριό μας ακόμα θυμούνται κι απαγγέλλουν το παρακάτω διδακτικό ποίημα-διάλογο του Βασίλη Πανανή, αείμνηστου ιερέα και δάσκαλου του χωριού μας. Τρεις γενιές συνομιλούν και παραδειγματίζονται...  
  
ΕΝΑ ΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΙΕΡΕΑ ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΝΑΝΗ
―  Γέρο, δεν υποφέρεσαι, έγινες μουρμουριάρης
      και όσο πας χειρότερα γίνεσαι κατσ’ποδιάρης.
     Λοιπόν να με ξεφορτωθείς και δεν σε υποφέρω,
     πήγαινε όπου σε φωτίσει ο Θιος, μαζί μου δεν σε θέλω.
― Τι λόγια είν’ αυτά που λες, γιε μου, δεν με λυπάσαι;
     Τα όσα σου ’κανα καλά εγώ δεν τα θυμάσαι;
― Και ποια καλά είναι αυτά που μου ’χεις καμωμένα,
     τ’ αμπέλια ή τα κτήματα μου έχεις χαρισμένα;
― Όταν εσύ ήσουνα μικρός, β'ζαστάρικο παιδάκι,
     ποιος τάιζε τη μάνα σου και ρούφαγες γαλάκι;
     Κι ύστερα, σαν ετράνεψες κι ήσουν για τα σχολεία,
     το δάσκαλο, βιβλία και, όταν αρρωστούσες,
     τα γιατρικά και το γιατρό ποιος πλέρωνε ρωτούσες;
― Χρέος σου ήταν, ως γονιός, να μ’ αποκαταστήσεις…
― Και σένα είναι χρέος σου να με γεροκομήσεις…
― Αυτά τ' ακούω βερεσέ, λόγια πολλά δεν ξέρω.
     Γκρίνια με τη γυναίκα μου για σε μέρα και νύχτα έχω.
― Αλίμονο, αλίμονο! Τι θα γενώ ο καημένος; 
     Καλύτερα το ήθελα να ήμουν πεθαμένος.
     Στρέφει προς το μικρό του γιο, γυρίζει και του λέει:
― Τώρα κιόλας γρήγορα πήγαινε, βρε Στρατήγη,
     φέρε το χράμι του παππού και δώσ' του το, να φύγει.
     Τρέχει και κόβει το μισό, το φέρνει στον πατέρα…
― Να το, πατέρα, το έφερα…
     Το έφερε, αλλά δεν ήτανε ολόκληρο, κι ερώτα:
― Μα ήταν άλλο τόσο…
― Το άλλο το κράτησα εγώ, σένα για να το δώσω,
     όταν γενείς κι εσύ παππούς, πού να γυρεύω άλλο;
― Α! Τώρα το κατάλαβα, καθώς έκανες θα εύρεις,
     θα πάθεις τα όμοια κι εσύ, από τώρα να το ξεύρεις.
     Τρέχει με δάκρυα και ντροπή στο γέρο του πατέρα:
― Ω ήμαρτον, το χέρι σου, συχώρα με, πατέρα,
     το σπίτι μου είναι σπίτι σου την σήμερον ημέρα.
                       
                                        ***
― Αν πειράξετε το γέρο, τι θα πάθετε δεν ξέρω,
     τα παιδιά θα σας πειράζουν και τα δανεικά θα βγάζουν.
                                                                               
*Αφιερωμένο στους γέροντες Γονείς, από τα παιδιά και τα εγγόνια τους, με την υπόσχεση πως πάντα θα τους αγαπάμε πολύ και πάντα θα τους φροντίζουμε με περισσή στοργή.

(Βασιλείου Πανανή - πέθ. 1927 – ονομαστού ιερέα και δάσκαλου στο Παλαιοχώρι Λέσβου. Έχει δημοσιευτεί σε διάφορες παραλλαγές στα πρδκ. «Πλωμαρίτικοι Αντίλαλοι» (τεύχος 21ο, Δεκ. 1978, σελ. 347-348) και «Τα Παλιοχωριανά» (τεύχος 40, Οκτ-Δεκ. 1990, σελ. 621 και τεύχος 53, Ιαν-Μάρτ. 1994, σελ. 867. Επίσης, θα το βρείτε στις σελ. 156-157 του βιβλίου του Γιάννη Μαυραγάνη «Παλαιοχώρι Πλωμαρίου Λέσβου – Παράδοση – Ιστορία – Η Ζωή και τα Έθιμα», Αθήνα 1995. Εμείς κάναμε ένα συνδυασμό του ποιήματος που δημοσιεύτηκε στο πρδκ. "Πλωμαρίτικοι Αντίλαλοι" και του ποιήματος της Πελαγίας Ν. Ξυπτερά, από το περιοδικό του Συλλόγου Παλαιοχωριτών Αθήνας «Τα Παλιοχωριανά», τεύχος 53).

  ***
ΣΚΕΤΣ – ΔΙΑΣΚΕΥΗ ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
(Στην κουζίνα ενός παλιού σπιτιού μια οικογένεια ― η μητέρα, ο πατέρας κι ο μικρός τους γιος ― κάθονται γύρω από το τραπέζι. Στο πάτωμα, πλάι στο τζάκι, κάθεται ένας ασπρομάλλης γέροντας, ο παππούς. Βήχει δυνατά και ζητά να του φτιάξουν ένα φασκόμηλο… Σηκώνεται η νύφη και του δίνει ένα πήλινο κύπελλο νερό. Καθώς όμως το χέρι του γέροντα παππού τρέμει, το νερό χύνεται και το κύπελλο σπάει… Η νύφη κοιτά με δυσαρέσκεια τον άντρα της, ο γιος, νευριασμένος, πετάγεται όρθιος…)
                                                                                                                                                                                                     
ΓΙΟΣ:           Γέρο, δεν υποφέρεσαι, έγινες μουρμουριάρης
                  κι όσο γερνάς χειρότερα γίνεσαι κατσ’ποδιάρης1.
                  Λοιπόν να με ξεφορτωθείς και δεν σε υποφέρω,
                  πήγαινε όπου σε φωτίσει ο Θιος, μαζί μου δεν σε θέλω.

ΓΕΡΟ-ΠΑΤΕΡΑΣ:  Τι λόγια είν’ αυτά που λες, γιε μου, δεν με λυπάσαι;
                  Τα όσα σου ’κανα εγώ καλά δεν τα θυμάσαι;

ΓΙΟΣ:           Και ποια καλά είναι αυτά που μου ’χεις καμωμένα,
                  τ’ αμπέλια ή τα κτήματα μου έχεις χαρισμένα;
 
ΓΕΡΟ-ΠΑΤΕΡΑΣ:  Όταν εσύ ήσουνα μικρός, βλαστάρικο2 παιδάκι,
                  ποιος τάιζε τη μάνα σου και ρούφαγες γαλάκι;
                  Κι ύστερα, σαν ετράνεψες3 κι ήσουν για τα σχολεία,
                  ποιος πλήρωνε το δάσκαλο4 και σου ’παιρνε βιβλία,
                  παπούτσια, ρούχα και λοιπά και, όταν αρρωστούσες,
                  τα γιατρικά και το γιατρό ποιος πλέρωνε ρωτούσες;


ΓΙΟΣ          Χρέος5 σου ήταν, ως γονιός, να μ’ αποκαταστήσεις…


ΓΕΡΟ-ΠΑΤΕΡΑΣ:  Και σένα είναι χρέος σου να με γεροκομήσεις6


ΓΙΟΣ:           Αυτά τ’ ακούω βερεσέ, λόγια πολλά δεν ξέρω
                  γκρίνια με τη γυναίκα μου για σε μέρα και νύχτα έχω.

ΓΕΡΟ-ΠΑΤΕΡΑΣ:  Αλίμονο, αλίμονο, τι θα γενώ ο καημένος;
                  Καλύτερα το ήθελα να ήμουν πεθαμένος…

ΑΦΗΓΗΤΗΣ:    Στρέφει ο γιος προς το μικρό του γιο, 
                  γυρίζει και του λέει:


ΓΙΟΣ:           Τώρα κιόλας γρήγορα πήγαινε, βρε Στρατήγη,
                  φέρε το χράμι7 του παππού και δώσ’ του το, να φύγει.

ΓΕΡΟ-ΠΑΤΕΡΑΣ:  Αλίμονο, αλίμονο, τι θα γενώ ο καημένος;
                  Αν είχα πέντ’- έξι παιδιά, θα ήμουν κερδισμένος;…


ΑΦΗΓΗΤΗΣ:  Τρέχει και κόβει το μισό, το φέρνει στον πατέρα…

ΕΓΓΟΝΟΣ:    Να το, πατέρα, το έφερα…

ΑΦΗΓΗΤΗΣ:  Το ’φερε, μα δεν ήτανε ολόκληρο ωστόσο…


ΓΙΟΣ:           Μα ήταν άλλο τόσο…


ΕΓΓΟΝΟΣ:    Το άλλο το κράτησα εγώ, σένα για να το δώσω,
                  όταν γενείς κι εσύ παππούς, πού να γυρεύω άλλο;

ΓΙΟΣ:          Α, τώρα το κατάλαβα, καθώς έκανες θα εύρεις…


ΕΓΓΟΝΟΣ:    Θα πάθεις τα όμοια κι εσύ, από τώρα να το ξεύρεις…


ΑΦΗΓΗΤΗΣ:  Τρέχει με δάκρυα και ντροπή στο γέρο του πατέρα:


ΓΙΟΣ:           Ω ήμαρτον8, το χέρι σου, συχώρα με, πατέρα,
                  το σπίτι μου είναι σπίτι σου την σήμερον ημέρα.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ:   Κυλούν βουβά τα δάκρυα του γέροντα πατέρα,
                  χέρι και χείλη και καρδιά τρέμουν συγκινημένα.

ΝΥΦΗ:         Συγχώρα με, πατέρα μου, δεν θα ξαναμιλήσω,
                 δώσ’ μου και το χεράκι σου, γλυκά να το φιλήσω.


ΑΦΗΓΗΤΗΣ:   Τρέχει γοργά ο εγγονός και τον παππού χαϊδεύει,
                  μες στην αγκάλη του σπιτιού η αγάπη βασιλεύει.


ΕΓΓΟΝΟΣ:    Παππού, παππούλη μου…
                 (Όλοι μένουν βουβοί λίγη ώρα…)
         
                          ~~~~~~~~
                 
ΑΦΗΓΗΤΗΣ:    Αν πειράξετε το γέρο,
                  τι θα πάθετε δεν ξέρω,
                  τα παιδιά σας θα σας πειράζουν
                  και τα δανεικά θα βγάζουν.
   
 (Βασιλείου Πανανή9 - πέθ. 1927 – ονομαστού ιερέα και δάσκαλου στο Παλαιοχώρι Λέσβου. Η μικρή διασκευή του έμμετρου διαλόγου έγινε από τη Μυρσίνη Βουνάτσου, κυρίως με προσθήκη ενός ακόμα καθοριστικού προσώπου, της νύφης. Παίχτηκε επανειλημμένα σε αίθουσα διδασκαλίας του 3ου Γυμνασίου Γαλατσίου από μαθητές Α΄ τάξης, στα πλαίσια του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Τα οφέλη που αποκόμισαν οι μαθητές ανεκτίμητα…).
________________

1. στίχ. 2: κατσ’ποδιάρης (από τη λ. η κατσιποδιά = γκρίνια // ατυχία) = γκρινιάρης, δύστροπος.
2. στίχ. 9: βλαστάρικο (από τη λ. βλαστάρι < βλαστός) ή αλλιώς β’ζαστάρικο < βυζαστάρικο = βρέφος που βυζαίνει.
3. στίχ. 11: ετράνεψες: μεγάλωσες αρκετά.
4. στίχ. 12: παλιά το μισθό του δασκάλου πλήρωναν οι δημότες κάθε Κοινότητας.
5. στίχ. 15: ιερή υποχρέωση.
6. στίχ. 16: γηροκομέω > γηροκομῶ > γεροκομώ = περιποιούμαι γέροντα ή γερόντισσα.
7. στίχ. 23: το χράμι (τούρκικη λέξη) = χοντρό μάλλινο ύφασμα // μάλλινο υφαντό κλινοσκέπασμα, βελέντζα.
8. στίχ. 35: ήμαρτον < αρχ. ἥμαρτον, αόριστος β΄του ρ. ἁμαρτάνω = σφάλλω // εδώ: (ζητώ) συγγνώμη, έσφαλα.
9. Διασκευή ποιήματος που είναι δημοσιευμένο στο 53ο τεύχος  περιοδικού “Τα Παλιοχωριανά”, Ιαν-Μάρτ.1994, σελ. 867. Το είχε καταγράψει από μνήμης, όπως το θυμόταν από τα σχολικά της χρόνια, η Πελαγία Ν. Ξυπτερά.
10. Γράψε κι εσύ ένα δικό σου ποίημα ή διήγημα ή παραμύθι με το ίδιο θέμα ή παίξε με τ’ αδέλφια σου τους ρόλους.

  ***

ΕΝΑ ΣΧΕΤΙΚΟ ΡΩΣΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ


Λέοντος Τολστόι (1828 - 1910)
                   
Ο παππούς και το εγγονάκι

Το παραμύθι του Τολστόι περιλαμβάνεται, επίσης, στην ενότητα «Οικογενειακές σχέσεις» του σχολικού βιβλίου «Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α΄ Γυμνασίου», σελ. 43. Το εισαγωγικό σημείωμα γράφει: «Στο μικρό αυτό αφήγημα ο μεγάλος Ρώσος στοχαστής και συγγραφέας Λέων Τολστόι σκιαγραφεί με λιτότητα το θέμα της συμβίωσης του γέροντα γονιού με την οικογένεια του παιδιού του. Η στοιχειώδης πλοκή οδηγεί στη λύση-μήνυμα, που είναι η αγάπη και η κατανόηση προς τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας».
***
Ο παππούς είχε γεράσει πολύ. Τα πόδια του δεν τον πήγαιναν, τα μάτια του δεν έβλεπαν, τ’ αυτιά του δεν άκουγαν. Δόντια δεν είχε. Κι όταν έτρωγε, του χυνόταν το φαγητό. Ο γιος του και η νύφη του δεν τον έβαζαν πια μαζί τους στο τραπέζι, αλλά του ’διναν να φάει πάνω στη μεγάλη χτιστή χωριάτικη θερμάστρα, όπου πλάγιαζε.
Κάποτε που του βάλανε να φάει στο πήλινο πιάτο, του ξέφυγε από τα χέρια, έπεσε κι έσπασε. Η νύφη του άρχισε τότε να τον μαλώνει πως όλα τα χαλάει στο σπίτι και σπάει τα πιάτα. Τέλος του είπε πως αποδώ και πέρα θα του ’διναν να τρώει στην ξύλινη γαβάθα. Ο παππούς αναστέναξε μόνο και δεν είπε τίποτα.
Μια μέρα ο άντρας με τη γυναίκα του παρακολουθούσαν που ο γιος τους μαστόρευε κάτι σκαλίζοντας ένα μεγάλο κούτσουρο. Ο πατέρας λοιπόν τον ρώτησε:
«Τι φτιάχνεις εκεί, Μίσα;»
Κι ο Μίσα απαντά:
«Φτιάχνω μια μεγάλη γαβάθα, πατερούλη. Όταν εσύ κι η μάνα μου γεράσετε, θα σας ταΐζω σ’ αυτήν τη γαβάθα.»
Ο άντρας κι η γυναίκα του κοιτάχτηκαν και δάκρυσαν. Νιώσανε ντροπή που είχαν προσβάλει τον παππού. Κι από τότε τον βάλανε να τρώει μαζί τους στο τραπέζι και τον πρόσεχαν όπως πρέπει.


(Λέοντος Τολστόι «Διηγήματα, μύθοι και παραμύθια», μτφ. Π. Ανταίου, Εκδόσεις «Ωκεανίδα»)

***

Αλλά και στο βιβλίο του Λέοντος Μελά «Ο Γεροστάθης», που ήταν παλιά από τα πιο δημοφιλή παιδικά-παιδαγωγικά αναγνώσματα, βρήκαμε παρόμοιες ιστορίες. Ακούστε μια ιστορία: 

Ο Παππούς, ο Γιος κι ο Εγγονός

Ζούσε μια φορά, εξακολούθησε ο Γεροστάθης, ένας γεροντάκος φτωχός κι ανήμπορος από τα γερατειά. Έμενε μαζί με το γιο του, που τον είχε μοναχό κι από κείνον μόνο περίμενε παρηγοριά και προστασία. Αυτός όμως τον βαρέθηκε και, βρίσκοντας μια ασήμαντη αφορμή, τον έδιωξε απ’ το σπίτι. «Και πού να πάω;». «Όπου θέλεις…». «Πώς να ζήσω;». «Να ζητιανεύεις!». Ο φοβερός αυτός διάλογος γινότανε μπροστά στο Θωμά, το παιδί του αχάριστου γιου και έγγονο του διωγμένου γέρου, ένα παιδί οκτώ χρόνων. Καθώς αγαπούσε πολύ τον παππού, περίμενε θλιμμένο να δει τι θ’ απογίνει, κι άκουγε σιωπηλά τον πατέρα του. Κι ο γέρος, γυρίζοντας σ’ αυτόν τα μάτια θολά, του λέει με στεναγμό. «Άντε, παιδάκι μου, να μου φέρεις μια κουβέρτα να την πάρω μαζί μου». Ο Θωμάς έτρεξε αμέσως να κάνει την παραγγελία του, μα, όταν εγύρισε, αντί να δώσει την κουβέρτα σ’ αυτόν, την έδωσε στον πατέρα του. Και, με τα μάτια γεμάτα δάκρυα, του είπε: «Πάρ’ την, πατέρα, να την κόψεις στα δυο…». «Και γιατί;» τον ρώτησε εκείνος. «Η μισή του φτάνει του παππού. Η άλλη μισή θα σου χρειαστεί εσένα, όταν θα γεράσεις, που θα σε διώξω κι εγώ από το σπίτι, όπως διώχνεις εσύ τον πατέρα σου σήμερα». Και το παιδί άρχισε να κλαίει. Ο σκληρόκαρδος γιος πήρε ξαφνικά συναίσθηση τι έγκλημα έκανε… Μετάνιωσε αμέσως κι έπεσε γονατιστός να γυρέψει από τον πατέρα του συγχώρεση. Αυτή την ιστορία τη λένε στην Αγγλία. Μα έχει κι ο ελληνικός λαός ένα ανάλογο ανέκδοτο, ίσως να το ξέρετε!
― Όχι, του είπαμε.
― Ακούστε το λοιπόν! Κάποτε, σ’ ένα εξοχικό κτήμα ο γιος μάλωσε με το γέρο πατέρα του. Και θύμωσε τόσο πολύ, που άρπαξε ένα σκοινί, το έκανε θηλιά και τράβηξε το γέρο, ένα και δυο κάτω από ένα δέντρο, για να τον κρεμάσει. «Τι κάνεις εκεί;» του φώναξε ο γέρος τρομαγμένος. «Δεν υποφέρεσαι πια! Θα σε κρεμάσω, να ησυχάσω από σένα…». Τότε αυτός, για να σωθεί, μα και για να διδάξει συγχρόνως το γιο του, πως, ό,τι κάνει σ’ αυτόν, θα το πάθει κι αυτός απ’ το παιδί του, του λέει: «Να με κρεμάσεις, παιδί μου! Έχεις δίκιο… Όχι όμως σ’ αυτό το δέντρο που θέλεις, αλλά σε τούτο. Αυτή μόνο τη χάρη σου ζητάω…». Και του έδειξε ένα άλλο δέντρο. «Και γιατί;». «Γιατί, έκανε ο γέρος με ψεύτικο στεναγμό, σ’ αυτό το δέντρο κρέμασα κι εγώ κάποτε τον πατέρα μου!». «Πώς;» ρωτάει ο γιος… Και γυρίζοντας τα μάτια στην καλύβα, όπου το αγοράκι του έπαιζε με τα χώματα, μουρμούρισε σκεφτικός: «Όχι!» Κι άφησε το γέρο μετανιωμένος…
(Στη συνέχεια ο Γεροστάθης αναφέρει ως παραδείγματα καλών παιδιών τον Τρωαδίτη Αινεία, τη Σπαρτιάτισσα Χειλωνίδα, το Θηβαίο Επαμεινώνδα, το Μακεδόνα Αλέξανδρο, το Ρωμαίο Κοριολανό και τον Αμερικανό Ουάσιγκτων).
Πάρτε τώρα μολύβι και χαρτί και γράψτε αυτούς τους στίχους, που θα σας πω. Και να τι μας υπαγόρευσε ο καλός γέροντας:
 
Οι πρώτοι ευεργέται μας είν’ οι καλοί γονείς μας,
ας αγαπήσουμε αυτούς εξ όλης της ψυχής μας.
Διά της πείρας οι γονείς, διά των συμβουλών τους,
την απειρίαν σώζωσι των ευπειθών υιών τους.
Λοιπόν ας υπακούομε και ας ευγνωμονούμε,
δι’ έργων δε ας δείχνουμε ότι αυτούς τιμούμε.

(Λέοντος Μελά «Ο Γεροστάθης», Εκδόσεις "Παπαδημητρίου", Αθήνα 2001, σ. 203-211)


***


ΕΝΑ ΣΧΕΤΙΚΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Ο γιος που πήγε να πετάξει το γέρο πατέρα του στο ποτάμι

     Τα παλιά χρόνια --- έτσι μας το λέγανε οι γιαγιάδες --- μόλις θα γεράσεις, τα παιδιά σου σ' έπαιρναν, σε βάζανε σ' ένα κοφίνι και σε πήγαιναν στο ποτάμι. Κάποιος γέρασε και πάει ο γιος του να πετάξει το μπαμπά του στο ποτάμι. Πετάει τον παππού, πάει να πετάξει και το κοφίνι. Αλλά πάει και το αγγόνι με τον παππού. 
     Λέει:
    --- Μπαμπά, μην πετάς το κοφίνι, μεθαύριο εγώ με τι θα σε πάω να σε ρίξω στο ποτάμι, όταν θα γίνεις σαν τον παππού; 
     --- Και μένα θα ρίξεις; λέει.
     --- Ε, βέβαια, λέει. Άμα πετάς εσύ τον πατέρα σου.
     Και μετά γύρισαν και τον παππού και πήρανε και το κοφίνι και ξανά δεν πετούσανε. Σου λέει "κι εγώ θα γεράσω και θα με πετάξουνε..."

(Αφήγηση Δήμητρας Σταμπουλή, από το βιβλίο των Ν. Κόκκα και Ν. Κωνσταντινίδη "Λαϊκά παραμύθια και Ιστορία του Βώλακα Δράμας", σελ. 171-172, Εκδοτικός Οίκος Αντ. Σταμούλη, 2006. Σχετικό και το παραμύθι της αφηγήτριας Βιργινίας Στάικου (Νο 55, σελ. 172-173), με τίτλο "Ο γιος που δεν πέταξε τον πατέρα του").  
  ***

  ΥΙΙΚΗ ΣΤΟΡΓΗ


Λέγεται, λοιπόν, ότι στη Σικελία (γιατί, παρ’ όλο που η διήγηση αυτή μοιάζει κάπως μυθώδης, όμως θα είναι καλό και για σας όλους τους νεότερους να την ακούσετε) ξεχύθηκε απ’ την Αίτνα ένα ποτάμι λάβας. Λένε ακόμα ότι η λάβα αυτή κυλούσε και στην υπόλοιπη χώρα, και μάλιστα και προς κάποια από τις εκεί κατοικημένες πόλεις. Τότε, λοιπόν, όλοι οι άλλοι το έβαλαν στα πόδια, επιζητώντας τη σωτηρία τους, ένας όμως από τους νεότερους, επειδή έβλεπε ότι ο πατέρας του ήταν γέροντας και δεν μπορούσε να φύγει, αλλά έμενε αποκλεισμένος, αφού τον σήκωσε στους ώμους του, τον μετέφερε. Επειδή όμως, όπως πιστεύω, προστέθηκε βάρος, αποκλείστηκε κι αυτός (ενν. από τη λάβα). Επομένως λοιπόν αξίζει να προσέξουμε ότι οι θεοί συμπαθούν τους ενάρετους άνδρες. Λένε δηλαδή ότι περικύκλωσε τον τόπο εκείνο η φωτιά και ότι μόνο αυτοί οι δύο σώθηκαν, από τους οποίους ακόμη και σήμερα ο τόπος ονομάζεται “χώρος των ευσεβών”. Όμως αυτοί που αποχώρησαν γρήγορα και εγκατέλειψαν τους γονείς τους, χάθηκαν όλοι ανεξαιρέτως.

(Λυκούργου “Κατά Λεωκράτους”, 95-96 / Αρχαία Ελληνική Γλώσσα Γ΄, 2Α)

***

     Δυο όμορφα τραγούδια του Μάνου Ελευθερίου είναι τα τελευταία κείμενα που θα παραθέσουμε σ' αυτή μας την εργασία. Ο μεγάλος μας λογοτέχνης μπαίνει στην ψυχή των γερόντων και τους ψυχογραφεί.  
     
      Οι γέροι όταν σε κοιτούν
    δεν βλέπουν μόνο εσένα.
    Τους κόσμους που περπάτησαν
    κοιτούν σ' άλλους καιρούς.
    Πενθούν γι' αυτά που θα 'ρθουνε
    πενθούν για τα κλεμμένα
    με τους αγγέλους στέλνουνε
    μπιλιέτα στους θεούς.

                                 ***

      Στον Άδη πάνε οι φίλοι. Κι άλλοι φίλοι.
    Μονάχοι, ανυπεράσπιστοι, βουβοί.
    Με τη φωνή κλεισμένη σε κοχύλι
    την ύστατη να βρούνε αμοιβή.
    Εκεί που βρίσκουν όλα θεραπεία.
    Στο πέραν. Στο ποτέ. Στην ουτοπία.

                                  ***

     Τελειώνοντας, εμείς προσθέτουμε τις εξής διαπιστώσεις: 
   α) Οι άνθρωποι όλης της γης έχουν κοινά προβλήματα, ίδια συναισθήματα και παρόμοια συμπεριφορά. 
  β) Το παράδειγμα των μεγάλων, καλό ή κακό, είναι ο βασικότερος κανόνας διαπαιδαγώγησης των παιδιών. Η μια γενιά κρίνει αλλά και αντιγράφει την άλλη. 
  γ) Στο Παλαιοχώρι οι γεροντότεροι λένε χαρακτηριστικά στους μικρότερους: «Εκεί που είσαι ήμουνα κι εκεί που είμαι θά ’ρθεις…».
                                                                                    
ΜΕ ΣΕΒΑΣΜΟ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ,
ΒΟΥΝΑΤΣΟΥ Μ. ΜΥΡΣΙΝΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου